15 Δεκεμβρίου 2006

ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ, TRAFFICKING ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ














Τι κοινό μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε μια κυβέρνηση και έναν μαστροπό; Προσέξτε το συλλογισμό: αρχίζουμε από την παλαιά γνωστή διαπίστωση ότι κάθε μισθωτή εργασία είναι εκπόρνευση. Τη λανσάρισε ο Μαρξ, την ανακύκλωσαν πολλοί έκτοτε (εγώ προσωπικά την έχω ξεκατινιάσει), και πριν δυο-τρεις δεκαετίες η Πάολα τής απέδωσε μια πιο κυριολεκτική διάσταση, χρησιμοποιώντας την (χωρίς ίχνος πλάκας και σαρκασμού) στο «Κράξιμο», εφημερίδα των εκδιδομένων γυναικών και τραβεστί, σαν μόνιμο μότο δίπλα στον τίτλο της.

Στο μοτίβο της «εκπόρνευσης» της εργατικής δύναμης αντιστοιχούν λίγο-πολύ όλες οι γνωστές μορφές εξαρτημένης εργασίας. Προαγωγός, ο εργοδότης που μετουσιώνει σε αγαθά, υπηρεσίες, υπεραξίες και κέρδος τον εργάσιμο χρόνο που «αγοράζει» από τον μισθωτό. «Πόρνη», ο μισθωτός, που διαθέτει, εκτός από τον εργάσιμο χρόνο του, τις γνώσεις, τις δεξιότητες και ό,τι προσθέτει ειδικό βάρος στην παραγωγικότητα της εργασίας. Πελάτης, ο καταναλωτής (κατά κανόνα, και ο ίδιος ανυποψίαστος «εκπορνευόμενος» μισθωτός) που απαιτεί το εμπόρευμα να αξίζει τα λεφτά του.

Αυτό το αρχετυπικό τρίγωνο αναπαράγεται λίγο-πολύ και στη σχέση του κράτους με τους υπαλλήλους του αφενός και με τους φορολογούμενους πολίτες αφετέρου. Εδώ και δεκαετίες, αν όχι και αιώνες, κάπως έτσι γίνεται η δουλειά, η οποία ως γνωστόν δεν είναι ντροπή.

Αλλά η κοινή μαστροπεία εκσυγχρονίστηκε. Έφυγε από το ταπεινό επίπεδο της γειτονιάς, στην οποία ο νταβατζής, σκληρός, ωραίος. «αμοράλ» λαϊκός εραστής, κατάφερνε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πιο εύπιστων και αφελών κοριτσιών. Βιομηχανοποιήθηκε και παγκοσμιοποιήθηκε. Τώρα, η μαστροπεία παίρνει τις διαστάσεις του trafficking, της διακίνησης γυναικών κατά μεγάλες ομάδες από τις φτωχές χώρες της Ανατολής στην ευημερούσα Δύση. Στη θέση του νταβατζή υπάρχουν πολυάριθμοι μηχανισμοί διακινητών, με βαθύ καταμερισμό εργασίας. Στη θέση της πόρνης, που είχε τουλάχιστον την πολυτέλεια ενός ημερομίσθιου ή ενός μισθού, αναπτύσσεται ένας στρατός σεξουαλικών δούλων, στην απόλυτη διάθεση των ιδιοκτητών τους.

Το κράτος (τουλάχιστον το ελληνικό) έχει ήδη εισαγάγει στην εργασιακή του κουλτούρα τη νέα τεχνογνωσία του trafficking. Χωρίς πλάκα. Εδώ και 15 χρόνια «απάλλαξε» ένα μεγάλο μέρος των υπαλλήλων του από τη μισθωτή εργασία και τους επανέφερε στην κατάσταση της δουλείας. Το δουλεμπόριο είναι η λέξη που μάλλον αποδίδει καλύτερα την κατάσταση των 150.000-200.000 συμβασιούχων του δημοσίου. Μπορεί η διακίνησή τους να μη βγαίνει εκτός συνόρων του κράτους και της κρατικής οικονομίας, αλλά η μεθοδολογία είναι η ίδια.

Οι συμβασιούχοι είναι μια ιδιαίτερη ομάδα της εκλογικής πελατείας που το κομματικό σύστημα πλανεύει με το δέλεαρ της μονιμοποίησης, όπως οι παγκοσμιοποιημένοι μαστροποί πλανεύουν, με την προσδοκία της Γης της Επαγγελίας, τα απελπισμένα κορίτσια από την Ουκρανία και τα άλλα εναπομείναντα ράκη του ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Και το κομματικό σύστημα στο σύνολό του είναι απόλυτα συνένοχο στο πρόβλημα αυτό, τουλάχιστον κατά την ποσόστωση που αναλογεί σε κάθε κόμμα το οποίο εκπροσωπείται στις μικρές κρατικές εξουσίες των νομαρχιών και των δήμων. Περίπου οι μισοί συμβασιούχοι είναι θύματα της γοητείας της αυτοδιοικητικής εξουσίας. Κι αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και ειλικρινείς, εκτός από πράσινοι και γαλάζιοι, οι συμβασιούχοι είναι και λίγο κόκκινοι ή ροζ. ‘Η μήπως οι ερυθρών αποχρώσεων δήμοι αντιστάθηκαν στον πειρασμό της επιλογής ημετέρων βάσει της κομματικής επετηρίδας; Όχι, αν και το μερίδιο συνενοχής τους είναι φυσικά πολύ μικρό.

Εκτός από την κομματική όσμωση, συνενοχή στη συλλογική μαστροπεία εις βάρος των συμβασιούχων υπάρχει ανάμεσα και στις κατά Μοντεσκιέ τρεις διακριτές εξουσίες. Όπως στο trafficking συνεργούν παραδοσιακοί μαστροποί, διασκεδαστές, διακινητές, δουλέμποροι και «βιτρίνες» νομιμότητας, έτσι και στο trafficking των συμβασιούχων συνεργούν οι ποικίλοι ιμάντες της εκτελεστικής εξουσίας (συμπεριλαμβανομένων των «ανεξάρτητων» αρχών). Με τα συναινετικά παραθυράκια που ανοίγει συχνά-πυκνά η Βουλή και με τις αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων τα οποία, όταν δεν αλληλοαναιρούνται απλώς, διεκπεραιώνουν τις αποφάσεις και «ερμηνείες» της εκτελεστικής εξουσίας. Πρόσφατα, για παράδειγμα, ένα από τα ανώτατα δικαστήρια απεφάνθη ότι μια καθαρίστρια σε δημόσια υπηρεσία και πολλές άλλες κατηγορίες συμβασιούχων παρέχουν «ανεξάρτητες υπηρεσίες», είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, εργολάβοι του δημοσίου! Ιδού το επίτευγμα της κατάργησης της μισθωτής εργασίας από τον πρώτο, συλλογικό καπιταλιστή, το κράτος! Ιδού το επίτευγμα της κατεδάφισης των ταξικών τειχών, αφού η καθαρίστρια του δήμου Κολοπετινίτσης (πάντα είχα την απορία αν υπάρχει αυτό το μέρος) είναι ό,τι ο Μπόμπολας, ο Κόκκαλης, ο Λιακουνάκος κι οι λοιποί εθνικοί εργολάβοι και προμηθευτές του κράτους, οι εν συντομία αποκληθέντες «νταβατζήδες», προ διετίας, μεταξύ κεμπάπ και τζατζικίου στου Μπαϊρακτάρη.

Εδώ, λοιπόν, έχουμε το απόλυτο ξεκάρφωμα, αφού το κράτος από θύτης γίνεται θύμα, από κραχτός νταβατζής των συμβασιούχων μεταμορφώνεται σε εκδιδόμενη κόρη, ανίκανη να υπερασπίσει τον εαυτό της από τις «επιθέσεις» των νταβατζήδων-συμβασιούχων, κι έτσι προσφεύγει στην προστασία της «τσατσάς»-δικαιοσύνης που ταλαντεύεται «με ποιους να πάει και ποιους ν’ αφήσει». Αν και στο τέλος η επιλογή της είναι επιλογή υπέρ της «κάθαρσης», της «διαφάνειας», υπέρ του εξοβελισμού των συμβασιούχων από το σώμα του καθαρού κράτους.

Στην πραγματικότητα, αυτό που συντελείται εδώ και τέσσερα χρόνια με τους συμβασιούχους του δημοσίου είναι μια πρόβα συνολικής μετεξέλιξης των εργασιακών σχέσεων. Μπορεί η περιπέτειά τους να ξεκίνησε απλώς ως κλασική μορφή πελατειακής σχέσης και εξαγοράς ψήφων από τα κόμματα εξουσίας, αλλά τελικά έχει εξελιχθεί σε μια μεγάλων διαστάσεων απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και κατάργηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης για την τιμή της εργασίας και τους όρους «αγοράς» της. Το κράτος έγινε πειραματικό εργαστήριο αυτής της μετάλλαξης. Τα συνδικάτα την παρακολούθησαν μάλλον απαθώς. Όταν ο μεγαλύτερος εργοδότης μιας εθνικής αγοράς, ο κρατικός Λεβιάθαν, εμφανίζεται «πιονιέρος» της απορρύθμισης, απασχολώντας ίσως και το 10% του εργατικού δυναμικού με μορφές που ξεκινούν από τους ωρομίσθιους και φτάνουν στους «συμβολαιούχους» εργαζόμενους-εργολάβους, γιατί να μείνουν πίσω οι ιδιώτες εργοδότες; Κι ίσως εδώ εντοπίζεται η μεγαλύτερη υποκρισία στη διακομματική «υπεράσπιση» των συμβασιούχων του δημοσίου. Η περίφημη κοινοτική οδηγία μονιμοποίησης των συμβασιούχων αφορούσε αδιακρίτως δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Στον αντίποδα της επιλεκτικής ευαισθησίας για την «εκλογική πελατεία», τους συμβασιούχους του δημοσίου, ουδείς ανησύχησε αν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα έγιναν αορίστου. Προφανώς γιατί ο ιδιωτικός τομέας είναι ένας παράδεισος νομιμότητας, όπου το καινοφανές trafficking της εργασίας είναι άγνωστη λέξη και βασιλεύουν ακόμη οι προγονικές αξίες της παραδοσιακής μαστροπείας και της μισθωτής εκπόρνευσης…

14 Δεκεμβρίου 2006

ΩΡΑ ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ

Η καθ’ ημάς κακομεταχείριση της φιλοσοφίας

του Xάρη Tαμπάκη

chtabakis@sch.gr

Έτυχε κι άλλη φορά από το βήμα αυτό να γκρι­νιάξω για τις ατελέσφορες συναντήσεις της φι­λοσοφίας με το κοινό της πόλης των Αγρι­νιω­τών. Δυστυχώς, η εκδήλωση της 29ης Οκτώβρη στο Παπαστράτειο προσφέρει άλλη μια τέτοιου εί­δους ευκαιρία…

Ενημερώνω λοιπόν όποιον δε γνωρίζει ότι στην ανωτέρω εκδήλωση ― την οποία συν­δι­ορ­γά­νωσαν από κοινού η Αστρονομική Εταιρία Δ.Ε. και ο Δικηγορικός Σύλλογος της πόλης ― ε­πρόκειτο να μιλήσει ο καθηγητής κ. Κώστας Μπέ­ης, παρουσιάζοντας στην ουσία το βιβλίο του με τίτλο «Η δίκη του Σωκράτη». Δυστυχώς οι οργανωτές της εκδήλωσης είχαν την έμπνευ­ση να προτάξουν στο πρόγραμμα δύο βιντε­ο­προ­βολές σεβαστής διάρκειας, μεταθέτοντας την ομιλία στο τέλος της εκδήλωσης…(!) Αν σ’ αυ­τές υπολογίσουμε τους εμβριθείς και συ­γκι­νη­σιακούς προλόγους των διοργανωτών, κα­τα­λα­βαίνουμε πως φυσικό και επόμενο ήταν, όσοι δεν είχαν προσέλθει με την επιθυμία να δουν τη­λεόραση ή πάλι όσοι ήταν πιεσμένοι χρονικά να εγκαταλείψουν την αίθουσα δίχως να απο­λαύ­σουν την ομιλία ― μεταξύ αυτών των ελα­χί­στων και ο ανυπόμονος γράφων.

Δικαιούμαι λοιπόν να μιλήσω μόνον γι’ αυτά πε­ρί των οποίων διαθέτω άμεση εμπειρία. Οι δύ­ο ταινίες που προβλήθηκαν περιστρέφονταν γύ­ρω από το πρόσωπο του Αθηναίου φιλόσοφου. Η πρώτη είχε βιογραφική επιδίωξη και παρου­σί­α­ζε παραστατικά με ύφος λιτό και τηλεοπτικό τις βασικές γραμμές της ζωής του. Η αφήγηση του Κ. Μπέη ήταν σ’ αυτήν μετρημένη στις δια­τυ­πώσεις και έγκυρη επιστημονικά. Η δεύτερη ται­νία βασιζόταν στην ποιητική σύνθεση με τί­τλο «Ώρα απιέναι» του ιδίου, εμπνευσμένη από τις συνθήκες θανάτου του φιλόσοφου. Το έργο αυ­τό ωστόσο ήταν φανερά επηρεασμένο από τις πεποιθήσεις του κ. Μπέη, ο οποίος πρό­σφα­τα περιεβλήθη με το ιερατικό σχήμα: παρουσί­α­ζε έναν Σωκράτη εισηγητή της ιδέας για την α­θα­νασία της ψυχής και ηρωικό μάρτυρα της ί­διας ιδέας ενώπιον της θανατικής του κα­τα­δί­κης.

Στο ποιητικό του έργο δικαιούται βέβαια κα­νείς να παρουσιάζει τα πράγματα όπως θέλει. Συμ­βαίνει όμως η «τίμια και γυμνή θεά της Φι­λο­σο­φίας», όπως έλεγε ο Νίτσε, να παρουσιάζεται μό­νον εκεί όπου υπάρχει διερεύνηση της αλή­θει­ας. Δηλαδή στον γόνιμο διάλογο ή στην α­ντι­πα­ράθεση θέσεων.

Όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με τον Σω­κρά­τη, θα πρέπει να είμαστε διπλά προσεκτικοί. Πρό­κειται στην περίπτωσή του για ένα πρόσωπο πε­ριλάλητο ανά τους αιώνες κι όμως ταυτόχρο­να υ­πήρξε ένας δάσκαλος που δεν αποτύπωσε πο­τέ τον λόγο του σε γραπτό κείμενο. Μήπως θα έ­πρεπε με βάση αυτό το γεγονός να προβλη­μα­τι­στούμε σχετικά με τη σημασία που απέδιδε στον ζωντανό λόγο και μάλιστα στον διάλογο, για την αναζήτηση της αλήθειας;

Ήδη οι αρχαίες μαρτυρίες για την προ­σω­πι­κό­τητα και τη φιλοσοφική συνεισφορά του Σω­κρά­τη διαφέρουν μεταξύ τους. Ο Αριστοφάνης, για παράδειγμα, τον παρουσιάζει στις Νεφέλες του ως τον κύριο εκπρόσωπο της νεωτερικής πνευ­ματικής κίνησης στην Αθήνα του 423 π.Χ. Ο Πλά­των, αντίθετα, προσπαθεί να τον διαφορο­ποι­ήσει από τους υπόλοιπους διαφωτιστές, τους οποίους αποκαλεί «ρήτορες» και «σο­φι­στές». Μας είναι άραγε τόσο απαραίτητο να δι­και­ώσουμε τον έ­ναν εις βάρος του άλλου;

Μέσα από τη βασική αυτή ιστορική αντίθεση εί­χαμε επιχειρήσει να παρουσιάσουμε τον φι­λό­σο­φο πριν από λίγα χρόνια, στον ίδιο χώρο, σε μια εκδήλωση που απευθυνόταν στο ευρύ κοινό της πόλης, προσπαθώντας συνάμα να μη θυ­σι­ά­σου­με τη φιλοσοφική προσέγγιση στο βωμό της ό­ποιας προβολής ή ιδεολογίας.[i]

Συνεπείς στην πορεία αυτή, προετοιμάζουμε φέ­τος τις Νεφέλες του Αριστοφάνη με τους μα­θη­τές μας του Λυκείου Κατούνας. Όσο για τους α­φιλοσόφητους και ιδεολάτρες συμπολίτες μας, θα πρέπει να πούμε πως είναι ώρα συνειδέναι.


για τη Ρωγμή, 04-12-2006

[i] Αναζητώντας τον Σωκράτη. Εκδήλωση λόγου και θεάτρου υπό την αιγίδα των Εκπαιδευτηρίων Τσαπακίδη. 26-01-2002, Παπαστράτειο Μέγαρο Αγρινίου. Οργάνωση-επιμέλεια Χ. Ταμπάκη.

ΟΙ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

Τα τηλεοπτικά λεφούσια αυτήν τη φορά στρατοπέδευσαν στη δική μας πόλη. Μετά τη Βέροια και την Αμάρυνθο, ο τηλεοπτικός συναγερμός χτύπησε στο Αγρίνιο έπειτα από το τραγικό συμβάν της δολοφονίας των πέντε κυνηγών. Ζήσαμε επιτέλους κι εμείς στο πετσί μας αυτό που τόσα χρόνια ακούμε και διαβάζουμε περί τηλεοπτικής «δημοκρατίας». Για την ακρίβεια, περί τηλεοπτικής κτηνωδίας πρόκειται. Έτσι το «γλυκό» της βίας και της βαρβαρότητας του περιστατικού ήρθε κι έδεσε με την παρουσία όλου αυτού του συρφετού: από τους σταρ της τηλεόρασης, όπως ο συντοπίτης μας και ιπτάμενος ματάκιας πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, μέχρι τους εισαγγελάτους και τους τραγκαουνάκηδες, όλους εκείνους δηλαδή που οι πολιτικοί ταγοί μας -και όχι μόνο- είτε ξημεροβραδιάζονται στις εκπομπές τους είτε θα ήθελαν πολύ να το κάνουν για να λουστούν στα φώτα της δημοσιότητας είτε τέλος με την πρώτη ευκαιρία θα τους καλέσουν ως κράχτες για τις πολιτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις τους (υπενθυμίζουμε πως ο κ. Κουίκ, .λίγες μόνο μέρες μετά τα γεγονότα, ήταν συντονιστής σε εκδήλωση για τα άτομα με αναπηρία, οπότε και τιμήθηκε από όλο τον «καλό» κόσμο της πόλης μας). Είναι χαρακτηριστική η αηδία που εξέφρασε ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας Ελευθεροτυπία στην πρωινή εκπομπή της ΝΕΤ για τη συνολική αντιμετώπιση του συμβάντος από το σινάφι του.

Αυτή όμως είναι η μία όψη του νομίσματος. Υπάρχει και το ίδιο το τραγικό συμβάν που έχει πλέον καταγραφεί στο μυαλό όλων μας και, παρότι μούδιασε τους περισσότερους από εμάς, αποτελεί δυστυχώς την άλλη όψη του κόσμου μας. Και μιλάμε για τις κλειστές επαρχιακές κοινωνίες, που φυσικά υπάρχουν όχι μόνο στην περιοχή μας άλλα σε όλη την Ελλάδα. Οι κοινωνίες αυτές αντιμετωπίζουν τα όποια προβλήματά τους με έναν δικό τους κώδικα τιμής και με κανόνες που ανάγονται στο παρελθόν και περικλείουν ουκ ολίγη βία και βαρβαρότητα, βάζουν δε το εθιμικό τους δίκαιο πάνω απ' όλα και απ' όλους.

Η αγνή επαρχία μάλλον υπάρχει μόνο στους τουριστικούς οδηγούς και σε διαφημιστικά σποτ, κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα η ύπαιθρος ουδέποτε ήταν αγνή. Πάντα από ένα πέπλο συντηρητισμού και σκοταδισμού καλυπτόταν. Ο δάσκαλος, ο παπάς και ο χωροφύλακας, η τριπλέτα του κράτους, ήταν αυτοί που έδιναν το βηματισμό στις τοπικές κοινωνίες, και συνήθως δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για αυτές. Πόσο μάλλον που στις μέρες μας, η επαρχία, και κυρίως η περιοχή μας, βρίσκεται στο στόχαστρο της ΕΕ αλλά και των κυβερνήσεων και τελεί υπό οικονομικό διωγμό. Από φέτος, χιλιάδες καλλιεργητές σταμάτησαν να καλλιεργούν καπνά, το κύριο αγροτικό προϊόν της περιοχής, και περιμένουν καρτερικά το οικονομικό τέλος τους. Η εσωτερική μετανάστευση έχει αρχίσει προ πολλού, κλείνοντας τα ήδη υποβαθμισμένα -από πολιτικές επιλογές- σχολειά στα χωριά, αφυδατώνοντας από την έλλειψη παιδιών τη ζωή σε αυτές τις περιοχές. Την ίδια στιγμή δημιουργούνται πόλεις-τέρατα που χάνουν το τοπικό τους χρώμα και μετατρέπονται σε μικρές Αθήνες. Έτσι πίσω μένουν άνθρωποι που έχουν δεχτεί στωικά την προσωπική τους ήττα και προσπαθούν να γεμίσουν την άδεια ζωή τους με το δηλητήριο του φόβου, της βίας και του ρατσισμού που ξεχειλίζει καθημερινά από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Η πραγματικότητα αυτή, σε συνδυασμό με την παρουσία όπλων -το θέαμα των περιφερόμενων κουμπουροφόρων με τα μηχανάκια είναι χαρακτηριστικό στην περιοχή μας- δημιουργεί ένα εκρηκτικό μίγμα το οποίο συχνά πυκνά δημιουργεί ουκ ολίγα προβλήματα, μικρότερα, μεγαλύτερα ή και τραγικά.

Η πίσω αυλή μας τελικά δεν είναι στρωμένη με ρόδα και άλλα καλλωπιστικά φυτά, αλλά αντίθετα είναι γεμάτη αγκάθια και ζιζάνια, που για να τα ξεριζώσουμε θα χρειαστούν πολλά πράγματα και πολύς κόπος. Προϋπόθεση όμως γι' αυτό θα πρέπει να είναι η επαναφορά της συλλογικότητας, της συμμετοχής, της αλληλεγγύης, με άλλα λόγια της πολιτικής με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, σε όλο τον κοινωνικό βίο μας.

Στέλιος Μερμίγκης

13 Δεκεμβρίου 2006

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ

Η Ριζοσπαστική Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση Αιτωλοακαρνανίας θέλησε, και λιγότερο επιδίωξε και κατάφερε, οφείλουμε να ομολογήσουμε, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της να μη λειτουργήσει σαν ένας ακόμη εκλογικός μηχανισμός της Αριστεράς που θα εμφανίζεται σαν κομήτης στην πολιτική ζωή του τόπου κάθε τέσσερα χρόνια καταγράφοντας απλώς τα εκλογικά ποσοστά της και στη συνέχεια θα λειτουργεί σαν μια άλλη κόκκινη AGB ερμηνεύοντας και περιμένοντας στωικά τις επόμενες εκλογές, κλίνοντας ταυτόχρονα και σε κάθε περίσταση σε όλες τις πτώσεις λέξεις όπως Αριστερά, επανάσταση, εργατική τάξη και άλλες τέτοιες βερμπαλιστικές φράσεις. Εξάλλου είναι γνωστό ότι εκεί που περισσεύουν τα επίθετα συνήθως υπάρχει τεράστιο έλλειμμα στα ουσιαστικά. Αντίθετα από όλα τα παραπάνω, φιλοδοξούμε να λειτουργήσουμε ως μια προωθητική δύναμη ανατροπής ή έστω προσπάθειας να ταράξουμε τα λιμνάζοντα ύδατα της περιοχής αναδεικνύοντας συνεχώς το όλο και πιο έντονα διογκούμενο κοινωνικό πρόβλημα. Αυτό εκτιμούμε ότι θα συμβεί όταν καταφέρουμε να γειώσουμε τον πολιτικό μας λόγο με όλα εκείνα τα σημαντικά θέματα που απασχολούν τον κόσμο της εργασίας, τα μικρά και τα μεγάλα της καθημερινότητάς μας, τα τοπικά και τα γενικά. Έτσι σήμερα, ένα μόλις μήνα μετά τις τελευταίες εκλογές για τα δημοτικά και νομαρχιακά αξιώματα, η ΡΑΣΑ και η εφημερίδα ΡΩΓΜΗ, με αφορμή την επέτειο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και σε πείσμα όσων αδιαφορούν ή το «τιμούν» με μνημόσυνα και με μια ρετρό διάθεση νοσταλγίας, παίρνει πρωτοβουλία να διοργανώσει τούτη εδώ την εκδήλωση προκειμένου να αναζητήσει το σημερινό του μήνυμα, την τωρινή του σημασία, να προσπαθήσει να βρει με άλλα λόγια το νήμα που συνδέει το χθες με το σήμερα, φέρνοντας στο προσκήνιο εδώ στην πόλη μας τη μεγαλειώδη σε έκταση, σε όγκο, σε παλμό, αλλά κυρίως σε πολιτικό περιεχόμενο απεργία των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας κυρίως εκπαίδευσης μέσα από τα μάτια δύο απεργών, αγωνιστών δασκάλων, ενός από την Αθήνα η οποία αποτέλεσε το κέντρο του απεργιακού αγώνα, και ενός από τα μέρη μας, όπου ο αγώνας ενδεχομένως υπήρξε και πιο δύσκολος σε σχέση με άλλες περιοχές, λόγω της καταθλιπτικής πολιτικής και όχι μόνο συγκυρίας που ταλανίζει τον τόπο μας. Φιλοδοξούμε επίσης να αναδείξουμε και τις επικείμενες συντηρητικές κατά τη γνώμη μας αναδιαρθρώσεις στο χώρο του σχολείου, κάτι που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο κανέναν μας.

12 Δεκεμβρίου 2006

Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΗΜΕΡΑ







Η Επέτειος του Πολυτεχνείου και η αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης σήμερα

Ευχαριστώ τη Ριζοσπαστική Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση Αιτωλοακαρνανίας και την εφημερίδα «Ρωγμή της Αιτωλοακαρνανίας» για τη σημερινή πρόσκληση.

Κυρίες και κύριοι / φίλες και φίλοι,

Τριάντα τρία χρόνια μετά την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου «κι ακόμα δεν καταφέραμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο», θα ’λεγαν ίσως κάποιοι απ’ τους πρωταγωνιστές εκείνων των γεγονότων, αν ζούσαν σήμερα. Τηρώντας κάποιες αναλογίες, θα λέγαμε ότι το τρίπτυχο των αιτημάτων της εξέγερσης του 1973 για «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», και στην ουσία για δημόσια, δωρεάν εκπαίδευση, όχι μόνον παραμένει ανεκπλήρωτο αλλά αποτελεί το αφετηριακό πλαίσιο διεκδίκησης για το φοιτητικό και εκπαιδευτικό κίνημα ακόμη και σήμερα.

Μια τοποθέτηση, βέβαια, σαν την προηγούμενη, ενέχει τον κίνδυνο της διολίσθησης είτε σ’ έναν αφηρημένο «κοινωνιολογισμό» είτε σε έναν αυθαίρετο (ιστορικό) αναγωγισμό, που και οι δυο οδηγούν σε μια εξίσου στρεβλή κατανόηση και προβολή του χθες στο σήμερα.

Θέλοντας ν’ αποφύγω τους δυο προηγούμενους κινδύνους, σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις που αφορούν πλευρές της τωρινής εκπαιδευτικής «συγκυρίας», και πιο συγκεκριμένα το χαρακτήρα και τον προσανατολισμό των επιχειρούμενων, τα τελευταία χρόνια, αναδιαρθρώσεων στο χώρο της εκπαίδευσης. Οι σκέψεις αυτές μπορεί ενδεχομένως να συντείνουν σε μια καλύτερη συσχέτιση του τώρα με το τότε και αντίστροφα, και έμμεσα ν’ αναδείχνουν μια πιο «δυναμική» (και άρα λιγότερο επετειακή και «μουσειακή») σύνδεση των οραμάτων του Πολυτεχνείου με τα σημερινά παιδαγωγικά και πολιτικά διακυβεύματα στο χώρο της εκπαίδευσης.

Ξεκινώ, λοιπόν, μια σύντομη απόπειρα σκιαγράφησης αυτού που μόλις ανέφερα, οριοθετώντας, προκαταβολικά, από τη μια την «ταυτότητα» αυτών των αναδιαρθρώσεων (μιλάμε δηλ. για τις νεοσυντηρητικές και νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις στην ελληνική εκπαίδευση), και δηλώνοντας, από την άλλη έμμεσα και τη δική μου θεωρητική και ιδεολογικοπολιτική οπτική, με βάση την οποία βλέπω τις αναδιαρθρώσεις αυτές να εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της εξελισσόμενης καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.

Μια οροθέτηση των επιχειρούμενων αλλαγών στο χώρο της εκπαίδευσης τοποθετεί χρονικά την πρώτη εισαγωγή των αλλαγών αυτών στο 1997 με το γνωστό νόμο 2525. Η ψήφιση του νόμου αυτού από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποτελεί ουσιαστικά τη θεσμική κατοχύρωση μιας προϋπάρχουσας (απ’ τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του 1990) στροφής. Μιας στροφής από τις παλιότερες σοσιαλδημοκρατικές αρχές εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης (της δεκαετίας του ’80), όπου δινόταν έμφαση στην προώθηση στοιχείων εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης (πάντα στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της αστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που εκκρεμούσε), σε μια απαίτηση για «εκσυγχρονισμό» της ελληνικής εκπαίδευσης. Η πιο πάνω στροφή σηματοδοτεί πρώτα απ’ όλα μια σαφή ιδεολογική μετατόπιση από μια προηγούμενη οπτική της λειτουργίας της εκπαίδευσης (σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση θα συνέβαλλε σε μια πιο δημοκρατική αναδιοργάνωση της κοινωνίας και στη συγκρότηση ενός «κοινωνικού κράτους») προς μια νέα οπτική που αφορά την ικανότητα της εκπαίδευσης ν’ ανταποκρίνεται αποτελεσματικά και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, όπως αυτές, φυσικά, προσδιορίζονται από τις άμεσες ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ως παραδείγματα μιας τέτοιας αρχικής μετατόπισης θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν η απόπειρα ανασυγκρότησης της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης σε μια κατεύθυνση στενότερης εναρμόνισής της με την αγορά εργασίας, η απόπειρα εισαγωγής της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ταυτόχρονα με μια απόπειρα για αναθεώρηση παλιότερων στοιχείων εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης κατά την περίοδο διακυβέρνησης της Ν.Δ. (το 1990-93, δηλ.), καθώς και η επαναφορά (από τη μετέπειτα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) της (ως τότε καταργημένης) βαθμολόγησης των μαθητών στο δημοτικό σχολείο και, καταληκτικά, η προλείανση του εδάφους για τις αλλαγές του 1997, με την εξαγγελία του «διαλόγου για την εκπαίδευση» και την αναζήτηση «αντικειμενικών λύσεων» μέσα από την ανάθεση της μελέτης και αξιολόγησης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σε εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ. Μελέτης, η οποία θ’ αποδειχτεί ένα μόλις χρόνο μετά προάγγελος της μεταρρύθμισης του 1997.1

Αν θέλαμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι, ενώ απ’ τις αρχές κιόλας του ’90 ως το 1997 έχει «μορφοποιηθεί» μια διαφορετική (από πριν) ιδεολογική οπτική για τη λειτουργία της εκπαίδευσης (μέσω μιας δικομματικής συναίνεσης), με κύρια στοιχεία το νεοσυντηρητικό και το νεοφιλελεύθερο, αυτή η οπτική δεν υλοποιείται (στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής). Θα λέγαμε ότι αυτό σχετίζεται απ’ τη μια με το βαθμό ισχύος που διέθεταν τα εκπαιδευτικά συνδικάτα και οι κοινωνικοί αγώνες ως τότε και, από την άλλη, με τη μη συγκρότηση (ακόμη) του αναγκαίου συσχετισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα καθιστούσε πιο ευνοϊκή την προώθηση των νεοσυντηρητικών και νεοφιλελεύθερων αλλαγών στην ελληνική εκπαίδευση.

Κάτι που συμβαίνει στο μετά το 1997 χρονικό διάστημα, οπότε και θεσμοθετούνται όλες οι προτάσεις και θεωρητικές επεξεργασίες του προηγούμενου διαστήματος, συγκροτώντας όλη τη δέσμη των «εκσυγχρονιστικών» θεσμικών ρυθμίσεων για την εκπαίδευση που εισάγει ο νόμος 2525.

Μεταξύ αυτών, οι σημαντικότερες ρυθμίσεις νεοσυντηρητικού χαρακτήρα είναι η θεσμοθέτηση ενός ασφυκτικού πυραμιδικού και αυταρχικού πλαισίου ελέγχου της εργασίας των εκπαιδευτικών και της εκπαιδευτικής διαδικασίας γενικότερα, μέσω της αξιολόγησης και του λεγόμενου «καθηκοντολογίου», και ο αυστηρότερος πολιτικός έλεγχος της διδακτικής πράξης και η τυποποίηση και μορφωτική αποστέωση της διδασκαλίας, μέσω των επαναλαμβανόμενων εξετάσεων στο Λύκειο.

Σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση κινούνται οι ρυθμίσεις οι σχετικές με την καθιέρωση του «διπλού» εκπαιδευτικού δικτύου (γενική και τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση, με σαφή υποβάθμιση της δεύτερης και αμεσότερη υπαγωγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας), η ενίσχυση των εξεταστικών μηχανισμών και η θέσπιση περισσότερο ελεγχόμενης διαδικασίας εισαγωγής στα ΑΕΙ, ρυθμίσεις οι οποίες συνέβαλαν καθοριστικά στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και μαζί στην ενίσχυση της αναπαραγωγικής – ταξικής λειτουργίας της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι οι πιο πάνω ρυθμίσεις δεν συνοδεύτηκαν από καμιά «πρόνοια» για την ενίσχυση της καθαρά μορφωτικής-αντισταθμιστικής λειτουργίας της εκπαίδευσης. Επίσης, η ακύρωση της αυτοδίκαιης εκπαιδευτικής ιδιότητας και της εργασιακής διασφάλισης που συνεπαγόταν η λήψη του πτυχίου για τους εκπαιδευτικούς, μέσω της κατάργησης της επετηρίδας και της υπαγωγής του τρόπου πρόσληψης των εκπαιδευτικών στον «ελεύθερο ανταγωνισμό» του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ.

Το ότι κυριαρχεί ο νεοσυντηρητικός και νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός στις μετά το 1997 εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις φαίνεται ακόμη και από την εισαγωγή θεσμών φαινομενικά «προνοιακού-σοσιαλδημοκρατικού» χαρακτήρα, όπως η πρόβλεψη για λειτουργία σχολείων δεύτερης ευκαιρίας για εκείνους που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο, και το ολοήμερο σχολείο. Για παράδειγμα, η έλλειψη οποιασδήποτε εναλλακτικής αντισταθμιστικής πρότασης στο πλαίσιο του ολοήμερου σχολείου (πέρα από την επιμήκυνση του διδακτικού χρόνου, με καθαρά ποσοτικούς όρους) και η απουσία οποιασδήποτε παιδαγωγικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας στο πλαίσιο αυτού, συντείνει στη συρρίκνωση της στοχοθεσίας του ολοήμερου ως θεσμού φύλαξης των μαθητών και μόνον, και, κατά συνέπεια, ως θεσμού διευκόλυνσης της όλο και διευρυνόμενης (στο πλαίσιο της «οικονομίας της αγοράς» και της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων) ευέλικτης εργασίας των γονιών-πελατών του ολοήμερου. Επίσης, από μια άλλη οπτική, ο θεσμός του ολοήμερου εισάγει, σχεδόν καθολικά, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας, αποτελώντας, ουσιαστικά, το σχολείο του φτηνού λειτουργικού κόστους και της μερικής και ωρομίσθιας απασχόλησης των εκπαιδευτικών.

Η προωθούμενη, βέβαια, νεοσυντηρητική και νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση δεν θα μπορούσε παρά ν’ αφορά και τις ιδεολογικές προδιαγραφές του περιεχομένου της εκπαίδευσης, δηλ. τον τομέα της εκπόνησης νέων αναλυτικών προγραμμάτων και της συγγραφής, αντίστοιχα, νέων διδακτικών βιβλίων. Παρόλο που η αναφορά στη σύνθετη αυτή παράμετρο της τωρινής εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης απαιτεί μια ξεχωριστή διαπραγμάτευση, κάποια (μεμονωμένα, έστω, παραδείγματα) μπορεί να είναι ενδεικτικά ομόλογων (με τις προηγούμενες) ιδεολογικοπολιτικών επιλογών και στοχεύσεων. Στην κατεύθυνση λοιπόν αυτή, μπορεί να υποστηριχτεί ότι τα νέα αναλυτικά προγράμματα της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ενισχύουν τον ως τώρα κλειστό και ιδεολογικά και παιδαγωγικά ελεγχόμενο χαρακτήρα των σχολικών γνώσεων και της διδασκαλίας στο δημοτικό σχολείο, στο βαθμό που :

α) διατηρούν τις «κάθετες» οριοθετήσεις μεταξύ των διακριτών μαθημάτων, ενισχύοντας ουσιαστικά τον ακαδημαϊκό και φορμαλιστικό χαρακτήρα της μαθησιακής διαδικασίας και της διαπραγμάτευσης της γνώσης από τους μαθητές

β) δομούνται στη βάση του παρωχημένου παιδαγωγικά και συντηρητικού ιδεολογικά μοντέλου εξειδίκευσης κατακερματισμένων γνωστικών διδακτικών στόχων (με βάση δηλ. την αμερικάνικης προέλευσης στοχοταξινομία και την ψυχολογική οπτική του μπηχεβιορισμού στη διατύπωση στόχων)

γ) προδιαγράφουν, σε μεγάλο βαθμό, τον «τεχνικό» (και, ουσιαστικά) τον πολιτικό έλεγχο της διδασκαλίας, μέσα από μια πολύ συγκεκριμένης ψυχοδιδακτικής αφετηρίας μεθοδολογία και πρακτική, η οποία εμπεριέχεται στα νέα «διδακτικά πακέτα» (βιβλιοτετράδια μαθητών και αντίστοιχα βιβλία δασκάλου)

δ) προβλέπουν ακόμη πιο τυπικά ορισμένες αξιολογικές διαδικασίες για τους μαθητές, στο πλαίσιο κάθε μαθήματος χωριστά, χωρίς ταυτόχρονα να προβλέπεται ή να θεωρείται νόμιμη παιδαγωγικά αντίστοιχη αξιολόγηση της στοχοθεσίας και του περιεχομένου των ίδιων των διδακτικών βιβλίων από τους εκπαιδευτικούς. Οι συνέπειες απ’ το προηγούμενο είναι προφανείς: οι διαφοροποιημένες γλωσσικές, πολιτισμικές και μορφωτικές ανάγκες και αφετηρίες των μαθητών παραβλέπονται στο όνομα της επίτευξης των συγκεκριμένων διδακτικών στόχων και της προκαθορισμένης διδακτέας ύλης, η οποία αναγορεύεται σε αδιαμφισβήτητη ιδεολογικά, καθολικά αποδεκτή και κοινωνικά «αναγκαία» παράμετρο του σχολείου. Στοιχείο το οποίο αναδεικνύει μια υπερσυντηρητική οπτική και αντιμετώπιση των σχολικών γνώσεων και γενικότερα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Ως ενδεικτικά στοιχεία νεοσυντηρητικής και νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης στο επίπεδο του περιεχομένου των νέων βιβλίων του δημοτικού σχολείου, θα μπορούσε ν’ αναφερθεί η φιλελεύθερη παρουσίαση, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ή η εξαιρετικά ελλειπτική και παραχαραγμένη παρουσίαση του Εμφυλίου πολέμου στην Ιστορία της ΣΤ΄ τάξης, όπου η εμφύλια σύγκρουση και το μεταπολεμικό ψυχροπολεμικό κλίμα στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’40 συμψηφίζεται με τη φράση «το’ κανε κι ο ένας κι ο άλλος, οι δικοί μας, δεν ήταν ξένοι, αναμεταξύ μας έγινε ο εμφύλιος», για ν’ αναχθεί τελικά ο εμφύλιος απλά σε μια ενδοοικογενειακή διαμάχη ανάμεσα στα αδέλφια μιας οικογένειας από τη Μακεδονία, μέσα από σχετικό παράθεμα. Επίσης, η κυριαρχία, σε όλα τα βιβλία των Θρησκευτικών, του «ομολογιακού» χαρακτήρα, των στερεοτυπικών στοιχείων και των στοιχείων κατήχησης, σε βάρος της όποιας ανοιχτής θρησκειολογικής προσέγγισης θα δικαιολογούσε μια υποτιθέμενη «πολυπολιτισμική» οπτική, στην οποία κάνει αναφορά το νέο αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος.2 Ενδεικτικό στοιχείο της πιο πάνω κυριαρχίας είναι η μεθοδολογική υπόδειξη-πρόταση του βιβλίου δασκάλου των Θρησκευτικών της ΣΤ΄τάξης για διαθεματική σύνδεση της θρησκείας του Ισλάμ με το μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής, στην οποία σημειώνεται : «Είναι εμφανές ότι πολλά μέτωπα πολεμικών συγκρούσεων σήμερα συνδέονται με την άνοδο του Ισλάμ και με την έξαρση του φονταμενταλισμού». Στο ίδιο μάθημα, και στο βιβλίο της Ε΄τάξης, τονίζεται η δύναμη της πίστης στο Θεό ως αποτρεπτικού παράγοντα διάφορων κοινωνικών δεινών, όπως της πείνας και των πολέμων, ενώ σε φωτογραφία από διαδήλωση σημειώνεται ως λεζάντα: «Οι πορείες και οι διαδηλώσεις είναι χρήσιμες αλλά δεν οδηγούν από μόνες τους στην ειρήνη».

Ιδιαίτερα προκλητικές όψεις νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής κατήχησης προς τους μαθητές της Ε΄και ΣΤ΄τάξης του δημοτικού παρουσιάζει το διδακτικό βιβλίο με τίτλο «Οικονομία και Εγώ», το οποίο προορίζεται ν’ αξιοποιηθεί διαθεματικά στο πλαίσιο διάφορων μαθημάτων, όπως γλώσσα, μαθηματικά, κοινωνική και πολιτική αγωγή κ.λ.π., καθώς και στο πλαίσιο της ευέλικτης ζώνης και του ολοήμερου σχολείου, για τη συγγραφή του οποίου φαίνεται πως υπήρξε μια διπλή «σύμπραξη»: του Υπουργείου Παιδείας και του γνωστού Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων. Μεταξύ των βασικών στόχων του περιεχομένου του βιβλίου αναφέρονται η εφαρμογή των έξυπνων ιδεών του μαθητή στην πράξη και η ενδεχόμενη αξιοποίησή τους προς όφελος της επιχείρησης, η αποδοχή από τους μαθητές του στοιχείου της αβεβαιότητας και η καλλιέργεια του πνεύματος της επιχειρηματικότητας στο σχολείο, ενώ ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στις επιχειρήσεις: στο «ευέλικτο οργανόγραμμα» και τους όρους επιτυχούς οργάνωσης και «αποτελεσματικότητας» μιας «σύγχρονης επιχείρησης» κ.λπ. Απ’ το βιβλίο αυτό απουσιάζει εμφαντικά οποιαδήποτε αναφορά στον παρεμβατικό ρόλο του κράτους τόσο στον τομέα της εργασίας όσο και στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και τη διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων. Για παράδειγμα, η έννοια του αγορανομικού ελέγχου απαντά μόνο σ’ ένα ιστορικό παράθεμα του βιβλίου (κάτι δηλ. σαν αρχαιολογία), στο οποίο κάποιο παιδί εμπόρου στην αρχαία Αθήνα φαίνεται να μιλάει για μια περίπτωση ελέγχου των τιμών από αγορανόμο στην αγορά των αρχαίων Αθηναίων. Την ίδια στιγμή, υπερτονίζεται «ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης» και η ανάγκη για έρευνα αγοράς και ατομικό έλεγχο των τιμών από τους καταναλωτές-μαθητές.

Τριάντα τρία χρόνια μετά το Πολυτεχνείο «κι ο κόσμος της εκπαίδευσης φαίνεται πως άλλαξε αρκετά ή, κατ’ άλλους, ελάχιστα», τουλάχιστον με την έννοια που το έθετε η εξέγερση του 1973. Οι βασικές πλευρές εκείνων των ιστορικών αιτημάτων για την εκπαίδευση εξακολουθούν να τροφοδοτούν τη σημερινή δυναμική του φοιτητικού και εκπαιδευτικού κινήματος. Η τελευταία μεγάλη απεργία στο χώρο της εκπαίδευσης το απέδειξε, αφού ξεπέρασε παλιότερες στενά κλαδικές διεκδικήσεις και περιχαρακώσεις κι έθεσε και πάλι ιστορικά και ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα λειτουργίας της εκπαίδευσης, επανακαθορίζοντας μια δυναμική σχέση του χθες με το σήμερα.

Στο πλαίσιο των επικείμενων αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση σε ακόμη πιο συντηρητική (δηλ. ταξική και πολιτικοϊδεολογικά ελεγχόμενη) και «αγοραία» κατεύθυνση από τη «διάδοχη» πολιτική εξουσία της Ν.Δ., οι διεκδικήσεις της γενιάς του Πολυτεχνείου αποκτούν μια νέα επικαιρότητα: τα οράματα εκείνα φαίνεται πως θα συνεχίσουν να μας συντροφεύουν στις μεγάλες ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις που έρχονται.

Σας ευχαριστώ.

Κώστας Διαμαντής (δάσκαλος)

Αγρίνιο, 16 / 11 / 2006



1 Για μια παρόμοια ανάλυση, απ’ όπου και αντλώ, βλ. Γ. Γρόλλιος – Γ. Κασκάρης (2004) «Η συμβολή του ΠΑΣΟΚ στην προώθηση και υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης-νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης στην εκπ/ση», αντιτετράδια της εκπ/σης, τχ. 73-74,σσ.33-38.

2 Σχετικές αναφορές υπάρχουν σε αδημοσίευτο άρθρο κριτικής για τα βιβλία των Θρησκευτικών της Β. Λαγοπούλου (2006) «Το μήνυμα των νέων (;) βιβλίων θρησκευτικών».

10 Δεκεμβρίου 2006

ΟΙ ΖΑΡΝΤΙΝΙΕΡΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙΑ ΤΗΣ

Αν κάποιος φύγει λίγο πιο μακριά από τη Θεσσαλονίκη, και ακόμα καλύτερα αν περάσει τα Τέμπη, θα δει τα πράγματα με άλλο μάτι. Αρκεί να έχει τα μάτια του ανοιχτά.

Θα πάψει να πιστεύει πως η πόλη του είναι η συμπρωτεύουσα, πως είναι φτωχομάνα, πως βγάζει τα καλύτερα παιδιά, πως έχει τις πιο όμορφες γυναίκες.

Θα καταλάβει πως καμιά Αθήνα δεν μας κατατρέχει, γιατί απλώς δεν ασχολείται καν με μας.

Οι πολίτες της γιατί τρέχουν όλη μέρα για το μεροκάματο και οι πολιτικοί της γιατί έχουν γραμμένη και την Πελοπόννησο και τη Στερεά και την Ήπειρο.

Γιατί γενικά μας έχουν γραμμένους.

Αν κάποιος φύγει πιο μακριά, θα δει καλύτερα το μεγάλο κόμπλεξ-άγχος των καρντάσηδων.

Να κάνουν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΘΗΝΑ…

Τότε μόνο θα ησυχάσουν. Και πραγματικά τα κατάφεραν. Μόνο που κάθε αντίγραφο, και μάλιστα κακέκτυπο, είναι κατά πολύ χειρότερο απ’ το αυθεντικό.

Αν κάποιος περάσει τα Τέμπη και επισκέπτεται τη Σαλονίκη 2 με 3 φορές το χρόνο, θα καταλάβει τις μεγάλες κλιματολογικές αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια, τα χιόνια που αποκλείουν την πόλη για 10 μήνες το χρόνο και την αίσθηση πως όσο πάμε μοιάζουμε όλο και πιο πολύ στον Καναδά…

Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς όλα αυτά τα τζιπ 4Χ4 που κυκλοφορούν στην πόλη;

Υπάρχει άλλη εξήγηση;

Αλλά πώς φτάσαμε ώς εδώ; Τι έγινε και η πόλη παράγει παλιόσκυλα για την παραλιακή; Πολιτικούς διαμετρήματος Ράπτη και Καϊλή; Εθνοσωτήρες τύπου Ψωμιάδη; Μακεδονομάχους στυλ Παπαθεμελή; Τηλεαστέρες στυλ Βελόπουλου;

Θα μου πείτε πως και όταν ήμουν μικρός με Άλκη Στέα μεγαλώσαμε.

Πώς όμως από τη Θεσσαλονίκη της Φεντερασιόν και του ηρωικού Μάη του ’36 φτάσαμε στον «φτερωτό γιατρό»;

Μεσολάβησαν πολλά. Δυο γεγονότα όμως ήταν καθοριστικής σημασίας.

1ον Η εξόντωση των Εβραίων της πόλης και

2ον Η επικράτηση του παρακράτους επί του κράτους

Για το πρώτο απλά θα προσυπογράψω την άποψη του εκδότη του «Εντευκτηρίου» Γ. Κορδομενίδη στο περιοδικό Ταχυδρόμος (τεύχος 268 – 16 Απριλίου 2005). «Το πρόβλημα της Θεσσαλονίκης έγκειται στην έλλειψη αστικής τάξης με ουσιαστική παιδεία… με το ξεκλήρισμα των Εβραίων της πόλης εξέλιπε η αστική τάξη…» Σε δυο αράδες όλη η αλήθεια.

Το δεύτερο γεγονός είναι η επικράτηση του παρακράτους επί του κράτους. Δεν μιλάμε απλώς για παράλληλες πορείες, για δυσδιάκριτα όρια, αλλά για καθαρή επικράτηση. Μετρήστε…Ζεύγος, Πολκ, Λαμπράκης, Τσαρούχας… Τέσσερις πολιτικές δολοφονίες στην ίδια πόλη από το 1947 έως το 1968. Kαι πάντα ο ίδιος δράστης. Μόνο τα ονόματα των δολοφόνων καμιά φορά αλλάζουν. Πότε Βλάχος, πότε Εμμανουηλίδης και πότε Γκοτζαμάνης. Θα μου πείτε: ναι, μα σήμερα έχουμε δημοκρατία. Σωστά. Όμως άφησε κατάλοιπα αυτή η προσπάθεια ξεριζώματος κάθε δημοκρατικής και προοδευτικής άποψης. Έτσι φτάσαμε δημάρχους, νομάρχηδες και βουλευτάδες να τους βγάζει το παπαδαριό κι εκείνες οι ανέραστες των κατηχητικών. Ολόκληρη καριέρα έστησαν ο Κούβελας και ο Παπαθεμελής στηριζόμενοι σ’ αυτούς. Ο Ψωμιάδης απλώς τους αντέγραψε. Έτσι φτάσαμε στα υστερικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, στο κάψιμο του βιβλίου του Ανδρουλάκη, στη διάλυση συμποσίου για την Αρχαία Μακεδονία, στην αντίδραση για την εγκατάσταση του ΟΚΑΝΑ, στην αντίδραση για τον Οδυσσέα Τσενάι και πολλά ακόμη, με πιο πρόσφατο το γεγονός της απόπειρας δολοφονίας του Κύπριου φοιτητή από ασφαλίτες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι τυχαίο που και ο κ. Παρασκευαΐδης (αυτός που μελετούσε επί χούντας) από δω ξεκίνησε την εκστρατεία κατά των ταυτοτήτων.

Τελικά υπάρχει ελπίδα για μια άλλη πορεία; Όχι. Φάνηκε μια υποψία ελπίδας με την κάθοδο του Μπουτάρη στις δημοτικές εκλογές, αλλά όλοι προτίμησαν την απλή καταγραφή των δυνάμεών τους. Έτσι, όσο δεν θα τολμούν να τα βάλουν με το κατεστημένο και θα περιχαρακώνονται στις κομματικές τους γραφειάρες, δεν υπάρχει ελπίδα καμιά. Μόνο ένα πανδημοκρατικό μέτωπο θα άλλαζε την πορεία της πόλης. Μια πολιτιστική επανάσταση που θα σάρωνε ακροδεξιούς, παπαδαριό και ανέραστες. Τότε ίσως να υπήρχε ελπίδα…

Υ.Γ.1 Είδα από την ΤV μια εκδήλωση-πολιτιστική παρέμβαση της Νομαρχίας και ρίγησα από τη συγκίνηση. Μα να μην είμαι εκεί να καμαρώσω από κοντά την ανεπανάληπτη συναυλία με τους Πασχάλη, Δάκη και Ρόμπερτ Ουίλιαμς;

Υ.Γ. 2 Πώς το είπε εκείνο το αμίμητο ο σ. Κουράκης για τις εκλογές; « Ο ΣΥΝ είχε απέναντί του δύο ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ» …Καλά Χριστούγεννα, σύντροφε…

Ο Αλχημιστής

09 Δεκεμβρίου 2006

ΙΕΡΟΜΑΧΙΕΣ

Από τον Ερανιστή

Εωσφόρος ή δάκτυλος της CIA; Ο μιαρός αιρετικός που ήρθε να μολύνει το άσπιλο κέντρο της Ορθοδοξίας ή ο σε διατεταγμένη υπηρεσία πράκτορας του ευαγούς ιδρύματος του Λάνγκλεϋ που ήρθε να ανακόψει τα δόλια σχέδια ενός άλλου (ρώσου) κυπατζή, του Πατριάρχη Αλέξιου; Του συνάδελφου, καθώς ξέρετε, εκείνων που τόσο διακριτικά ξεπάστρεψαν τον ρώσο διαφωνούντα με πολώνιο.

Το πρώτο ξεστομίστηκε από ποιμένα του εκκλησιάσματος στο περί αγάπης και συγχώρεσης κήρυγμα της Κυριακής, κάπου πέριξ της μικρής μας πόλης. Το δεύτερο γράφτηκε από σοβαρό -φευ- αναλυτή σε σοβαρή εφημερίδα, ανήμερα της επίσκεψης του Πάπα στην Πόλη. Εσείς μπορείτε επίσης να διαλέξετε όλες τις ενδιάμεσες εκδοχές. Άλλωστε στα μυαλά ορισμένων δε διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους. Το σίγουρο είναι ότι κανένας δεν πίστεψε τον ίδιο τον Πάπα: «σκοπός μας η ειλικρινής συνεργασία μεταξύ όλων των αποστόλων του Χριστού και ο γόνιμος διάλογος με τους μουσουλμάνους».

Για άλλη μια φορά πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Γιατί ούτε η δημοσιογραφική μνήμη ή έρευνα μπορεί να υπερβεί χρονικά την εποχή εκείνη που το Βατικανό συνεργάζονταν με τη CIA στην επιχείρηση «κόκκινη προβιά», ούτε η αμάθεια παντρεμένη με το φανατισμό είναι σε θέση να παραγάγει σοβαρά αποτελέσματα.

Μπορεί λοιπόν η κοιτίδα όλων των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών να εντοπίζεται στα στενότερα ή ευρύτερα στρώματα των σημιτικών πληθυσμών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, στους τρεις πρώτους όμως μεταχριστιανικούς αιώνες ο ανεξάντλητος τροφοδότης του χριστιανισμού ήταν η εξελληνισμένη πλέον Μικρά Ασία. Μακριά, στη Ρώμη, αναπτύσσονταν αργά αλλά σταθερά η εκκλησία του Αγίου Πέτρου, περιβεβλημένη τόσο με το κύρος του ιδρυτή της όσο και με το βάρος της γεωπολιτικής της θέσης. Την ισορροπία ανέτρεψε άρδην ο Μέγας Κωνσταντίνος, και στις όχθες του Βοσπόρου ιδρύεται το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Εκμεταλλευόμενο κι αυτό τη γεωπολιτική του σπουδαιότητα και την αμέριστη στήριξη, αλλά και απόλυτο έλεγχο, της βυζαντινής εξουσίας θα ανακηρυχτεί σε Οικουμενικό, ήδη από τον 6ο αι. Η θύελλα των βαρβαρικών εισβολών στη Δύση θα προσδέσει αναγκαστικά τον Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, τα πράγματα όμως θα αλλάξουν και πάλι στον 9ο αι. Όχι τόσο η εικονομαχία, όπως ευρέως πιστεύεται, αλλά η ανάδυση μιας νέας πολιτικής δύναμης στη Δύση αναπροσανατολίζει τον Πάπα, που θα στέψει τον Καρλομάγνο συνεχιστή της ρωμαϊκής παράδοσης. Εφεξής ο Πάπας θα επιχειρήσει να μετατρέψει τα τιμητικά του πρωτεία σε πραγματικά. Ένα ανελέητο παιχνίδι κοσμικής και πνευματικής εξουσίας σε μια περίοδο που ο χριστιανισμός απλώνεται σε όλη την Ευρώπη, διαμορφώνοντας σύνορα και σφαίρες επιρροής, ισχυρότερες και διαρκέστερες από τις πολιτικές –μήπως δεν είναι ορατές ακόμα και σήμερα;

Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο οι δογματικές διαφορές, με κυριότερη εκείνη του filioque, δεν είναι παρά προφάσεις. Αφορμές τις αποκαλεί ο Παπαρρηγόπουλος – ο μόνος που έχει συνείδηση της διαχρονίας του θέματος. Προφάσεις που κατ΄οικονομίαν ανεμίζονται (από τον Φώτιο) ή υποστέλλονται (από τον Ιγνάτιο), υπακούοντας σε πρόσκαιρες πολιτικές και διπλωματικές σκοπιμότητες. Το σίγουρο είναι ότι μέχρι το 1054 η οικουμενικότητα, π.χ. των Συνόδων, έχει οριστικά διαρραγεί, ενώ σε μια περίοδο κενού πολιτικής εξουσίας, ο ματαιόδοξος και ισχυρογνώμων Κηρουλάριος θα οδηγήσει, αντάμα με τον Ουμβέρτο, τα πράγματα στα άκρα. Για τους Σταυροφόρους και τους Φράγκους κατακτητές οι Έλληνες (μόνο αυτοί δεν αποκαλούν έτσι τους εαυτούς τους) δεν είναι τίποτε άλλο παρά σχισματικοί, ενώ οι ανθενωτικοί φοβούνται -όχι άδικα- ότι ο στόχος του Πάπα και των λατίνων επισκόπων της φραγκοκρατούμενης Ελλάδας είναι η πλήρης καθυπόταξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι Οθωμανοί το κατάλαβαν αμέσως και για τούτο ο ανθενωτικός Σχολάριος θα γίνει ο πρώτος μιλλέτ – μπασής, πολιτικός υπόλογος όλων των υπόδουλων ορθόδοξων πληθυσμών. Σε όλη την Τουρκοκρατία κατά κανόνα η Εκκλησία αυτοδιοικείται, με μπόλικο πάντως λάδι στα γρανάζια του πολυπλόκαμου οθωμανικού γραφειοκρατισμού. Η πολιτική αυτή ιδιαιτερότητα εξηγεί τόσο τη στάση του Γρηγορίου του Ε΄ (για την οποία πολλές ανοησίες –ένθεν και ένθεν– έχουν γραφεί), όσο και τη με συνοπτικές διαδικασίες διεκδίκηση του Αυτοκέφαλου, ευθύς μόλις η Ελλάδα συγκροτήθηκε ως κράτος.

Για να’ ρθουμε πιο κοντά στο σήμερα, πρέπει να πούμε ότι η δαιμονοποίηση αυτή του Πάπα εγγράφηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο της ανατολικής εκκλησίας, (μαζί με ό,τι άλλο έρχονταν κατά καιρούς από την Εσπερία: Διαφωτισμός, ατομικότητα, φυσικές επιστήμες, ανθρώπινα δικαιώματα) και ουσιαστικά τορπίλιζε κάθε προσπάθεια στοιχειώδους συνεννόησης των δυο εκκλησιών.

Μάλλον δεν είναι τυχαίο το ότι η πρώτη ουσιαστική προσέγγιση επιχειρήθηκε μόλις το Πατριαρχείο αποστερήθηκε από το ποίμνιό του, τον Ελληνισμό της Πόλης, στη δεκαετία του 1950, λόγω των μεθοδευμένων τουρκικών διώξεων. Η αναζήτηση ενός Οικουμενικού ρόλου από ένα εκκλησιαστικό θεσμό 17 αιώνων που έχει απομείνει με 2-3 χιλιάδες πιστούς είναι η μόνη προϋπόθεση επιβίωσής του. Δυσεξήγητη η επιμονή της Τουρκίας να αρνείται με ιδιαίτερο πείσμα το ρόλο αυτό, δεν πρέπει να αγνοούμε όμως ότι η στάση αυτή έχει σαφή νομικά ερείσματα στη Συνθήκη της Λωζάννης.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, η εικόνα του Βαρθολομαίου και του Βενέδικτου, πιασμένων χέρι – χέρι στον εξώστη του Φαναρίου, μπορεί να έκανε πολλούς Πατριάρχες και μοναχούς να ανασαλεύουν μέσα στους τάφους τους, σίγουρα όμως προώθησε τις επιδιώξεις του Φαναρίου και τις πρόβαλε σε όλη την Ευρώπη. Όσο για τις προσεκτικά επιλεγμένες κινήσεις μιας συσσωρευμένης διπλωματικής εμπειρίας αιώνων, αυτής του Βατικανού, οι κρίσεις μας πρέπει να είναι πολύ μετρημένες, και να μετατραπούν μάλλον σε υποθέσεις.

Η προσοχή της Αγίας Έδρας δε στρέφεται στη Ρωσία, και ας ανάγουν ορισμένοι την Ουνία σε θεμελιώδες ζήτημα. Στους Αγίους Τόπους, στο κέντρο της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής στρέφεται η προσοχή του Βατικανού, εδώ και πάνω από 900 χρόνια. Σε μια περιοχή που γεωπολιτικά συμφέροντα, ενεργειακοί δρόμοι και αποθέματα, έντονες πολεμικές συγκρούσεις ανακατεύονται με το τσαλάκωμα μιας υπερδύναμης, άφθονο αίμα αθώων, απέλπιδες εξεγέρσεις Παλαιστίνιων και επικείμενους εμφύλιους πολέμους με ακόμα περισσότερα θύματα.

Πολλοί συνεχίζουν να αγνοούν ότι σ΄ αυτό το καζάνι (που γέννησε θρησκείες, αιρέσεις και δόγματα) οι θρησκευτικές συνιστώσες έχουν πρωτεύουσα και κυρίως διαρκή και διαχρονική σημασία. Ποιος πρόσεξε ότι οι σουνίτες του Λιβάνου επιμελώς απέχουν από την προσπάθεια ανατροπής του Σινιόρα που προωθεί η Χεζμπολάχ, αν και δεν τον θεωρούν λιγότερο πράκτορα των Αμερικανών; Η ενδοϊσλαμική βία στο Ιράκ προκαλεί απείρως περισσότερα θύματα από την κατοχή των Αμερικάνων, άλλωστε όλοι καταλαβαίνουν ότι ο Καρζάι και ο αντίστοιχος ιρακινός κουίσλιγκ θα φύγουν οσονούπω με ελικόπτερα από τις στέγες της πρεσβείας.

Εν έτει 2006 αδυνατούμε ακόμα να περιγράψουμε και να ιεραρχήσουμε τη σχέση του θρησκευτικού με το πολιτικό, ιδωμένη στην πραγματική της διάσταση, αυτήν της μακράς διάρκειας. Το σίγουρο είναι ότι βιαστικές θεωρήσεις και ξεπερασμένα (εμφυλιοπολεμικά που θα΄ λεγε και ο γίγαντας Γιωργάκης) ερμηνευτικά σχήματα μάς απομακρύνουν από την προσπάθεια να κατανοήσουμε την παλαιστίνια εκείνη γιαγιά που στα εξηνταφεύγα της ζώστηκε με εκρηκτικά. Και ίσως να συγκροτήσουμε κάποτε μια σοβαρή πολιτική θέση και παρέμβαση.

Υ. Γ. Επί του πιεστηρίου: «Ο ηγέτης των σιιτών του Ιράκ ζήτησε από τον Μπους πιο σκληρές επιθέσεις κατά των σουνιτών ανταρτών». Αφιερωμένο σε όλους αυτούς που εκστασιάζονταν με την ‘ιρακινή αντίσταση’.

08 Δεκεμβρίου 2006

ΜΩΣΑΪΚΟ

Και να που «επιτέλους» η μικρή μας πόλη, όπως έγραφε σε παλαιότερο φύλλο της Ρωγμής ο φίλος Γιώργος, έγινε το επίκεντρο όλης της Ελλάδας κι όχι μόνο, καθώς έγινε πρώτη είδηση στα Μ.Μ.Ε. και πρωτοσέλιδο σ’ όλες τις «σοβαρές» εφημερίδες που σέβονται τους αναγνώστες τους. Να που επιτέλους έγινε γνωστό ανά το πανελλήνιο πού ακριβώς βρίσκεται η μικρή μας πόλη, κι ότι άλλο είναι το Αιγίνιο, άλλο το Αίγιο κι άλλο το Αγρίνιο. Το δυστύχημα είναι, όμως, πως αφορμή για όλα αυτά δε στάθηκε, ας πούμε, ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός που έγινε στην πόλη μας, αλλά ένα αποτρόπαιο έγκλημα με θύματα πέντε Φουκα-ράδες κυνηγούς που έλαβε χώρα στις παρυφές της. Ένα έγκλημα που μόνο αποσπασματικά κι ως μεμονωμένο δεν πρέπει να το δούμε. Μια ομαδική δολοφονία που αποδεικνύει με τον πιο περίτρανο τρόπο τη σήψη και τον κατήφορο μιας ολόκληρης κοινωνίας πανελλαδικά, και μιας τοπικής κοινωνίας ειδικότερα εξαθλιωμένης οικονομικά, υποβαθμισμένης πολιτιστικά, φτωχής μορφωτικά, ημιμαθούς, φοβισμένης και εγκλωβισμένης, χωρίς οράματα και στόχους αλλά και χωρίς διεξόδους. Μιας κοινωνίας όπου το νταηλίκι και η ψευτομαγκιά περισσεύουν και το δίκιο του «ισχυρού» επιβάλλεται. Οι άντρες οπλισμένοι σαν αστακοί, λες κι όπου να ’ναι επίκειται εχθρική εισβολή στα χωράφια τους, στην περιουσία τους, στο εγώ τους, και με τις γυναίκες τους φυλακισμένες στα σπίτια, γυρνάν από καφενείο σε καφενείο περιφρονώντας κάθε έννοια συλλογικότητας και προαγωγής πολιτισμού. Μια κοινωνία «θεοσεβούμενη» και συντηρητική: «μα κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία κι όποτε άκουγε καμπάνα έκανε το σταυρό του, πώς έφθασε σ’ αυτήν την πράξη;». Μια κοινωνία όμως που προάγει και αποθεώνει το χρήμα, τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό δεν θα έπρεπε να είχε απαιτήσεις για καλύτερα αποτελέσματα και πολύ φοβόμαστε ότι το γεγονός αυτό είναι μόνο τα προεόρτια, τα πολύ χειρότερα κρύβονται και καταφθάνουν σαν χιονοστιβάδα στο άμεσο μέλλον. Ένα γεγονός όμως που πούλησε πολύ, μα πάρα πολύ. «Λαδωμένοι» μάρτυρες γυρνούν από κανάλι σε κανάλι πάντα κατ’ αποκλειστικότητα, δημοσιογράφοι μεγάλων αθηναϊκών καναλιών και εφημερίδων λοιδορούν τους ντόπιους, αλληλομαχαιρώνονται για την πρώτη είδηση και θεωρούν ως ανεπανάληπτη δημοσιογραφική επιτυχία μια συνέντευξη με τον, συμπαθή κατά τ’ άλλα, Λάκη. Οι παρουσιαστές ειδήσεων και εκπομπών καναλιών της Αθήνας διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους και φωνασκούν «μα δε θα εκδικηθείτε; Δε θα προχωρήσετε σε βεντέτα;». Οι ντόπιοι πολιτικάντηδες, απόντες, αποποιούνται έτσι οποιαδήποτε ευθύνη δική τους και οι δημοσιογράφοι της πόλης μας προσπαθούν, με τα λίγα τεχνικά και οικονομικά μέσα που διαθέτουν, ν’ αρπάξουν κι αυτοί όσο μεγαλύτερο κομμάτι γίνεται απ’ την πίτα του θανάτου και του πόνου. Τέτοια θλιβερά συμβάντα όμως μεγαλώνουν το αίσθημα ανασφάλειας του πολίτη που απαιτεί πλέον όλο και μεγαλύτερη αστυνόμευση, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δικαιώματα και τις ατομικές του ελευθερίες.

Οι φωνές σώπασαν, τα τραγούδια χαμήλωσαν, τα υψωμένα χέρια κατέβηκαν, το πάθος καταλάγιασε, τα πανό τυλίχτηκαν και μαζεύτηκαν. Μένει όμως η αγωνία κι η ελπίδα για ένα καλύτερο σχολείο, για μια άλλη κοινωνία. Θα μας βρουν πάλι μπροστά τους, ξέρουμε ότι αυτήν τη φορά θα μας περιμένουν, και γι’ αυτό θα μας βρουν και πιο αποφασισμένους. Θα γίνουμε κάτι σαν τα καταστήματα παιχνιδιών Jumbo:-Θα είμαστε παντού!

Αποστασιοποιημένοι, χρονικά, απ’ τις τελευταίες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, θα μπορούσαμε να σταθούμε και σ’ ένα και μόνο γεγονός: πως όπου η Αριστερά είχε δράση τοπικά, νομοτελειακά υπήρξε κι αντίδραση θετική κι απ’ τη μεριά των ψηφοφόρων και αντίστροφα. Τα παραδείγματα, ενδεικτικά στη νομαρχία Αχαΐας με την εκλογή νομαρχιακού συμβούλου και στο δήμο της Ναυπάκτου με την εκλογή δημοτικού συμβούλου, χωρίς βέβαια να ’ναι αυτό το ζητούμενο, είναι αποκαλυπτικά των νέων ρόλων που μπορεί και πρέπει ν’ αναλάβει η Αριστερά.

Οι προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με την αναπλήρωση των χαμένων ωρών λόγω της απεργίας των δασκάλων, μάθημα στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, επιμήκυνση της σχολικής χρονιάς το καλοκαίρι, περικοπές αργιών και εκδρομών αποσκοπούν απ’ τη μια να εκδικηθούν και να τιμωρήσουν τους απεργούς δασκάλους που τόλμησαν να συγκρουστούν μετωπικά με την κυβέρνηση αποκαλύπτοντας έτσι το αυταρχικό και αδιάλλακτο πρόσωπό της, κι απ’ την άλλη να χρεώσουν στην απεργία των εκπαιδευτικών την ανεπάρκεια της κυβερνητικής πολιτικής στην εκπαίδευση -Δεκέμβρης και υπάρχουν πάνω από 1.000 κενά στην Π.Ε.-, τα μορφωτικά ελλείμματα και τα προβλήματα που ανακύπτουν με τα νέα βιβλία. Ακόμη οι προτάσεις του ΥΠΕΠΘ λειτουργούν τιμωρητικά και για τους γονείς αλλά και για τους μαθητές, αποδεικνύοντας πως δεν ενδιαφέρεται για την ποιοτική κάλυψη της ύλης και αντιμετωπίζει το θέμα καθαρά με λογιστικό και αντιπαιδαγωγικό τρόπο. Όσο για τους γονείς, θέλει να τους δώσει ένα καλό μάθημα που πήραν το μέρος των απεργών και να τους θυμίζει καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς ποιος ευθύνεται για το μη σωστό οικογενειακό προγραμματισμό. Τέλος, ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που προκύπτει είναι πως το ΥΠΕΠΘ θέλει ν’ αμφισβητήσει το δικαίωμα στην απεργία στην εκπαίδευση, εισάγοντας την αντίληψη ότι «όσες μέρες θ’ απεργήσεις, τόσες μέρες και θ’ αναπληρώσεις». Τα μέτρα αυτά, εκτός του ότι δημιουργούν και προηγούμενο, είναι πολύ επικίνδυνα, η ΔΟΕ και οι σύλλογοι να τ’ απορρίψουν και στο κάτω κάτω αν το μόνο ζητούμενο είναι «η κάλυψη των χαμένων ωρών», ας χρησιμοποιηθούν οι ώρες της Ευέλικτης Ζώνης που από μόνες τους επαρκούν για την κάλυψη και την εμπέδωση της ύλης ακόμα κι αν ο δάσκαλος της τάξης απεργούσε όλες τις μέρες.

16 Νοεμβρίου 2006

ΡΩΓΜΗ - Τεύχος 16 - Νοέμβριος 2006

01 Νοεμβρίου 2006

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


Το πανηγύρι των εκλογών τελείωσε. Οι υποψήφιοι που, ως μαθητευόμενοι μάγοι, με τα παχιά τους λόγια και τα απαστράπτοντα χαμόγελά τους προσπάθησαν για ακόμη μια φορά να λειτουργήσουν ως «σωτήρες» του τόπου, μαζεύουν τώρα πια όχι βέβαια τα ιλουστρασιόν σκουπίδια τους που μας έπνιξαν, αλλά την πολιτική τους πραμάτεια, και επιφυλάσσονται να μας την ξαναδείξουν σε τέσσερα χρόνια.

Ευτυχώς στον τόπο μας τα πολιτικά πράγματα είναι ξεκάθαρα, διάφανα, χωρίς κανέναν λεκέ, χωρίς καμιά αμφιβολία. Κάποιες σπίθες μόνο πολιτικής ανυπακοής και διαμαρτυρίας που τόλμησαν να κάνουν την εμφάνισή τους, πού θα πάει; -ευελπιστούν οι κρατούντες- θα εξαφανιστούν και αυτές σύντομα. Μπορεί στην υπόλοιπη επικράτεια όλοι -από την κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ ως την αριστερά και τις εταιρείες δημοσκοπήσεων- να ξιφουλκούν για τα αποτελέσματα των εκλογών και να έχουν βγάλει τα μπακαλοτεφτέρια τους και τα μολύβια τους για να υπολογίσουν ποιος θα καρπωθεί την όποια νίκη και ποιος θα λάβει τα όποια μηνύματα, τούτη η ιστορία όμως δεν αφορά την Αιτωλοακαρνανία. Εδώ είναι το βασίλειο του δικομματισμού, η χαρά των δύο μονομάχων, η απόλυτη κυριαρχία της μιας σκέψης, της μιας πολιτικής, των παραγόντων, των μηχανισμών, των δημόσιων σχέσεων, των ρουσφετιών, της ψήφου ως αντικείμενο συναλλαγής, της προκλητικής σπατάλης χρήματος για την προβολή των υποψηφίων, της κουτσής και λειψής ενημέρωσης, της ανύπαρκτης πολιτικής σκέψης και του φτωχού πολιτικού λόγου. Ακόμη και στο ανυπόληπτο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημά μας με τις παράγκες και την παντοκρατορία του Θρύλου ή παλιότερα του Τριφυλλιού, όλο και κάποια άλλη ομάδα μπορεί κάποτε να ξεχωρίσει. Το δικαίωμα στο όνειρο, στο διαφορετικό, υπάρχει παντού στον πλανήτη εκτός από την Αιτωλοακαρνανία. Φαίνεται ότι οι κάτοικοι αυτού του τόπου συμπεριφέρονται ως υπήκοοι μάλλον παρά ως πολίτες. Τα μπλε και πράσινα κόμματα λειτουργούν περισσότερο ως μαντριά ή φυλακές παρά ως θεσμοί της δημοκρατίας, ενίοτε δε επικοινωνούν μεταξύ τους με υπόγεια τούνελ και περίεργες διαδρομές γνωστές μόνο στους ιδιοκτήτες τους. Όποιος τολμήσει να το σκάσει, όποιος εκδηλώσει επιθυμία να δει τι κρύβεται πίσω από τα πράσινα και γαλάζια τείχη, όποιος αρνηθεί τη ζωή του να την ορίζουν οι «τσοπαναραίοι», όποιος εκφράσει επιθυμία να ακούσει και να δει όλους αυτούς που του φωνάζουν έξω από τα μαντριά, μαύρο φίδι που τον έφαγε.

Η Ριζοσπαστική Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση Αιτωλοακαρνανίας (ΡΑΣΑ), ως ένα μικρό αλλά -ελπίζουμε- ανθεκτικό πλεούμενο, ξεκίνησε το ταξίδι της πριν από τέσσερα χρόνια, γνωρίζοντας πολύ καλά με τι αντίξοες συνθήκες θα παλέψει. Το ταξίδι αυτό το χαιρέτησαν 2.600 περίπου συμπατριώτες μας, δίνοντας κουράγιο σε όλους εμάς που επιβιβαστήκαμε στο πλοίο αυτό. Όλο αυτό το διάστημα το καραβάκι μας έπλεε κόντρα στον καιρό και στα κάθε λογής καρτέλ της εξουσίας, τοπικής, κρατικής, ευρωπαϊκής, αναδεικνύοντας μια άλλη πολιτική αντίληψη για την αυτοδιοίκηση, όπως η δημιουργία ανεξάρτητων θεσμών λαϊκής συσπείρωσης και πάλης με συνελεύσεις και επιτροπές αγώνα, ως το πραγματικά αντίπαλο δέος στον γραφειοκρατικό και ξένο προς τα συμφέροντα των πολιτών θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η αντίληψη αυτή επιβραβεύτηκε από 2.200 περίπου συντοπίτες μας σε συνθήκες απίστευτης πολιτικής πόλωσης, δίνοντάς μας κουράγιο να συνεχίσουμε το δύσκολο ταξίδι μας και να προκαλέσουμε όσο πιο πολλές ρωγμές μπορούμε στην κυρίαρχη πολιτική.

Η ΡΑΣΑ, ενάντια στη λογική του «ψεκάστε – ψηφίστε – τελειώσατε», είναι υποχρεωμένη να δίνει το «παρών» όλες τις Κυριακές -και όχι μόνο αυτές των εκλογών-, πιστή στην αντίληψη ότι η ζωή μας θα αλλάξει μόνο όταν όλοι εμείς αποφασίσουμε να την πάρουμε οι ίδιοι στα χέρια μας, ανατρέποντας τα «μεγαλεπήβολα» σχέδια των εξουσιαστών και ορθώνοντας κάστρο απόρθητο απέναντί τους. Εξάλλου, όπως λέγαμε και στη διακήρυξή μας, το σκοτάδι ούτε μόνο του είναι, αλλά κυρίως ούτε ανίκητο.

Του Στέλιου Μερμίγκη

Μέλους της Ριζοσπαστικής Αντικαπιταλιστικής Συσπείρωσης Αιτωλοακαρνανίας (Ρ.Α.Σ.Α.)

BEAUTIFUL PEOPLE και ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Στο προηγούμενο τεύχος της «Ρωγμής» από αυτήν εδώ τη στήλη καυτηριάζαμε τη δήθεν αναπτυξιολαγνεία των υποψηφίων με τις προτάσεις τους για την πρόοδο του τόπου. Σήμερα νιώθουμε την ικανοποίηση ότι και με τις δικές μας παρεμβάσεις συμβάλαμε απ’ ό,τι φαίνεται καθοριστικά στα προγράμματά τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι και οι δύο μονομάχοι έχουν στα πολυτελή και πανάκριβα προεκλογικά φυλλάδιά τους _τα οποία θεώρησαν σκόπιμο να τα μοιράσουν στον κόσμο λίγες μόνο μέρες πριν τις εκλογές, προς χάριν σεβασμού της ενημέρωσης των ψηφοφόρων_ προτάσεις για την αξιοποίηση των μοναστηριών και εκκλησιών του τόπου, ώστε να αυξηθεί ο θρησκευτικός τουρισμός. Είπαμε, οι παπαροκάδες αποτελούν πρότυπο αναπτυξιακό για την περιοχή.

Ξέχασαν όμως να αναφέρουν στις πολιτικές τους διακηρύξεις και στις δημόσιες ομιλίες τους τον πιο σημαντικό κινητήριο μοχλό που διαθέτουν τα δύο μεγάλα κόμματα για την οικονομική αναζωογόνηση του τόπου, ο οποίος δεν είναι άλλος από τις εκλογές αυτές καθαυτές. Όσο πιο συχνά γίνονται εκλογές, τόσο το καλύτερο για την αγορά. Το τι χρήμα διακινήθηκε σε αυτή την προεκλογική περίοδο δεν περιγράφεται. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, σειρά ολόκληρη από επαγγέλματα γνώρισε πραγματικές πιένες. Από τα τυπογραφεία και τους γραφίστες μέχρι τα συνεργεία διανομής έντυπου υλικού και αφισοκόλλησης, και από τον τοπικό τύπο με τις πληρωμένες διαφημίσεις μέχρι τα ραδιόφωνα και τα κανάλια με τα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά σποτ, κανένας δεν έμεινε παραπονεμένος. Να μην ξεχάσουμε βέβαια τα ουζερί, τις καφετέριες, τις ταβέρνες, τους χώρους δεξιώσεων και τα κλαμπ όπου δόθηκαν πάρτι για τη νεολαία, για τις γυναίκες και για άλλες ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες, που κάτι τέτοιες μέρες οι υποψήφιοι τις θυμούνται και τους συμπαραστέκονται ολόψυχα.

Όσο πιο φτωχός ήταν ο πολιτικός λόγος, τόσο πιο πολλά χρήματα διέθεταν οι υποψήφιοι. Όσο η πολιτική εξοριζόταν από την κοινωνική ζωή του τόπου, τόσο πιο έντονα έκαναν την εμφάνισή τους όλο και περισσότεροι beautiful people με στρας εμφανίσεις και απαστράπτοντα χαμόγελα ή σοφιστικέ ύφος, μοιράζοντας όχι μόνο υποσχέσεις και παχιά λόγια αλλά κυρίως χρήμα. Τώρα, όσον αφορά το χρώμα του χρήματος, αν δηλαδή ήταν μαύρο ή άσπρο (σαν αυτό του καρτέλ γάλακτος), θα σας γελάσουμε. Εξάλλου οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες προνόησαν το ευρώ να έχει ποικιλία χρωμάτων, σε αντίθεση με τους Αμερικάνους συναδέλφους τους και το βαρετό πράσινο του δολαρίου. Έτσι και αλλιώς, ποτέ δεν θα το μάθουμε λοιπόν το χρώμα του χρήματος, μιας και κανένας δεν θα μπει στον κόπο να ενημερώσει τους συμπολίτες του για το τι ποσά δαπάνησε στην προεκλογική περίοδο, αλλά κυρίως για το πού τα βρήκε. Γι’ αυτό δεν είμαστε σίγουροι αν ο μακαρίτης Καραμανλής, που έθεσε ως πολιτικό στόχο της ζωής του να εντάξει τη χώρα στην τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ προκειμένου να μας κάνει Ευρωπαίους, θα ένιωθε σήμερα δικαιωμένος, βλέποντας τα πολιτικά ήθη της σύγχρονης Ελλάδας να προσομοιάζουν όλο και περισσότερο με αυτά των ΗΠΑ παρά να συγκλίνουν με αυτά των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν πλούσια πολιτική παράδοση και ακόμη πιο ενδιαφέρον πολιτικό παρόν. Ο οικονομικός πήχης που μπαίνει κάθε φορά για τη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, δημιουργώντας όλο και περισσότερους αποκλεισμούς για τη συμμετοχή σε αυτές ανθρώπων του μόχθου και της εργασίας, ανθρώπων δηλαδή που εκφράζουν την κοινωνική πλειοψηφία. Το γήπεδο λοιπόν των εκλογών είναι διαθέσιμο μόνο για τους έχοντες και κατέχοντες χρήμα και εξουσία, για να μπορούν να μοιράζουν τα δέοντα εκεί και σε αυτούς που πρέπει. Γι’ αυτόν το λόγο θέλουν και τους πολίτες απαθείς, πελάτες, καταναλωτές, οπαδούς εντέλει στο στημένο και συγχρόνως ανιαρό αυτό ντέρμπι των δύο αιωνίων αντιπάλων.

Ζητούμενο για την αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι να δημιουργήσει ρωγμές με τον αιχμηρό της λόγο αλλά κυρίως με την πράξη της, παίρνοντας πρωτοβουλίες για τα μικρά και τα μεγάλα θέματα που ταλανίζουν την πλειοψηφία των πολιτών, διαλύοντας σιγά σιγά την καταθλιπτική ομίχλη που έχει σκεπάσει για τα καλά σήμερα τις ζωές μας.

(ΦΙΛΟ) ΛΟΓΟ – ΜΑΧΙΕΣ από τον Ερανιστή

Το Αγρίνιο και τα Βρουβιανά

Μέσα στον κουρνιαχτό των αλλαγών στα σχολικά βιβλία και των ορυμαγδό των αντιδράσεων που ξέσπασε, διέλαθε νομίζω την προσοχή μας ένα ερώτημα που αφορά τη γλωσσική διδασκαλία, τον κύριο αποδέκτη των αλλαγών τόσο στο δημοτικό όσο και στο γυμνάσιο. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να αφομοιώνει τη συντριπτική πλειονότητα των μηχανισμών του προφορικού λόγου μέχρι την ηλικία των έξι ετών, πριν ακόμα εμφανιστεί (σ)το σχολείο, ενώ στη δωδεκαετή σχολική του πορεία να αποτυγχάνει, επίσης σε συντριπτικά ποσοστά, να αφομοιώσει τους βασικούς έστω μηχανισμούς της κατανόησης και της παραγωγής του γραπτού λόγου;

Τι είναι αυτό που διαθέτει η αναλφάβητη, ημιαναλφάβητη ή λειτουργικώς αναλφάβητη νοικοκυρά από τα Βρουβιανά και δε διαθέτει ο λογιώτατος φιλόλογος του Αγρινίου, με τα πτυχία του, τις εξειδικεύσεις του, τις επιμορφώσεις του, την πολύχρονη εμπειρία του, τα εποπτικά του μέσα και τους υπολογιστές του, το κύρος του, την απειλή του βαθμού στο τετράμηνο και το τσεκούρι του τελικού βαθμού στα γραπτά των δύστυχων μαθητών του Λεκανοπεδίου που πέφτουν στα χέρια του κάθε Ιούνιο; Μα και εκείνο το άτιμο το αλβανάκι στον Εύοσμο, πώς κατορθώνει να μιλά πολύ καλύτερα ελληνικά, παρόλο που οι γονείς του στο σπίτι συνεχίζουν να μιλούν αλβανικά και κείνο τ’ αρπάζει καμιά ώρα την ημέρα που τρεχοβολάει με τους άλλους κεραμιδόγατους στις αλάνες της γειτονιάς; Πολύ καλύτερα ελληνικά μιλάει ο συμπαθής γαβριάς, από τα ελληνικά που χειρίζεται στο γραπτό του ο γιος του διαφημιστή από το Μαρούσι, που πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο στη Βάρη, έκανε πάρα πολλές ώρες ιδιαίτερο και υφίστατο κι από πάνω αγόγγυστα τις επιφυλλίδες της Καθημερινής κάθε Κυριακή.

Πώς τα καταφέρνει λοιπόν το οποιοδήποτε εξάχρονο πιτσιρίκι να χρησιμοποιεί σωστά τα γένη, τους χρόνους και τις εγκλίσεις, να διαλέγει τους σωστούς συνδέσμους και την κατάλληλη σύνδεση προτάσεων, να χειρίζεται την άρνηση και την επιδοτική αντίθεση, να ξεφουρνίζει με άνεση επιρρήματα και μετοχές, να ανακαλύπτει τις συνυποδηλώσεις και τις μετωνυμίες, αγνοώντας φυσικά τι είναι όλα αυτά; Και το νόστιμο είναι ότι το πιτσιρίκι τα έμαθε όλα αυτά παίζοντας, τρέχοντας και ουρλιάζοντας μέσα στο σπίτι. Ουρλιάζοντας μάλιστα τόσο, ώστε να μην αφήνει τη μαμά του να διορθώσει αυτά τα ίδια μορφοσυντακτικά λάθη που βλέπει στο γραπτό της δεκαεξάχρονης μαθήτριας με το οποίο καταπιάνεται. Αυτή δε η μαθήτρια πέρασε δυο ώρες κάθε πρωί, για έξι ολόκληρα χρόνια στο δημοτικό, διδασκόμενη γλώσσα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα τα απογεύματα πάλευε, παρέα με τη μάνα της, με κάτι φωτοτυπίες (!) και βοηθήματα (!), και μάλλον άκρη δεν έβγαζε. Όταν πήγε στο Γυμνάσιο, έκανε πέντε - έξι φιλολογικά και φιλολογικοειδή μαθήματα, επί δεκαπεντάωρο εβδομαδιαίως, με τις αντίστοιχες ώρες (και βοηθήματα) στο σπίτι. Και τώρα, στην πρώτη Λυκείου, δε θέλει να σκέφτεται τι την περιμένει, ειδικά αν διαλέξει θεωρητική κατεύθυνση. Προς το παρόν παλεύει με το άλλο θηρίο που λέγεται έξι ώρες διδασκαλία Αρχαίων εβδομαδιαίως, overdose λέγεται, αν δεν απατώμαι, αγγλιστί.

Και όλα αυτά γιατί; Προς τι οι δεκάδες χιλιάδες -κυριολεκτικά- ώρες πτήσης;

Για να μην μπορεί το 40% -κυριολεκτικά- των μαθητών της Τρίτης Λυκείου να απαντήσει γραπτώς στο ερώτημα τι πρέπει να κάνει το κράτος για να βοηθήσει τους πλημμυροπαθείς του ΄Εβρου και τους σεισμοπαθείς της Καλαμάτας. Να μην μπορεί να απαντήσει ούτε το ίδιο το ερώτημα, ούτε να κατέχει το επίπεδο εκείνο του γραπτού λόγου που θα του επέτρεπε ν’ απαντήσει στο ερώτημα. (Προσοχή, μιλάμε για γλωσσικούς μηχανισμούς, όχι για αυτή την πανταχόθεν καταγγελλόμενη - πλην όμως ολοκληρωτικώς κατασκευασμένη και υποτιθέμενη - λεξιπενία των νέων.)

Τα χτυποκάρδια στο θρανίο και η δυσλεξία.

Ενστάσεις σ’ όλα αυτά πολλές και απαντήσεις ακόμα περισσότερες. Ας τις δούμε.

Η πρώτη εστιάζει στην υπόσταση του προφορικού και του γραπτού λόγου. Ξεμπερδεύει λέγοντας ότι είναι αναμενόμενο μια έμφυτη ικανότητα, η ικανότητα της ομιλίας, να μην μπορεί να συγκριθεί με μιαν επίκτητη δεξιότητα, το χειρισμό του γραπτού λόγου. Υπενθυμίζουν άλλωστε οι ιστορίζοντες φιλόλογοι ότι ο προφορικός λόγος έχει μια πορεία εκατοντάδων χιλιάδων ετών ως κτήμα όλων των ανθρώπων, ενώ ο γραπτός μια πορεία ολίγων χιλιάδων, απόκτημα ενός απειροελάχιστου κλάσματος του πληθυσμού.

Συνεπικουρούνται μάλιστα από βιολόγους, γενετιστές και νευροφυσιολόγους, λέγοντας ότι είμαστε γενετικά πλασμένοι για να μιλήσουμε και ότι η εκμάθηση της προφορικής ομιλίας λειτουργεί όπως τα Windows στον υπολογιστή: όταν τα εγκαταστήσεις στο μηχάνημα, και ο πιο ανίδεος τον κάνει να κελαηδάει. Αν συμφωνήσουμε όμως με τα παραπάνω, πρέπει επίσης να αποδεχτούμε τη λογική συνέπειά τους: αν ο γραπτός λόγος είναι επίκτητη δεξιότητα, τότε μπορεί να διδαχτεί, αλλά όχι σε όλους. Άρα μόνο όσοι μπορούν να το αφομοιώνουν πρέπει να συνεχίζουν, στο Λύκειο αίφνης. Ακριβώς όπως πριν από 40 χρόνια: με εξαίρεση την Αλίκη Βουγιουκλάκη, όλοι οι τρόφιμοι του Γυμνασίου τα κατάφερναν και στον Όμηρο από το πρωτότυπο και στην καθαρεύουσα και στον ομολογουμένως άπταιστο χειρισμό του γραπτού λόγου. Όσοι δεν τα κατάφερναν, το 80% των νέων, πολύ απλά δεν πήγαινε στο Γυμνάσιο.

Άλλες, πιο φιλολογικές απόψεις, αποδίδουν την ατυχώς διαιωνιζόμενη κακοδαιμονία στις μεθόδους της γλωσσικής διδασκαλίας, στο είδος, την ποιότητα, τις επιλογές που κάθε φορά υιοθετούνται. Για παράδειγμα, μέθοδοι γλωσσικής διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση που προέρχονται από βαθιά ορθογραφικά συστήματα, όπως το αγγλικό, είναι ακατάλληλες για ρηχά, όπως το ελληνικό. (Η κριτική αυτή ασκείται και στην τωρινή επιβολή της ολιστικής μεθόδου στο Δημοτικό και υπενθυμίζει ότι στη Γαλλία μόλις πρόπερσι μετ΄ επαίνων καταργήθηκε.)

Πιο παραδοσιακές φιλολογικές απόψεις επιμένουν ότι η εγκατάλειψη της διδασκαλίας της γραμματικής και του συντακτικού, για χάρη προτύπων (δομολειτουργικών, μορφοσυντακτικών, επικοινωνιακών) που προέρχονται πάλι από διδακτικές της αγγλικής, οδηγεί σε αδιέξοδο. (Για την έμφαση στο επικοινωνιακό –περιστάσεις χρήσης του λόγου- που γίνεται στις εξετάσεις στο Λύκειο και στα νέα βιβλία της γλώσσας του Γυμνασίου, μάλλον έχουν δίκιο: όσο ανύπαρκτος ήταν ο «δοκιμιακός» λόγος της Έκθεσης Ιδεών, άλλο τόσο απίθανος είναι και ο λόγος του μαθητή στην ημερίδα του Δήμου.)

Επιστήμονες που μελετούν τη δυσλεξία, την αδυναμία δηλαδή μεταφοράς του προφορικού λόγου στο γραπτό, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο ρυθμό ανάπτυξης νευροφυσιολογικών ικανοτήτων (π.χ. οπτικοχωρική αντίληψη), στο βαθμό ωρίμανσης γνωστικών δεξιοτήτων, όλα αυτά που γνωρίζει ο κάθε δάσκαλος για τον ατομικό χαρακτήρα της μάθησης που συμπιέζεται σε καλούπια μέσων όρων και σχολικά προγράμματα. Και σίγουρα απέχουμε έτη φωτός από το ατομικό πρόγραμμα μάθησης.

Βιβλίο και μαθητής – παπούτσι

Προσωπικά, πάντως αδυνατώ, να δώσω μια ολοκληρωμένη εξήγηση για το φαινόμενο αυτό. Σκόρπιες μόνο διαπιστώσεις μπορώ να κάνω.

Προσπερνώ στα γρήγορα την αυτονόητη διαπίστωση ότι το πραγματικό ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας -των γονέων συμπεριλαμβανομένων- για την ίδια τη γλώσσα και τη γλωσσική καλλιέργεια είναι κυριολεκτικά αμελητέο. Απόδειξη, αν η φυσική μήτρα του προφορικού λόγου είναι η καθημερινή επικοινωνία, τότε η θερμοκοιτίδα ανάπτυξης του γραπτού λόγου είναι το βιβλίο. Μπορεί, λοιπόν, φέτος απελπισμένες και στα όρια της απόγνωσης μαμάδες να αγοράζουν σωρηδόν σχολικά βοηθήματα (τα οποία κυκλοφόρησαν πολύ πριν από τα ίδια τα σχολικά βιβλία – σ’ αυτή τη χώρα το φιλότιμο και η τσίπα έχουν οριστικά απολεστεί), το ίδιο το βιβλίο όμως δεν αποτελεί μέρος της καθημερινότητας των παιδιών, επίσης σε συντριπτικώς απογοητευτικά ποσοστά.

Η σχολική πράξη, ακολούθως, φαίνεται να έχει επιδερμική μόνο σχέση, όχι μόνο με τη γλωσσική αλλά την οποιαδήποτε άλλη διαδικασία εκμάθησης. Δε σας έκανε εντύπωση ότι στην απεργία των δασκάλων το κύριο αντεπιχείρημα δεν ήταν οι χαμένες ώρες διδασκαλίας (για τα περισσότερα πρωτάκια μάλλον είναι οριστικά χαμένες) αλλά το ότι οι γονείς δεν είχαν πού να αφήσουν τα παιδιά τους, ότι δεν τα άφηναν δηλαδή στη φύλαξη του σχολείου; Οποιαδήποτε αμυδρά απειλή για πιθανή απεργία στις εξετάσεις σκορπά ρίγη ανατριχίλας στο πανελλήνιο ενώ το επί δίμηνο κλειστά τα σχολεία αντιμετωπίζεται περίπου ως φολκλόρ. Όσο για το Πανεπιστήμιο, το σύστημα δύο μήνες κατάληψη και μετά διπλή εξεταστική εξαναγκάζει μερικούς από μας σε γόνιμη αυτοκριτική.

Δεν ξέρω αν πρέπει να αρχίσουμε να παίρνουμε στα σοβαρά το παλιό εκείνο αναρχοαυτόνομο σύνθημα «το μάθημα σκοτώνει τη μάθηση», σίγουρα όμως πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σοβαρά τη λειτουργία, τη δομή και την προοπτική του ελληνικού σχολείου και να ταρακουνήσουμε πρώτα απ’ όλα τις δικές μας μακάριες βεβαιότητες. Εξωπραγματικοί διδακτικοί στόχοι (δεν καταλαβαίνει κανείς αν αφορούν την Ιστορία της Β΄ Γυμνασίου ή μεταπτυχιακό σεμινάριο Ιστορίας), άγονη αρχαιολατρία και άσκοπη διδασκαλία των αρχαίων, πλήρης αδυναμία χειρισμού των πολλαπλασιαζόμενων περιπτώσεων δυσλεξίας, αλλαγές σχολικών βιβλίων μόνο και μόνο για να αυξηθεί ο τζίρος των εκδοτικών οίκων, εξετασιολαγνεία, αδιάκοπη βαθμοθηρία ως δείκτης αυτοεπιβεβαίωσης και του συστήματος και των καθηγητών, αδιαφορία έως χλευασμός από την πλευρά των διδασκόντων για εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας, εκφυλισμός -ένθεν και ένθεν- της όποιας προσπάθειας για εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Στην εποχή της εικόνας έχουμε χαρίσει την ίδια την εικόνα στην τηλεόραση και στα βιντεοπαιχνίδια, αγνοώντας τις απεριόριστες δυνατότητές της στη γεωγραφία, την ιστορία, τη βιολογία ή τη φυσική. Στην εποχή των αντιφατικών μηνυμάτων επιμένουμε στην αποστήθιση και την «Έκθεση Ιδεών» (με φερετζέ), τη σκόνη της κιμωλίας και τα σουπίνα, τον αυτοπεριορισμό και την ισοπέδωση. και φυσικά στις εξετάσεις. Προπάντων στις εξετάσεις.

Ειδικοί μανδαρίνοι και κολυμπήθρα του Σιλωάμ

Δεν έχω την όρεξη (ούτε την αρμοδιότητα -εδώ που τα λέμε-) να αρχίζω να μοιράζω γενικευτικές επικρίσεις, απαξιωτικούς αφορισμούς και καταδικαστικούς φετφάδες. Μπουχτίσαμε άλλωστε από τέτοια το τελευταίο διάστημα, είτε από τηλεοπτικούς εισαγγελείς είτε από σοβαρούς -τρομάρα τους- γραφιάδες. Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω την παντελή έλλειψη αυτοκριτικής. Πουθενά και ποτέ, καμιά πρόταση οργανωμένης παρέμβασης ή έστω απλού προβληματισμού από την πλευρά των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν ξεκινά από το στοιχειώδες και αυτονόητο: τη δική μας ευθύνη. Στηλιτεύουμε τα κακώς κείμενα των άλλων, γιατρεύουμε στο πόδι τις παθογένειες, φαντασιωνόμαστε διεξόδους και λύσεις, χωρίς ποτέ να ξεκινάμε από τα καθ’ ημάς, την απλή, ήρεμη και τίμια αυτοκριτική.

Βλέπω, αξιόλογες στον τεχνοκρατισμό τους, προτάσεις διάφορων συσσωματώσεων πανεπιστημιακών για την υπέρβαση της κρίσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση, αριστερές κατ’ όνομα ή και κατ’ ουσίαν. Τσιμουδιά όμως για το καθεστώς της πολλαπλής απασχόλησης, για την εξαργύρωση όχι της ερευνητικής τους δραστηριότητας αλλά της ακαδημαϊκής τους θέσης σε πολλαπλές θέσεις και τρύπες, αδιαφανείς και μη. Τσιμουδιά για το νεποτισμό και την κληρονομικώ δικαίω πλήρωση νέων θέσεων, την αδιάκοπη συναλλαγή για το διαμοιρασμό αξιωμάτων, θέσεων, θώκων και ιματίων. Κραυγές όμως και ψίθυροι για την περιλάλητη αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων (προσωπική μου γνώμη ότι οι περισσότεροι δεν την αξίζουν, όπως και διάφοροι ανά την επικράτεια δήμαρχοι και νομάρχες. Γιατί πολύ απλά δεν έχουν την ηθική και πολιτική επάρκεια να τη διαχειριστούν: οι τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές μάς αποκάλυψαν πάρα πολλά για το κρατικό και διαπλεκόμενο χρήμα που κατασπαταλήθηκε). Κραυγές και ουρλιαχτά (π.χ. στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο) για τις, απέλπιδες είναι αλήθεια, κινητοποιήσεις και καταλήψεις των φοιτητών, που δεν ξέρουν πώς να αποκρούσουν το τραίνο της ανεργίας και της ετεροαπασχόλησης που τρέχει καταπάνω τους. Περισπούδαστες αναλύσεις για τη διενέργεια εισαγωγικών εξετάσεων από τα ίδια τα Πανεπιστήμια, τους καθηγητές όμως της Θεσσαλονίκης, που συνελήφθησαν και φυσικά τη γλίτωσαν να βάζουν από το παράθυρο τα παιδιά τους και τ’ ανίψια τους, τους ξέχασαν όλοι, ενώ ο αριθμός των πραγματικών εισακτέων είναι κατά κανόνα ο διπλάσιος από αυτόν των εισαγωγικών εξετάσεων.

Στις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης βέβαια οι ευθύνες των ίδιων των εκπαιδευτικών είναι ποιοτικά και ποσοτικά λιγότερες. Όλα όσα εκθέσαμε στην αρχή για την ανεπάρκεια της γλωσσικής διδασκαλίας εκκινούν από το Υπουργείο, την ανικανότητά του να σχεδιάσει, να υλοποιήσει, να αξιολογήσει και ασφαλώς να χρηματοδοτήσει τις αναγκαίες τομές. Η προχειρότητα, ο ασφυκτικός κομματικός εναγκαλισμός της εκπαιδευτικής ιεραρχίας, οι γνωστοί, οι κουμπάροι και οι κολλητοί στις αναθέσεις και τις δράσεις (sic), οι αγκυλώσεις, ο επαρχιωτισμός και οι ιδεοληψίες στα προγράμματα σπουδών, ο μάλλον οριστικός θάνατος της δημόσιας τεχνικής εκπαίδευσης, τα CDROM που χάθηκαν στο δρόμο αλλά χρυσοπληρώθηκαν, ο ΔΟΛ μέσα σ’ όλα, ο γενικός γραμματέας και ο ειδικός μανδαρίνος που θυμώνουν τηλεοπτικώς με τις διεκδικήσεις των δασκάλων όταν την ίδια στιγμή στο σπίτι τους μπαίνουν δέκα παχυλοί μισθοί από την πολυθεσία της συζύγου τους – ο κατάλογος δεν έχει τέλος.

Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να αποτελέσουν την κολυμπήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλύνει κανένας τις ευθύνες του. Η αγωνία και ο αγώνας για την αξιοπρέπεια είναι δυστυχώς ανάκατα με την αδιαφορία, την απάθεια, το συνειδητό αυτοπεριορισμό, την επανάπαυση και το μυαλό στο απογευματινό μάθημα. Ή, λιγότερο απογοητευτικά, στην αδυναμία της αλλαγής, της προσαρμογής, της αναζήτησης, της μετεκπαίδευσης και της -αυτο όπου, και αν, επιβάλλεται- επιμόρφωσης. Η βιβλιοθήκη μας που περιορίζεται στον Σαβάλα και τον Πατάκη, η ευκολία με την οποία χάνονται διδακτικές ώρες, η υποτίμηση των μαθητών και των αναγκών τους, η μη συνεργασία με τους γονείς που αγωνιούν, η απροθυμία για την επιβολή κανόνων λειτουργίας και συμπεριφοράς των μαθητών, η αδυναμία δηλαδή να συνειδητοποιήσουμε ότι κέντρο της δουλειάς μας είναι το παιδί και οι ανάγκες του και όχι εμείς οι ίδιοι.

Και το απογοητευτικό δεν είναι αυτή η ίδια συμπεριφορά ενίων ή πολυάριθμων. Είναι ότι αυτή ακυρώνει στα μάτια της κοινής γνώμης, των γονέων και των ίδιων των μαθητών την προσφορά πλείστων όσων εκπαιδευτικών. Που φέρνουν το θέατρο σε κωμοπόλεις και χωριά που ούτε οι θίασοι με επιθεωρήσεις δε σταματάνε, που διδάσκουν με πενιχρά μέσα σε μονοθέσια, που καταθέτουν την ψυχή τους σε ειδικά σχολεία, που ισορροπούν και αυτοσχεδιάζουν σε πολυπολιτισμικά, που εκδίδουν εφημερίδες και περιοδικάκια, που διοργανώνουν ημερίδες και οικολογικές ομάδες, που ψάχνονται και ενημερώνονται, που ζουν και μεγαλώνουν παιδιά με το μισθό τους, που κάνουν με αγάπη, όρεξη, μεράκι και πάνω απ’ όλα ενδιαφέρον για τα παιδιά αυτό που τάχθηκαν να κάνουν. Και συχνά σε ώρες απλήρωτες, ώρες που στερούν από τον εαυτό τους και τα δικά τους παιδιά.

Ευθύνες όμως έχουν και οι ίδιοι οι μαθητές. Δυστυχώς μεγάλες ομάδες μαθητών που συχνά αγνοούν ότι το σχολείο είναι πάνω απ’ όλα χώρος γνώσης, προσοχής και μελέτης, χώρος που διαμορφώνει το πνεύμα και ανοίγει το μυαλό. Που το αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι χρησιμοθηρικά –στην καλύτερη πείπτωση, που απαξιώνουν προκαταβολικά οποιαδήποτε αξιόλογη προσπάθεια ταράζει τη ραστώνη της τηλεόρασης και υπενθυμίζει το βιβλίο, τον προβληματισμό, την έρευνα, το λόγο.

Όλα αυτά και άλλα πολλά κολυμπάνε μέσα στο χώρο της εκπαίδευσης και αδυνατίζουν την προσφερόμενη γνώση. Γνώση, που σε πανθομολογούμενα κρίσιμους τομείς όπως η γλωσσική ικανότητα, πάσχει σοβαρά. Προσωπικά στοιχηματίζω ότι στη γενιά που σήμερα τρέφεται με τα νέα βιβλία της γλωσσικής διδασκαλίας θα πολλαπλασιαστούν τα ποσοστά του λειτουργικού αναλφαβητισμού. Αντί το μπουκάλι να στενεύει προς τα πάνω, στο Λύκειο, όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο, στενεύει προς τα κάτω, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Το ζήτημα είναι όμως εμείς τι κάνουμε, εμείς, ατομικά και συλλογικά.

Για όποιον ενδιαφέρεται για την καταγωγή του συστήματος της βαθμολόγησης στο σχολείο και στο Πανεπιστήμιο του σύγχρονου καπιταλισμού, το ανατριχιαστικό άρθρο του Δ. Παπαϊωάννου στην Ελευθεροτυπία της 21/10/06 είναι ενδεικτικό. Αν αληθεύει η αναλογία: η πρώτη βαθμολόγηση διδασκόμενου γίνεται στη βιομηχανική Αγγλία, όταν «το σύστημα κανονικοποίησε τις συμπεριφορές, ευνόησε την επεξεργασία περισσότερων μαθητών σε μικρότερο χρόνο και οδήγησε στη δημιουργία της γραμμής παραγωγής – τάξης».