28 Μαρτίου 2007

Ένα campus στους κάμπους



Ιδιοτελώς αν το σκεφτώ, εμένα με συμφέρει. Ως σώγαμπρο, όπως σας έχω εξηγήσει άλλη φορά. Σε καμιά δεκαριά χρόνια η κόρη μου θα είναι δεκαοκτώ χρονών, σε ηλικία πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Λογικά, στην εξουσία θα είναι το ΠΑΣΟΚ, ο Παπανδρέου ΔΕΝ θα έχει καταργήσει τις εισαγωγικές εξετάσεις (ή θα τις έχει αντικαταστήσει με ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ εξετάσεις) για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ούτε φυσικά το νόμο-πλαίσιο της Γιαννάκου (το πολύ να τον έχει αντικαταστήσει με νόμο Δαμανάκη ή Αποστολάκη, ή και νόμο ΠΑΓΚΑΛΟΥ, αν στο μεταξύ το εκκρεμές δεν έχει καταλήξει στο δεξιότερο άκρο του). Αν η κόρη μου δεν είναι αρκετά τυχερή ή αρκετά σπασίκλα για να περάσει σε ΑΕΙ της Αθήνας, θα έχει την εναλλακτική λύση ενός ανερχόμενου και πολλά υποσχόμενου περιφερειακού ΑΕΙ. Προφανώς, ως οικογένεια θα προτιμήσουμε το Πανεπιστήμιο Αγρινίου, που μέχρι τότε θα έχει αναπτυχθεί όχι μόνο με τέσσερα, αλλά με δεκατέσσερα τμήματα. Εμένα θα μου ‘ρθει και πιο φθηνά, το παιδί έχει δεσμούς εδώ, στα μέρη σας -εκ μητρός- και υποθέτω θα τη βγάλουμε με τη φιλοξενία των παππούδων, γιατί το καλύτερο κοινωνικό κράτος (και το μόνο χειροπιαστό εν Ελλάδι) είναι το ταμείο αλληλεγγύης της οικογένειας και των συγγενών. Αμοιβαίο, ανταποδοτικό και χωρίς μίζες και πολιτικό χρήμα.

Στο κάτω-κάτω, τι είναι η πατρίδα μας; Για την ακρίβεια, τι είναι η πατρίδα σας; (Εγώ φιλοξενούμενος είμαι.) Μην είν’ οι κάμποι; Φυσικά και είναι πρωτίστως οι κάμποι, τα πρώην καπνοχώραφα που προφανώς δεν μπορούν όλα να ενταχθούν όλα στο αναπτυξιακό όραμα του real estate. Πόσα σπίτια και πόσων τετραγωνικών θα έχει πια ο μέσος Αιτωλοακαρνάν; Περισσεύει πολύς κάμπος, και ποια καλύτερη λύση υπάρχει από το να αποδοθεί και να επενδυθεί στο μέλλον αυτού του τόπου, τη νεολαία και την εκπαίδευσή της; Ένα πανεπιστημιακό campus στους κάμπους, λοιπόν, αυτό είναι το μικρό τοπικό όραμα που είμαι πρόθυμος να ενστερνιστώ, αν και δεν μου πέφτει λόγος -πλην της μικρής ιδιοτελούς σκέψης που σας εμπιστεύτηκα στην αρχή για το μέλλον της κόρης μου (ως καθωσπρέπει μικροαστός, πρέπει να σκεφτώ το μέλλον των απογόνων μου).

Βεβαίως, η ειδική, αναγκαστική (αλλά και μελλοντικά ωφέλιμη) σχέση μου με το Αγρίνιο με εξαιρεί από το βασικό στόχο και προορισμό των ΑΕΙ και ΤΕΙ που σπέρνονται κάθε χρόνο σε όλη την ύπαιθρο, υποκαθιστώντας τις παλιές παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως ο καπνός, τα μπαμπάκια και τα τριφύλλια. Δηλαδή, τη συντήρηση του «χειμερινού τουρισμού» που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με άξονα τα περιφερειακά πανεπιστήμια. Δυστυχώς για σας, εγώ δεν θα είμαι και τόσο καλός πελάτης, ως κατά το ήμισυ (και πλέον) τζαμπατζής. Σπίτι μάλλον δεν θα χρειαστεί να νοικιάσω για την κόρη μου, της οποίας η ιδιωτική κατανάλωση ως μελλοντικής φοιτήτριας Αγρινίου πιθανότατα θα περιοριστεί στα «ξίδια» και στα «φραπουτσίνο» κατά τα διαλείμματα της επίπονης μελέτης στην οποία είμαι βέβαιος ότι θα επιδίδεται με ζήλο. Ως εκ τούτου, η συμβολή μου στην τοπική οικονομία δια του ακαδημαϊκού τουρισμού μην περιμένετε να είναι μεγάλη. Αν και, γενικότερα, έχω αμφιβολίες για το πόσους από τους 100.000 Αγρινιώτες μπορούν να θρέψουν 500 ή 1.000 φοιτητές.

Παρά τον ενθουσιασμό μου ως προς το αίτημα της πανεπιστημιακής αυτονόμησης του Αγρινίου, το οποίο σας υποσχέθηκε ο Καραμανλής αλλά υπολογίζω ότι σε τρία τέρμινα θα σας ικανοποιήσει ο Παπανδρέου (αν το παρατηρήσετε προσεκτικά, κάπως έτσι γίνεται με τα έργα και τις τοπικές υποσχέσεις), δεν μπορώ να ενστερνιστώ τη στενότητα του ακαδημαϊκού ορίζοντα που διαβλέπω. Τι θα πει «μάρκετινγκ αγροτικών προϊόντων και εφοδιαστικής αλυσίδας»; Εκτός του ότι η κόρη μου προς το παρόν εμφανίζει μια κλίση στα μπιζού, στα καλλυντικά και τα αξεσουάρ ένδυσης (αλλά αυτό, θα μου πείτε, είναι δικό μου πρόβλημα), ποια ακριβώς αγροτικά προϊόντα μπορούν να δώσουν στο πανεπιστήμιο του μέλλοντός σας τον αναγκαίο δεσμό με την αγορά; Πού είναι το πνεύμα της Μπολόνια στην πρόταση αυτή; Ως εκ τούτου, υποψιάζομαι ότι η απόφαση Γιαννάκου να μην προβλέψει από φέτος το πολυπόθητο τέταρτο τμήμα που θα αποτελούσε το εφαλτήριο για τη δημιουργία αυτόνομου Πανεπιστημίου, είχε στόχο να προστατέψει εσάς και το πανεπιστήμιο του μέλλοντός σας από τη βέβαιη παρακμή.

Ας το σκεφτούμε ορθολογικά: Ποια είναι τα αγαθά που διαθέτει ή παράγει σε αφθονία η περιοχή και για τα οποία μπορεί να παρέχει τεχνογνωσία σ’ όλη την οικουμένη;

Εν αρχή ην το νερό. Η Αιτωλοακαρνανία διαψεύδει τα μακροπρόθεσμα μετεωρολογικά μοντέλα αλλά και τα μερομήνια και, σε καιρούς που το νερό εξελίσσεται στο χρηματιστηριακό προϊόν του μέλλοντος, δεν μπορεί παρά να εστιαστεί σ’ αυτό. Φέτος μπορεί να πήγε κομμάτι στραβά το πράγμα, αλλά εγώ δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι, με το που περνώ τη Γέφυρα, δεν πα να ‘χει καύσωνα και καθαρό ουρανό απ’ απέναντι, η βροχή είναι το πρώτο φαινόμενο που σε υποδέχεται απ’ το Αντίρριο και κάτω. Ξεκινάει και ξεχνά να σταματήσει. Προσωπικά, είμαι βέβαιος ότι αν πάθω ρευματισμούς θα σας το οφείλω, κι ας έρχομαι ελάχιστες μέρες το χρόνο. Σ’ αυτό το βασίλειο του νερού και της βροχής μπορεί ν’ αναπτυχθεί ένα ακαδημαϊκό διαμάντι που θα παράγει βροχοποιούς, οιωνοσκόπους και νερουλάδες. Στο βαθμό δε που αντιληφθεί και η εκκλησία τη σημασία της οριζόντιας πανεπιστημιακής ανάπτυξης, δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα να ολοκληρώσει την ολιστική, διεπιστημονική προσέγγιση του νερού με ένα εκκλησιαστικό τμήμα απόλυτης εξειδίκευσης σε κληρικούς προορισμένους για λιτανείες υπέρ της έλευσης βροχής στους άνυδρους, αποξηραμένους τόπους και καιρούς.

Και το δεύτερο ακαδημαϊκό πεδίο. Ποια οσμή εισβάλλει στα ρουθούνια του ανυποψίαστου επισκέπτη του Αγρινίου, ιδιαίτερα αν φτάσει εδώ βραδάκι; Η μυρωδιά του ψητού, της καμένης σάρκας του αμνοεριφίου -και δευτερευόντως του χοιρινού- που σε καλεί να αγνοήσεις τις απαγορεύσεις της σαρακοστής, να γράψεις στ’ αρχ… σου τους περιορισμούς του γιατρού και της υψηλής χοληστερίνης σου. Αυτή είναι η αλώβητη από το χρόνο και τον εκσυγχρονισμό Παλαιά Οικονομία στην οποία το Αγρίνιο κάνει πρωταθλητισμό. Μάνατζμεντ οβελιστηρίων, ψητοπωλείων, ουζερί και μεζεδοπωλείων είναι το πανεπιστημιακό πεδίο-πρόκληση στο οποίο θα σας συμβούλευα να δοκιμάσετε τις δυνάμεις σας. Κι αν στο πρώτο πεδίο, του νερού, μπορείτε να προσδοκάτε βάσιμα ότι θα αποτελέσετε πανελλαδικό μονοπώλιο, στο δεύτερο μπορείτε να προσδοκάτε τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού, μια και θα συναγωνιστείτε στην τεχνογνωσία της εψήσεως όλες τις άλλες ανταγωνιστικές αγορές της Ρούμελης. Αλλά ποιος από σας δεν πιστεύει στο δημιουργικό, αναπτυξιακό περιεχόμενο του ανταγωνισμού, είτε αφορά τα μικροτσίπ είτε το κοντοσούβλι;

Στην επόμενη φάση, όταν η βροχή ποτίσει μέχρι μυελού των οστέων το πανελλήνιο απ’ έξω προς τα μέσα, κι όταν η χοληστερίνη φράξει κάθε αρτηρία μας από μέσα προς τα έξω, μπορείτε επάξια να απαιτήσετε και τη δημιουργία Ιατρικής Σχολής, και μάλιστα απόλυτης εξειδίκευσης στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και στα καρδιαγγειακά. Σατανικό, ε;

ΚΙΜΠΙ

Εκπαιδευτικό κίνημα και αλλαγές στην εκπαίδευση

Αν κάναμε μια πρόχειρη αποτίμηση των εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων των τελευταίων μηνών, θα βλέπαμε ότι ο χώρος της εκπαίδευσης συνολικά αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ίσως πεδία πολιτικών γεγονότων και εξελίξεων. Είτε αναφερόμαστε στα πανεκπαιδευτικά γεγονότα του προηγούμενου Σεπτέμβρη-Οκτώβρη (με αφορμή τη μεγάλη απεργία των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης) είτε στην ανέλπιστης έντασης και διάρκειας κινητοποίηση του φοιτητικού και εκπαιδευτικού κινήματος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (τους δυο τελευταίους κυρίως μήνες) αποδεικνύεται ότι οι αλλαγές στην εκπαίδευση όσο «καίριας» σημασίας είναι (για τις κυρίαρχες σήμερα αστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις) άλλο τόσο δύσκολο «εγχείρημα» αποτελούν για τις δυνάμεις αυτές. Ενώ δηλαδή (το προηγούμενο διάστημα) όλα έδειχναν ότι οι επιχειρούμενες αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θ’ αποδεικνύονταν μια ακόμη «ευκαιρία» δι-κομματικής συναίνεσης, και συνάμα μια εύκολη νίκη των πολιτικών της «νέας δεξιάς», το σενάριο αυτό έχει ήδη διαψευστεί.

Πέρα, βέβαια από τις βαθύτερες πολιτικές συμπλεύσεις, τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς που υπάρχουν και τις πιθανές ερμηνείες που μπορεί να γίνουν σχετικά με τα θέματα αυτά, το σημαντικότερο ζήτημα είναι ο ρόλος αυτού καθεαυτού πλέον του εκπαιδευτικού κινήματος και η συμβολή του στις ως τώρα εξελίξεις. Το σημαντικότερο δηλ. ζήτημα (τόσο θεωρητικά όσο και πολιτικά) είναι πόσο αποτελεσματικός είναι ο κυρίαρχος ιδεολογικός λόγος για την εκπαίδευση (με όρους μιας αστικής ηγεμονίας) και πόσο η ηγεμονία αυτή μπορεί να απειληθεί μακροπρόθεσμα από ένα όλο και πιο ογκούμενο εκπαιδευτικό κίνημα.

Ένα ενδεικτικό στοιχείο που αποτυπώνει ανάγλυφα τη διευρυμένη πλέον «κρίση νομιμοποίησης» που υφίσταται ο κυρίαρχος ιδεολογικο-πολιτικός λόγος στην εκπαίδευση είναι ακριβώς και η όλο και πιο συρρικνωμένη νομιμοποιητική του λειτουργία σε σχέση με τη σταθερά αυξανόμενη προσφυγή του σε αμιγώς κατασταλτικές πρακτικές και λειτουργίες.

Τα παραδείγματα της «ζαρντινιέρας» ή της παράλληλης δράσης παρακρατικών προβοκατόρων και δυνάμεων των ΜΑΤ τον περασμένο Νοέμβρη στη Θεσσαλονίκη, όπως και η συχνή άσκηση κρατικής τρομοκρατίας στους δρόμους της Αθήνας (μέσα από την ανάκαμψη του λεγόμενου «βαθιού κράτους»), αν κάτι δείχνουν, αυτό είναι η παντελής «διάρρηξη» ενός «ασφαλούς» ως τώρα κοινωνικού “consensus” γύρω από τις επιδιωκόμενες αλλαγές στην εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, αναδεικνύουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός πολύμορφου εκπαιδευτικού κινήματος, το οποίο φαίνεται να συνειδητοποιεί την έκταση, το χαρακτήρα και τις κοινωνικές επιπτώσεις των επιδιωκόμενων αλλαγών στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ότι δηλ. η «πυγμή» που επιδεικνύεται από την πλευρά της κυβέρνησης για τη νομοθετική κατοχύρωση των αλλαγών στα πανεπιστήμια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σφοδρή σύγκρουση με καθαρά ταξικό «διακύβευμα» γύρω από τη διαμόρφωση των μελλοντικών όρων παραγωγής, αναπαραγωγής και διαχείρισης των επιστημονικών γνώσεων και της σύστοιχης έρευνας στα πανεπιστήμια. «Διακύβευμα» το οποίο συναρτάται τελικά με τη διαμόρφωση καλύτερων όρων παραγωγής και στρατολόγησης του κάθε λογής επιστημονικού δυναμικού στην όλο και πιο ανταγωνιστική αγορά εργασίας, με απώτερο στόχο την καλύτερη υπαγωγή του δυναμικού αυτού στους διεθνείς νόμους της σύγχρονης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κερδοφορίας.

Το φοιτητικό και εκπαιδευτικό κίνημα λοιπόν ορθά κατανοεί τη «συγκυρία» των επιδιωκόμενων αλλαγών, και γι’ αυτό και φαίνεται να επιλέγει πρακτικές σύγκρουσης ως πολιτική απάντηση στις αλλαγές αυτές.

Γι’ αυτό το λόγο, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη πλαισίωσης και έμπρακτης πολιτικής στήριξης του κινήματος αυτού από όλες τις συνιστώσες της Αριστεράς, τόσο της εντός όσο και της εκτός Βουλής.

Μια τέτοια στήριξη στην παρούσα φάση συνεπάγεται την ξεκάθαρα θετική συμπαράταξη του συνόλου της Αριστεράς απέναντι όχι μόνο στο περιεχόμενο των διεκδικήσεων και των αιτημάτων του εκπαιδευτικού κινήματος αλλά και απέναντι στις ποικίλες μορφές και πρακτικές πάλης που αυτό επιλέγει προκειμένου να αντιπαρατεθεί στις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές στο χώρο της εκπαίδευσης.

Στο επαναλαμβανόμενο, επομένως ζήτημα που τίθεται (από τους διάφορους εκπροσώπους των αστικών μέσων ενημέρωσης και της πολιτικής εξουσίας) σχετικά με την ανάγκη «εξομάλυνσης της κατάστασης» ή της επιλογής «άλλων μορφών διεκδίκησης» και τήρησης της «δημοκρατικής νομιμότητας», επιβάλλεται μια ξεκάθαρη τοποθέτηση απέναντι στις επιδιωκόμενες αλλαγές στην εκπαίδευση τόσο σε σχέση με τις συνολικότερες αναδιαρθρώσεις του καπιταλιστικού συστήματος όσο και με τη συγκεκριμένη κοινωνική, οικονομική και ιδεολογική λειτουργία της εκπαίδευσης στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων αυτών.

Γιατί έχει γίνει προφανές πλέον πως το κυρίαρχο ζήτημα για τους κάθε λογής απολογητές του αστικού συστήματος δεν είναι η καταγγελία (από την πλευρά της Αριστεράς και του αριστερού κινήματος) της περιλάλητης «δράσης των κουκουλοφόρων», αλλά η συμβολική και πρακτική «αποκήρυξη» από αυτήν της λογικής της κοινωνικής σύγκρουσης ως μορφής αντίστασης στις επιδιωκόμενες αλλαγές. Κι αυτό επιχειρείται μέσα από την παρουσίαση της τωρινής φάσης της σύγκρουσης του κινήματος με την κυβέρνηση ως μιας εκτεταμένης «κοινωνικής δυσ-λειτουργίας και α-νομίας» (…)

Στην προηγούμενη σκοπιμότητα, η οποία εδράζεται σε μια στενά λειτουργιστική και «συστημική» οπτική της εκπαιδευτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, επιβάλλεται μια διττή απάντηση :

1. Ότι το στοιχείο της σύγκρουσης έχει αποτελέσει (ιστορικά) εγγενές στοιχείο όλων των κοινωνιών και έχει οδηγήσει σχεδόν απαρέγκλιτα σε θετικές κοινωνικές, επιστημονικές, πολιτιστικές εξελίξεις. Άρα, η θεώρηση της κοινωνικής σύγκρουσης ως μιας a-priori αρνητικής κοινωνικής εξέλιξης πέρα από υπερ-συντηρητική και νομιμοποιητική της δεδομένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων είναι και απροκάλυπτα ανιστορική.

2. Στην τωρινή φάση των εκπαιδευτικών αλλαγών οι πρακτικές σύγκρουσης από την πλευρά του κινήματος δεν μπορεί παρά να παρακολουθούν, όσον αφορά τη μορφή και την έντασή τους, τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές. Επομένως, ο βαθμός κλιμάκωσης της κοινωνικής σύγκρουσης δεν θα μπορούσε παρά να είναι αντίστοιχος με την εντεινόμενη πολιτική πίεση (από την πλευρά των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων) για αμεσότερη πρόσδεση της λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις τρέχουσες ανάγκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και παραγωγής υπεραξίας (κέρδους).

Χωρίς το τελευταίο να σημαίνει ότι οι τωρινές αλλαγές στην εκπαίδευση σηματοδοτούν και το «τέλος των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων», θα πρέπει να καταστεί σαφές σε κάθε κατεύθυνση πως οι αναδιαρθρώσεις αυτές στο χώρο της εκπαίδευσης δεν μπορεί ν’ απαντηθούν με όρους «μουσικής δωματίου» ή μιας «ακαδημαϊκής ενατένισης». Με άλλα λόγια, η επιλογή των μορφών σύγκρουσης και πάλης από την πλευρά ενός πολύμορφου εκπαιδευτικού κινήματος δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση στο όνομα μιας γενικόλογης ρητορικής περί «αποκήρυξης της βίας» ή, πολύ περισσότερο, της νομιμοποιητικής μεταμφίεσης της κρατικής βίας σε «μη βία».

Αυτό τουλάχιστον υπαγορεύει μια στοιχειώδης μαρξιστική οπτική σχετικά με το κράτος και τη λειτουργία του, ξέχωρα από το πόσο αποδεκτή μπορεί να είναι αυτή στο πλαίσιο της κυρίαρχης αστικής «νομιμότητας».

Γιατί διαφορετικά, η μαρξιστική θεώρηση, με βάση την οποία προσλαμβάνει και κατανοεί η Αριστερά και το αριστερό εκπαιδευτικό κίνημα τις επιδιωκόμενες αλλαγές, δε θα είχε πολιτογραφηθεί μεταξύ των λεγόμενων «θεωριών της σύγκρουσης» (conflict theories) αλλά ανάμεσα στις διάφορες αστικές θεωρίες του «γλυκού νερού» (…)

Κώστας Διαμαντής

ΒιβλιομαχΙες IV

Από τον Ερανιστή

Με τη γνωστή πραότητα, νηφαλιότητα και ψυχραιμία που χαρακτηρίζει κάθε δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα, συνεχίζεται η αντιπαράθεση για ένα θέμα το οποίο κανένας εκ πρώτης όψεως δεν περίμενε ότι θα ’κρυβε τόσες συγκινήσεις: ψυχωσικοί, αγράμματοι, πράκτορες των Αμερικάνων, εθελόδουλοι, λάιτ αριστεροί, επίγονοι του Σάββα Κωνσταντόπουλου... Αυτά και άλλα επικολυρικά, βγαλμένα λες από καρεδάκι της Διχόνοιας του Αστερίξ, κόσμησαν το διάλογο για ένα σχολικό βιβλίο: την Ιστορία της Έκτης Δημοτικού.

Κι ενώ τα ανυποψίαστα πιτσιρίκια διδάσκονται μια μειωμένης ελληνικότητας, ελληνοπρέπειας και ελληνοψυχίας μεταμοντέρνα ιστορική αφήγηση με ελάχιστες δευτερεύουσες προτάσεις, τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα έλαβαν αμέσως θέσεις μάχης. Οι ευαίσθητες κεραίες του Μακαριωτάτου (χωρίς διόρθωση παρακαλώ, κύριε διορθωτά, κατά το νεώτερης – η συνέχεια της γλώσσας υποδηλώνει τη συνέχεια του εθνικού υποκειμένου) συνέλαβαν πρώτες το ατόπημα: σκόπιμη αποσιώπηση της συμβολής (sic) της Εκκλησίας (όχι του Σαλώνων ή του Ουγγροβλαχίας) στην εθνική παλιγγενεσία. Ακολούθησε ένας ορυμαγδός σοβαρής (σπανίως), στο ποδάρι (συνήθως) και φαιδρής (συνηθέστερα) κριτικής από τους κατεξοχήν αρμόδιους κριτές: γελοιογράφους, καθηγητές Πανεπιστημίου (Μαθηματικών βέβαια, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος), εκδότες και θεωρητικούς της θεωρίας, τη Λιάνα Κανέλλη, αναλυτές και λόγιους εν γένει, για να μείνω στις πιο σοβαρές περιπτώσεις και να μην επεκταθώ σε μονίμως ανησυχούντες μακεδονομάχους νομάρχες, βουλευτές και ευρωβουλευτές.

Απέναντι, μια εξίσου ετερόκλητη (αυτοβούλως) συμμαχία. Έγκριτοι καθηγητές Πανεπιστημίου, επιφανείς μαχητές του εκσυγχρονισμού και των χιλίων ιπποτών του στα Πανεπιστήμια (οι βασικές δημοσιεύσεις των οποίων -μετά τη διδακτορική τους διατριβή- εντοπίζονται στο Βήμα), παραπολιτικοί δημοσιογράφοι, οι Ιοί της Ελευθεροτυπίας, όλοι άρχισαν να βάλλουν ομαδόν εναντίον των πρώτων. Κάποιες δειλές φωνές ιστορικών που προσπάθησαν να δουν τα πράγματα πιο ψύχραιμα κατεστάλησαν αποφασιστικά εν τη γενέσει τους.

Περί τίνος πρόκειται; Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να αλλάξει λίγο τα δεδομένα και τις συνήθειες των σχολικών βιβλίων ιστορίας. Επιχειρεί καταρχάς να ξεφύγει από το γνώριμο μοτίβο της γεγονοτολογίας σε ατέλειωτες σελίδες, στρεφόμενο σε θέματα κοινωνικής ιστορίας, καθημερινότητας και τρόπου ζωής. (Αξιοθαύμαστη η νέα ιστορία και τα Annales, αλλά για τους Γάλλους, αυτοί δεν έχουν γείτονες τους Τούρκους.) Άφθονες πηγές, διαγράμματα, εικόνες και γενικότερα ένα εποπτικό υλικό που κάνει φιλότιμες (πλην απέλπιδες θαρρώ) προσπάθειες να τραβήξει στοιχειωδώς την προσοχή ενός μέσου δωδεκάχρονου της γενιάς του Playstation II. Ακόμα και για αυτό όμως δέχτηκε την πιο άδικη και εμφανώς την πλέον ανυπόστατη κριτική.

Από την άλλη πλευρά, το βιβλίο στοχεύει στην εξισορρόπηση της εθνοκεντρικής αντίληψης που διέπνεε μέχρι τώρα τα βιβλία της ιστορίας (εκτίμηση που ανήκει στους συντελεστές του) με μια ιστορική οπτική που δίνει έμφαση όχι στην εξαίρεση της σύγκρουσης αλλά στον κανόνα της συν-ύπαρξης, για παράδειγμα στην Οθωμανική αυτοκρατορία (αυτό που εσφαλμένα -υποπτεύομαι- ο Μαζάουερ αποκαλεί, αναφερόμενος στη Θεσσαλονίκη, πολυπολιτισμικότητα). Η στόχευση αυτή εκτελείται άτεχνα ιστοριογραφικά και κραυγαλέα λεκτικά: το παράδειγμα των Μικρασιατών που συνωστίζονται (!) στην προκυμαία της Σμύρνης για να επιβιβαστούν στα πλοία είναι λεκτικό ατόπημα ολκής. Ο (λανθασμένος) όρος προσάρτηση για τη Μακεδονία συγκέντρωσε επίσης πολλές επικρίσεις. Ο όρος ισχύει βέβαια για τη Θεσσαλία και την Άρτα, δεν αφορά όμως τους Βαλκανικούς: μπορεί η λέξη απελευθέρωση να μη χρησιμοποιείται από τον Μαζάουερ (προτιμά για τη Θεσσαλονίκη τον όρο εξελληνισμός) ή να μην απαντάται σε τουρκικά, βουλγαρικά ή φυρομιανά βιβλία ιστορίας, είναι σαφές όμως ότι μιλάμε για ένα ελληνικό σχολικό βιβλίο.

Εγώ προσωπικά βρίσκω όλο αυτό το στρογγύλεμα αστείο και αντιπαραγωγικό. Ο όρος σφαγές είναι ακριβής, δεν θα τον κλίνουμε όμως σε όλες τις πτώσεις και τους αριθμούς για να ενσταλάξουμε στους ελληνόπαιδες ιστορική συνείδηση. Αντίστοιχα, το παρόν βιβλίο της Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου πολύ καλά κάνει και αναφέρεται στη σφαγή των Τούρκων της Τριπολιτσάς. Και η Φιλιώ καλά τα ΄λεγε: «τον πρίγκιπα Αντρέα τον λέγανε καψοκαλύβα». Έκαιγε τα τουρκικά χωριά στην προέλαση προς τον Σαγγάριο. Μπορούμε επίσης να αποκαλύψουμε στα παιδιά ότι η επανάσταση του ΄21 ηττήθηκε στρατιωτικά ολοκληρωτικώς. Και να δώσουμε έμφαση και στους εμφύλιους του ΄24 και του ΄25, παρά τις άρδην επικλήσεις της ρήξης.

Τουτέστιν υπάρχουν πολλοί κοινοί τόποι πλέον στη σύγχρονη ιστορική επιστήμη που μπορούν άφοβα να μεταφερθούν στα σχολικά εγχειρίδια, χωρίς εθνικές ανησυχίες και ετεροβαρείς εξισορροπήσεις. Δυο παρατηρήσεις μόνο.

Η πρώτη αφορά το ιστοριογραφικό επίδικο. Η ιστορική επιστήμη έχει αποφασίσει, εδώ και πολλά χρόνια, ότι ανήκει στο παρόν, όχι στο παρελθόν, και ότι ο σκοπός της δεν είναι ο εθνικός φρονηματισμός. Το ελληνοκεντρικό και παραδοσιακό μοντέλο της ιστορίας που ευαγγελίζονται οι επικριτές σαφώς και δεν είναι απορριπτέο σε όλα τα πορίσματά του, θέση που επανειλημμένα έχουμε διακηρύξει σε ανύποπτο χρόνο από τη στήλη αυτή. Είναι όμως, εδώ και δεκαετίες, ένα ξεπερασμένο ιστοριογραφικό παράδειγμα το οποίο έδωσε όσα είχε να δώσει. Η σύγχρονη ιστοριογραφία αναγνωρίζει ότι οι ιστορικές κατηγορίες και οι εννοιολογικοί ορισμοί είναι γνώρισμα και απότοκο της δικής μας εποχής και όχι των προηγούμενων.

Για να το κάνω λιανά, ο κομβικός όρος Έλληνες είναι διαφορετικός στην άκρη της γραφίδας του Ηροδότου, του Προκόπιου και του Παχυμέρη, ακόμα και του Ρήγα. Η εθνική συνέχεια λοιπόν, που από τους επικριτές θεωρείται αυταπόδεικτη τουλάχιστον για την προηγούμενη χιλιετία, δεν αποδεικνύεται από τις πηγές παρά μόνο αν εμείς (ή ο Παπαρρηγόπουλος) επιδιώκουμε να την ερμηνεύσουμε τοιουτοτρόπως. Αυτό όμως αδυνατούν να το κατανοήσουν οι επικριτές: προϋποθέτει ιστορική παιδεία και όχι απλώς τσαλαβούτημα στις πηγές και σε ιστορικά βιβλία.

Το δεύτερο είναι κατά τη γνώμη μου πολύ πιο σοβαρό, γιατί έχει άμεσο πρακτικό αντίκρισμα. Δικαίωμα κριτικής έχει ασφαλώς ο καθένας. Αρμοδιότητα όμως για τη διδασκαλία ή μη του βιβλίου έχουν οι οικείοι επιστημονικοί και παιδαγωγικοί φορείς. Και η ανοίκεια κριτική (ετερόκλητη και ετερόκλιτη) υπερέβη εαυτόν: ζήτησε, παντοιοτρόπως, την απόσυρση του βιβλίου. Και στην Ελλάδα, δυστυχώς, πολλά διδακτικά εγχειρίδια και δη ιστορίας έχουν αποσυρθεί κατόπιν πιέσεων γνωστών κύκλων: καταδικαστέα βεβαίως η γενοκτονία των Ποντίων, αλλά ποντιακά σωματεία και βουλευτές δεν μπορούν να καθορίζουν φέτος τη μορφή του βιβλίου και την εξεταστέα ύλη του μαθήματος (Ιστορία της θεωρητικής κατεύθυνσης). Και με συγχωρείτε, ουδόλως αναγνωρίζω ευγενέστερα ή πιο ανιδιοτελή κίνητρα σε ανησυχούντες αριστερούς απ΄ ό,τι στον Αρχιεπίσκοπο ή στην Εύξεινο Λέσχη.

Θα επαναλάβω σε αυτό το σημείο ότι ένα διδακτικό εγχειρίδιο πρέπει να διδαχθεί πειραματικά, να ανασχεδιαστεί αν κριθεί αναγκαίο, να διδαχθεί για ικανό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια να αναθεωρηθεί με στόχο τη βελτίωσή του. Προσωπικά πιστεύω ότι κανένα καινούριο βιβλίο δεν είναι καλύτερο από τα εικοσαετίας. Κανείς όμως δεν τα αξιολόγησε, αφουγκραζόμενος τη γνώμη όσων τα δίδαξαν και εντάσσοντας τα πορίσματα της αξιολόγησης αυτής σε μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς. Αυτό καθόλου δεν συνέβη ούτε με το παρόν βιβλίο, ούτε θα συμβεί με αυτό που θα κληθεί τάχιστα να το αντικαταστήσει.

Πίσω από φαντασιοκοπίες, φανταιζί ανησυχίες και πεποιημένους εξοργισμούς, τα πραγματικά ζητούμενα μόλις και διακρίνονται. Η επιστημονική κουβέντα για τη διδακτική της ιστορίας, που μακριά απ΄ όλο τον κουρνιαχτό διεξάγεται, φαίνεται να αγνοεί παντελώς την πλευρά του δέκτη της μαθησιακής διαδικασίας: την αντιληπτική ικανότητα του σύγχρονου παιδιού, τη δυνατότητα κρίσης, την πιθανότητα να διαβάσει, να κατανοήσει και να προσλάβει ένα σύνθετο κείμενο ιστορικού ή οποιουδήποτε άλλου λόγου, ικανότητα που βαίνει μειούμενη για ολοένα και περισσότερους.

Πόσο μακριά νυχτωμένοι είναι όσοι πιστεύουν ότι ένα οποιοδήποτε βιβλίο μπορεί να επιδράσει σε ένα δωδεκάχρονο, ας είναι και το CIA Factbook... Άλλωστε, οσονούπω έρχεται το Plαystation III. Μάλλον τους χολιγουντιανούς τριακόσιους του Λεωνίδα θα τους μετατρέψει γρήγορα σε παιχνίδι του.

Links

Όλα τα οργίλα άρθρα που ανέξοδα κατηγορούν τους Αμερικανούς ότι επιβάλλουν κοινωνικοθρησκευτικούς -δηλαδή εξωεπιστημονικούς- περιορισμούς στη διδασκαλία των επιστημών, της βιολογίας λ.χ. Μόνο που ο Ευαγγελιστής Αμερικανός δεν διεκδικεί ότι γνωρίζει καλύτερα βιολογία από τον Ντώκινς (όπως ο Στάθης Σ. ιστορία από τον Γιαννουλόπουλο), είναι απλώς πεπεισμένος ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατάγεται από τον πίθηκο. Ας είμαστε κατά τι πιο προσεκτικοί στις αποσιωπήσεις, τις αποσύρσεις, ενίοτε και στις μη προβολές.

BLUE TOOTH και ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΛΟΓΑ

Ο πρωθυπουργός της ταπεινότητας και της σεμνότητας εξαπέλυσε μύδρους ενάντια στις «μειοψηφίες» που αντιδρούν στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνησή του η οποία ολημερίς και ολονυκτίς κόπτεται για το καλό του τόπου και για τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Είναι όμως έτσι ή μήπως μας λένε μπαρούφες;

Κατ' αρχήν δεν είναι ίσες οι ψήφοι όλων μας. Η έλλειψη απλής αναλογικής καθιστά αμέσως αμέσως την έλλειψη ισοπολιτείας σε πολιτικό επίπεδο σε πρώτο πλάνο. Έτσι οι ψηφοφόροι της αριστεράς ή οποιαδήποτε άλλου μικρού κόμματος δεν πρόκειται να εκπροσωπηθούν ποτέ στο μέτρο που τους αναλογεί στο κοινοβούλιο. Αυτά όσον αφορά τους πολιτικούς θεσμούς που τόσο πολύ και τόσοι πολλοί κόπτονται να διαφυλάξουν ως κόρην οφθαλμών. Να έρθουμε τώρα και στο κράτος, που κατά δήλωση του κ. Καραμανλή δεν ανήκει σε κανέναν. Τώρα, αν όλοι οι πολίτες αυτής της χώρας έχουν διαφορετική αντίληψη από αυτόν, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Από τη μεταπολίτευση και δώθε τούτο το έρμο το κράτος δεν λειτούργησε παρά σαν λάφυρο για τους δύο επίδοξους εραστές της εξουσίας. Οι επιβήτορες του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. δεν έχουν αφήσει τίποτε όρθιο, προσβάλλοντας συνεχώς και καθημερινά τα ιερά και τα όσιά μας. Η τελευταία μελέτη της ΓΣΕΕ για τις ιδιωτικές δαπάνες που αφορούν την παιδεία κατέδειξε αυτό που όλοι μας -άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, άλλος ήδη και άλλος στο μέλλον- έχει ή θα νιώσει στο πετσί του και στην τσέπη του. Πακτωλός χρημάτων φεύγει από τον οικογενειακό κορβανά για να καλύψει τα κενά -ποια κενά δηλαδή, τις τρύπες καλύτερα να λέμε- του δημόσιου σχολείου. Μια παιδεία δηλαδή τύποις δημόσια και δωρεάν που αδυνατεί να παίξει το ρόλο της, έστω αυτόν ενός αστικού σχολείου το οποίο θα δίνει τουλάχιστον τις απαιτούμενες δεξιότητες που απαιτεί η αγορά, η άλλη θεότητα που τόσοι και τόσοι σήμερα πίνουν νερό στο όνομά της. Σε ποιο κράτος του «αναπτυγμένου» τουλάχιστον κόσμου υπάρχουν φροντιστήρια που προσφέρουν -με το αζημίωτο, φυσικά- όλα εκείνα που όφειλε να προσφέρει το σχολείο; Σε ποιο κράτος που επαίρεται ότι έχει δημόσιο σύστημα υγείας δαπανώνται τόσα χρήματα για να καλυφθούν οι ελλείψεις και οι ανεπάρκειες αυτού ή, ακόμη χειρότερα, να διατηρηθεί και να συντηρηθεί ο κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας στο χώρο της υγείας; Για ποιο κράτος μάς μιλάνε, όταν αυτό συμπεριφέρεται με τόση αναλγησία σε μείζονα κοινωνικά προβλήματα, όπως αυτό της φτώχειας, της ανεργίας, των κοινωνικών αποκλεισμών; Ποιο κράτος ακριβώς υπερασπίζεται ο πρωθυπουργός, αυτό που ψεκάζει με απαγορευμένα και δηλητηριώδη για το στρατό χημικά αέρια την κάθε κοινωνική ομάδα που τολμά να ξεκουνηθεί από τον καναπέ της και από τις εμετικές τηλεοπτικές οθόνες, ή μήπως αυτό που τρώει σωρηδόν πρόστιμα από την ΕΕ για την απαράδεκτη κατάχρηση φυτοφαρμάκων από τους αγρότες μας, για τον καρκίνο που τους θερίζει, για τις ανεξέλεγκτες χωματερές και το δυσεπίλυτο πρόβλημα των σκουπιδιών; Πώς τολμά να ζητά το λόγο από αυτά τα παιδιά που αντί να υποβάλουν αιτήσεις στο SUPER DEAL, αντί να στέλνουν από τα κινητά τους την ψήφο τους για το ποιο τραγούδι θα στείλουμε φέτος στην EUROVISION, αντί να παρακαλάνε και να γίνονται χειροκροτητές και κλακαδόροι του τοπικού παράγοντα, δημάρχου, νομάρχη, βουλευτή, συνδικαλιστή, να τους βολέψει κάπου, διεκδικούν το αυτονόητο: μια αξιοπρεπή ζωή. Είναι η πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία μας που μια νέα γενιά ανθρώπων φαίνεται ότι θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Αφού της έκλεψαν την εφηβεία στραγγαλίζοντάς την με το να μάθει συνταγές μαγειρικής για να πετύχει στις περιβόητες εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, τώρα της λένε ότι αυτό που την περιμένει δεν είναι αυτό που νόμιζε. Το ζοφερό τοπίο του συνεχούς ανταγωνισμού που ξεδιπλώνεται καθημερινά μπροστά της, με την ταυτόχρονη αποδόμηση όσων θεωρούνταν μέχρι σήμερα σίγουρα και δεδομένα, όπως σταθερή και μόνιμη δουλειά, ασφάλεια και σύνταξη, είναι η αιτία των εξεγέρσεων. Θα πρέπει να ξέρουν όμως ότι όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες, και απ' ό,τι φαίνεται τούτα τα παιδιά δεν είναι διατεθειμένα να τα παρατήσουν τόσο εύκολα όσο κάποιοι νομίζουν, απλούστατα γιατί δεν έχουν να χάσουν τίποτα. Το μείζον θέμα λοιπόν για όλους μας είναι το εξής: δίνουμε ψήφο εμπιστοσύνης στα «μπλε δόντια» και τα πράσινα άλογα ή τασσόμαστε με τον αγώνα των φοιτητών για μια αξιοπρεπή και με νόημα ζωή;

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕΡΜΙΓΚΗΣ

Περί πολιτισμού ….

Με αφορμή πρόσφατη εκδήλωση που έγινε για μία ελληνική ταινία παρουσία της σκηνοθέτιδας (“Ώρες κοινής ησυχίας” της κας Ευαγγελάκου), θα ήθελα να εκφράσω κάποιες σκέψεις:

1) Είδα ανθρώπους που δεν παρακολουθούν σινεμά, τουλάχιστον συστηματικά, να προσέρχονται να δουν μία ταινία, αλλά αύριο θα είναι πάλι απόντες από κάποια άλλη αξιόλογη ταινία.

2) Η κριτική ήταν σχολικού επιπέδου, κάτι που φανερώνει την παντελή έλλειψη παιδείας, ιδιαίτερα κινηματογραφικής, που έχουμε όλοι μας (απλώς κάποιοι αρνούνται να το παραδεχτούν).

3) Αξία έχει ο διάλογος (ο αυθόρμητος, βέβαια) και η ανταλλαγή απόψεων, όποιες κι αν είναι αυτές, γιατί δείχνουν τουλάχιστον έναν προβληματισμό. Αξία δεν έχει η επίδειξη γνώσεων.

4) Η κορυφαία στιγμή ήταν όταν εκπαιδευτικός μίλησε για «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» για τα οποία δεν υπήρχαν καν αναφορές στην ταινία, και τότε κατάλαβα τι ακούν τα παιδιά σήμερα στα σχολεία. Ντράπηκα ξανά για την πόλη μου και για εμάς που ζούμε σ' αυτήν. Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι εδώ απαγορεύτηκε η ταινία “Κώδικας ντα Βίντσι”. Αυτό θα έπρεπε ίσως να αναγράφεται στην είσοδο της πόλης, ώστε ο επισκέπτης σκηνοθέτης να έχει κατά νου ότι εδώ που έρχεται, ίσως κάποια στιγμή απαγορευτεί και η δική του ταινία, αν δεν συμφωνεί με τις ιδέες των «καθοδηγητών» του νομού.

Όσον αφορά την ίδια την κινηματογραφική δημιουργία, θα ήθελα να επισημάνω ότι είναι ευχάριστο οι ταινίες να ασχολούνται με προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και όχι κάποιας άλλης, κάπου αλλού. Η ταινία ήταν φυσική και οι ερμηνείες πολύ καλές (όχι κάτι αυτονόητο με τις ελληνικές ταινίες, στις οποίες νιώθεις πολλές φορές ότι παρακολουθείς σχολική παράσταση). Μην ξεχνάμε ότι πάρα πολλά ελληνικά φιλμ ήταν και είναι κακές αντιγραφές σεναρίων, προτύπων και τεχνοτροπιών ξένων ταινιών, με αποτέλεσμα να υποτιμάται η νοημοσύνη του θεατή, λες και δεν πρόκειται να το καταλάβει. Ίσως μερικές φορές μάλιστα οι θεατές να αντιλαμβάνονται πιο καλά και από τον ίδιο το σκηνοθέτη αυτές τις προσπάθειες. Προς το παρόν δεν έχουμε τη δυνατότητα να είμαστε διεθνώς παρόντες και ανταγωνιστικοί κινηματογραφικά, και ένας από τους λόγους ίσως είναι η αδυναμία ανάδειξης των προβλημάτων μας προς τα έξω με σύγχρονο και ελκυστικό τρόπο. Μην ξεχνάμε ότι διάσημοι σκηνοθέτες επιβλήθηκαν ασχολούμενοι με προβλήματα της δικής τους κοινωνίας (π.χ. Κεν Λόουτς). Γιατί, τελικά, αν σκάψει κανείς κάτω από την επιφάνεια, κοινή είναι η μοίρα των ανθρώπων, και παραλλαγές των ίδιων προβλημάτων υπάρχουν παντού. Θετική η παρουσία χιούμορ στην ταινία, γιατί και διατηρεί το ενδιαφέρον και προσθέτει στοιχεία στους χαρακτήρες και κάνει ανεκτές κάποιες δύσκολες καταστάσεις. Θεωρώ ότι όλες εκείνες οι ταινίες όπως αυτή της κας Ευαγγελάκου αλλά και άλλων δημιουργών (Παναγιωτόπουλου, Γραμματικού, Γιάνναρη κ.ά.) που δεν στοχεύουν σε εντυπωσιασμούς, αλλά στην ανάδειξη των καθημερινών ανθρώπων, εκείνων που ζουν με εμάς, δίπλα μας, ή λίγο πιο πέρα, θα οδηγήσουν ίσως κάποιους να σκεφτούν για τα προβλήματα αυτής της κοινωνίας που περνάει μία βαθύτατη κρίση αξιών. Η διαφορά της ελληνικής κοινωνίας από κάποιες πιο προηγμένες είναι ακριβώς αυτή. Οι προηγμένες κοινωνίες θέτουν τα προβλήματα, τα συζητούν και προσπαθούν να βρουν λύσεις, άσχετα αν το καταφέρνουν πάντα. Οι υπανάπτυκτες κοινωνίες θεωρούν τον εαυτό τους προικισμένο από την ιστορία και τις ανώτερες δυνάμεις, οι οποίες με κάποιον τρόπο μαγικό θα λύσουν τα προβλήματα. Για όλα φταίει κάποιος άλλος (ποτέ εμείς) και τελικά η μοίρα (βλέπε ελληνικές ταινίες δεκαετίας '60). Κανείς δεν κάνει την αυτοκριτική του. Τα πράγματα γίνονται κωμικο-τραγικά και παράλογα μέρα με τη μέρα. Με ειλικρίνεια, χιούμορ, αυτοκριτική, χωρίς υπεροψία πρέπει να συνεχίσουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι η μόνη ελπίδα να συνέλθουμε, αν συνέλθουμε… Γιατί είμαστε οι τελευταίοι, πολύ χειρότεροι από τους γονείς μας, οι οποίοι τουλάχιστον είχαν αξίες αλλά και συνείδηση της άγνοιάς τους, κάτι που φάνηκε στην προσπάθειά τους να μας μορφώσουν.

Έτσι, κάποιες ημέρες μετά την ταινία, οπότε καταλάγιασε μέσα μου η πρώτη εντύπωση, μπορώ να πω ότι η αίσθηση που μου άφησε ήταν αισιόδοξη..

ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΘΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟ ΖΙΟΒΑ

Στις 10 Δεκέμβρη η εφημερίδα μας αποφάσισε να διοργανώσει μια καλλιτεχνική βραδιά με μουσική και ποιητικό λόγο από την ομάδα «πέρασμα» και τον συντοπίτη ηθοποιό και ποιητή Γιώργο Ζιόβα στη μουσική σκηνή Ανδρομέδα, παρεμβαίνοντας με αυτό τον μικρό αλλά ελπίζουμε σημαντικό τρόπο στα καλλιτεχνικά πράγματα της πόλης μας. Έτσι αδράξαμε την ευκαιρία και καταγράψαμε μια συνομίλια παρά μια συνέντευξη, που είχαμε με το Γιώργο για όλα εκείνα που μας απασχολούν, από τη μουσική και το θέατρο ως τη πολιτική και την ίδια εν τέλει τη ζωή.

ΕΡ.: Είσαι ποιητής αλλά και ηθοποιός, και τώρα εμφανίζεσαι στα πολιτιστικά πράγματα με ένα μουσικό σχήμα, με την ομάδα “Πέρασμα”, δίνοντας μία ιδιαίτερη μουσική παράσταση. Λίγα λόγια για αυτή την εκδήλωση…

ΑΠ.: Εγώ είμαι επαγγελματίας ηθοποιός. Από αυτό ζω. Μέσα στα πλαίσια του επαγγελματικού θεάτρου οι ηθοποιοί προσπαθούμε, άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο, να κάνουμε τέχνη πραγματική, αυτό δηλαδή που κάνουμε να μην είναι απλώς μία βιοποριστική εργασία, αλλά δημιουργία. Αυτό δεν το καταφέρνουμε πάντα, γιατί υπάρχει ο εργασιακός καθορισμός που σε περιορίζει. Από την άλλη γράφω και ποιήματα χρόνια τώρα, από αυτά όμως κι αν δεν ζεις με τίποτα. Είναι ένας χώρος στον οποίο μπορείς, αν δεν ναρκισσεύεσαι, αν δεν πας στην άλλη άκρη, πραγματικά να δημιουργήσεις. Να κάνεις κάτι δηλαδή πραγματικά δικό σου που να μην το ελέγχει κάποιος άλλος. Στην παράσταση που παρουσιάσαμε εδώ σήμερα, την οποία ίσως αν την κάναμε πριν από 10-15 χρόνια δεν θα έπιανε καθόλου, γι’ αυτό άλλωστε συμβαίνει και τώρα, μαζευτήκαμε 6-7 παιδιά που δεν είμαστε αμιγώς επαγγελματίες μουσικοί, δοκιμάσαμε, απορρίψαμε και στο τέλος κρατήσαμε γύρω στα 20-25 τραγούδια: από Βαμβακάρη μέχρι Θεοδωράκη, Μαρκόπουλο, Μούτση, μέχρι Άσιμο, Θανάση Παπακωνσταντίνου κ.ά. Μιλάμε για 2-3 τραγούδια του καθενός από αυτούς. Ανάμεσα σε αυτά παρεμβάλαμε 7-8 ποιήματά μου, δηλαδή στην αναλογία 3 τραγούδια-1 ποίημα, και φτιάξαμε ένα ενιαίο σύνολο που δεν θα το πω ούτε μουσική παράσταση ούτε πρόγραμμα μουσικού μαγαζιού. Είναι ένα πράγμα ενδιάμεσο, δηλαδή ούτε ένα λόγιο πράγμα φιλολογικό, μία παρουσίαση κάποιων τραγουδιών με ποιήματα ή το αντίστροφο, ούτε ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα μαγαζιού. Όλα τα τραγούδια θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουν κοινωνικές αναφορές, ακόμα και αυτά του Βαμβακάρη. Σε αυτό το πρόγραμμα μπορεί να βρεις και μία ιστορική εξέλιξη.

ΕΡ: Υπάρχει δηλαδή ένας ιστός; Έχετε δουλέψει τα τραγούδια και το λόγο;

ΑΠ.:Ακριβώς. Είναι σαν μία συνομιλία των ποιητικών κειμένων με τα τραγούδια αυτά. Δηλαδή η ιστορία που λένε τα 2-3 τραγούδια κάτι σημαίνει για τον αφηγητή που τον κάνω εγώ, ο οποίος με τη σειρά του απαντάει με ένα ποίημα, και υπάρχει έτσι μία συνέχεια, μία συνομιλία που ολοκληρώνεται κάπου προς το τέλος.

ΕΡ.: Ποιο είναι το κοινό γνώρισμα τόσο των τραγουδιών που έχουν επιλεγεί για αυτή την παράσταση όσο και των δικών σου ποιημάτων;

ΑΠ.:Οι κοινωνικές αναφορές, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Ένας προβληματισμός ή μία διάθεση, μία ατμόσφαιρα, της αγοράς, της αγοράς όμως όχι με την έννοια του αγοραίου, αλλά του τόπου όπου κινούνται κι ανταμώνουν οι άνθρωποι. Υπάρχει λοιπόν ένας τέτοιος συνεκτικός δεσμός. Επίσης σημαντικό είναι ότι τα τραγούδια -και φαίνεται αυτό με όσα περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα και είναι 60 και 70 χρόνων- δεν έχουν γραφτεί με ημερομηνία λήξεως. Και αυτό συμβαίνει γιατί έχουν προκύψει από μια βαθύτερη ανάγκη του δημιουργού, από μία αληθινή χαρά του ή από έναν αληθινό καημό του. Έχουν γραφτεί από τον Βαμβακάρη, τον Θεοδωράκη και τους άλλους προκειμένου να επικοινωνήσουν με το κατά καιρούς ακροατήριό τους και όχι για να πάνε μετά στη δισκογραφική εταιρεία και να εκμεταλλευτούν το έργο τους. Γι’ αυτό και τα συγκεκριμένα τραγούδια αντέχουν. Έχουμε εμφανιστεί σε 7-8 χώρους διαφορετικούς μεταξύ τους, και μπορώ να σου πω ότι κάθε φορά υπήρξε ανταπόκριση από τον κόσμο.

ΕΡ: Πώς πήγε λοιπόν η παράσταση, όχι μόνο από την άποψη της κριτικής προσέγγισης αλλά και της αποδοχής και της συμμετοχής του κόσμου, του κοινού. Και πόσον καιρό παίζεται;

ΑΠ: Έχουμε ξεκινήσει από την άνοιξη, η δε αποδοχή του κόσμου ήταν πολύ θετική. Έχω την εντύπωση -νομίζω πως το υπαινίχθηκα λίγο πιο πριν- ότι αν κάναμε την παράσταση πριν από 10 χρόνια με αυτά τα συγκεκριμένα τραγούδια και με αυτά τα κείμενα τα ποιητικά δεν θα ήταν το ίδιο…

ΕΡ: Γιατί το λες αυτό;

ΑΠ: Γιατί έχω την εντύπωση ότι εδώ και μερικά χρόνια κάτι αρχίζει πάλι να κινείται στην κοινωνία. Μέσα σε αυτήν δηλαδή τη δικτατορία μπορούμε να πούμε του life style, μέσα σε αυτή την ευτέλεια, αυτό τον πολτό της σαχλαμάρας, της ανοησίας, της εικονικής πραγματικότητας της τηλεόρασης, του καταναλωτισμού, του “πολιτισμού” της ευτέλειας που κυριαρχεί αυτήν τη στιγμή στο τραγούδι και σε όλα τα είδη της τέχνης αλλά και στην καθημερινή μας ζωή, έχω την εντύπωση ότι υπάρχει ένα κομμάτι του κόσμου που αρχίζει ξανά λίγο να ψάχνεται, να αναζητά κάτι πιο αληθινό, κάτι που θα μιλήσει στην καρδιά του, κάτι που θα τον κάνει να αμφισβητήσει αυτό που σας περιέγραψα, αυτό το life style.

ΕΡ: Από πότε προσδιορίζεις χρονικά αυτήν τη στροφή;

ΑΠ: Εδώ και κάποια χρόνια. Μιλώντας γενικά, γιατί δεν υπάρχουν ακριβή όρια, νομίζω αυτό που περιέγραψα πριν, η μεγάλη απάθεια της πλειοψηφίας του κόσμου, ήταν στη δεκαετία του ’90. Νομίζω πως με τον νέο αιώνα, πολλά πράγματα άλλαξαν. Μπορείς να βάλεις και σαν όριο την 11η Σεπτέμβρη, και άλλα πράγματα. Νομίζω πως τα τελευταία χρόνια συμβαίνει αυτό το πράγμα.

ΕΡ: Σχετικά με τη στροφή αυτή που συντελείται είτε στον πολιτισμό είτε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, διακρίνεις άραγε μια διάθεση δημιουργίας από κάποιους ανθρώπους ή μία διάθεση κάτι να εξετάσουν;Τίθεται ξανά επιτακτικά το αίτημα και η αναγκαιότητα να ξεπεράσουμε τα πέτρινα χρόνια της ατομικότητας βρίσκοντας νέες συλλογικότητες ή ανακαλύπτοντας ενδεχομένως και παλιές, αναπαλαιώνοντας ή επαναθεμελιώνοντάς τες ;

ΑΠ: Έχω αυτή την εντύπωση.

ΕΡ: Αν δεχτούμε ότι υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα, πρακτικά στον τόπο μας παίρνει σάρκα και οστά και, αν ναι, πού;

ΑΠ: Η αναγκαιότητα σαφώς υπάρχει. Και τη δεκαετία του ’90 που σας είπα πριν, και τότε υπήρχε, απλώς δεν εκφραζόταν, ίσως ο κόσμος ήταν κουρασμένος. Και η αριστερά, που συγκεκριμένα τράβαγε τον κόσμο στον πολιτισμό πιο ζεστά, πιο ουσιαστικά κτλ., έδειχνε μία κόπωση, βίωνε μία ήττα. Η αναγκαιότητα υπήρχε και τότε και υφίσταται σαφώς και τώρα ακόμη περισσότερο, επειδή η πολιτιστική σήψη που περιγράψαμε και πιο πάνω είναι πολύ έντονη.

ΕΡ: Αυτό συμβαίνει με την τηλεόραση βασικά;

ΑΠ: Η τηλεόραση είναι αντανάκλαση του σκουπιδαριού που υπάρχει στην κοινωνία, με τη σειρά της όμως κι αυτή και με τον τρόπο της ανατροφοδοτεί περισσότερο αυτό το σκουπιδαριό.

ΕΡ: Δεχόμαστε πως η αναγκαιότητα για κάτι καινούργιο, για κάτι διαφορετικό, για μια επαναφορά της πολιτικής και της συλλογικότητας στο προσκήνιο της κοινωνικής μας και όχι μόνο ζωής, είναι υπαρκτή. Την ανάγκη όμως αυτή τη βλέπουμε να αποκτά σάρκα και οστά, να γίνεται πράξη ;

ΑΠ: Μόλις τώρα σκέφτηκα κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Το ότι καθόμαστε εδώ και κάνουμε αυτήν τη συζήτηση, το ότι εσείς εδώ, σε μια περιφέρεια αγνοημένη και φτυμένη, όταν 5 εκατομμύρια ζούνε στο λεκανοπέδιο της Αττικής και σχεδόν τα πάντα στον πολιτισμό συμβαίνουν εκεί, το ότι εσείς παρεμβαίνετε πολιτικά και πολιτιστικά και βγάζετε μία εφημερίδα, κάτι λέει. Δεν το κάνατε πριν από 10 χρόνια. Γνωρίζω πως ανάλογες κινήσεις υπάρχουν και σε άλλες περιοχές, ίσως όχι ακόμη έντονες, αλλά υπαρκτές.

ΕΡ: Υπάρχει ελπίδα, δηλαδή;

ΑΠ:Βεβαίως, βεβαίως. Είναι πολύ ενθαρρυντικό αυτό και δεν είναι καθόλου, ξέρεις, μόνο στο μυαλό μας. Ας αναφερθώ στον κοντινό μας χώρο. Εμένα μου κάνει εντύπωση το ότι ο κόσμος αποδέχτηκε αυτά τα παλιά τραγούδια. Σχετικά με την ερώτηση που έκανες πριν, για το ότι γυρίζουμε πίσω, σε παλιά υλικά, δεν είναι κακό αυτό, ξέρεις. Ξαναγυρίζουμε σε πράγματα που έχουνε αξία, σε εποχές που ήτανε πιο, πώς να τις πεις……

ΕΡ: Θες να πεις πιο έντονες, με μεγαλύτερες αντιφάσεις, με μεγαλύτερες αντιθέσεις;

ΑΠ: Υπήρχε μεγαλύτερη συλλογικότητα, είχαν βγει στο προσκήνιο άνθρωποι με τέτοια τραγούδια. Σήμερα βλέπουμε νέους ανθρώπους να τα προσεγγίζουν με ενδιαφέρον. Ένα άλλο που μπορώ να σου πω: πολλά ποιήματα από αυτά που διαβάζω τώρα, τα είχα βγάλει το ’94. Κοντινοί μου άνθρωποι, αρκετοί μάλιστα, όχι ένας και δύο, είχαν αντιδράσει θετικά. Κάποιοι άλλοι μου έλεγαν: “Έχει τελειώσει αυτό”, επειδή είχαν κοινωνικές αναφορές κτλ. Έχουν την ανάγκη αυτού που περιέγραψες. Να θέσουν κάποια πράγματα ή να θέσουν το αίτημα ότι μπορείς να αλλάξεις τα πράγματα. Άλλων πάλι δεν τους έκαναν καμιά εντύπωση. Οι ίδιοι άνθρωποι, το θυμάμαι καλά γιατί είναι δικά μου πράγματα, όταν τα ακούσανε, είπαν: “Ρε σύ, είναι καλά αυτά, κάτι μας λένε”. Και τους απάντησα ότι τα ποιήματα τα 'χω από τότε. Εμένα κάτι μου λέει αυτό σε σχέση με το σήμερα. Η αναγκαιότητα λοιπόν και η διάθεση έστω και ενός μειοψηφικού κομματιού του κόσμου, είναι κάτι να γίνει.

ΕΡ: Αυτό θέλω να σου πω. Σήμερα, εκτός από το να ανακαλύπτουμε τις παλιές καλές στιγμές, εν προκειμένω του ελληνικού τραγουδιού, γεννιούνται καινούργια, ενδιαφέροντα πράγματα; Πράγματα τα οποία θα τα ακούνε οι επόμενες γενιές όπως εμείς ακούσαμε τώρα Βαμβακάρη ;

ΑΠ: Υπάρχουν σ' αυτό το πρόγραμμα τρία τραγούδια που τα λέει ένα παιδί, ο Κωστής, και είναι δικά του, στίχοι κ.λπ., που έχουν τέτοιες αναφορές. Υπάρχουν επίσης τραγουδοποιοί και γενικά άνθρωποι που είναι και τώρα στην αγορά και στη δισκογραφία που όλο και κάτι έχουν να πουν. Αλλά, όπως είπες, αυτά τα ποταμάκια δεν έχουν συγκλίνει κάπου, ώστε να δημιουργήσουν κάτι δυνατό. Γι’ αυτό και είναι σημαντική η δική σας ύπαρξη εδώ, ένα δείγμα κάτι καινούργιου, με όλες τις αντιφάσεις και όλες τις αδυναμίες του…

ΕΡ: Κάτι άλλο. Πριν από μερικά χρόνια υπήρξες ηθοποιός του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί μία έντονη φημολογία για την αναγκαιότητα ύπαρξης ή μη των θεάτρων αυτών. Άλλοι θεωρούν ότι έκλεισε ο κύκλος τους και ότι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα πια… Θέλω τη γνώμη σου γι’ αυτό.

ΑΠ: Πρόκειται για τη συνολική επίθεση της κυβέρνησης προκειμένου να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα, από τον ΟΤΕ μέχρι τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Θέλουν να αφήσουν μόνο 4-5 ΔΗΠΕΘΕ στις μεγάλες πόλεις. Αυτό δηλαδή που είπαμε πριν, ότι είναι υδροκέφαλη η Αθήνα και συγκεντρώνει όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, καλές ή κακές, θέλουν να το κάνουν και σε 5 άλλες πόλεις, ας πούμε στην Πάτρα. Το Αγρίνιο έχει 100 χιλιάδες κόσμο, αλλά και 50 να είχε, και 30, είναι δυνατόν να μην φροντίζεις, ως έστω καπιταλιστικό κράτος, έστω και έτσι, να υπάρχουν αυτά τα θέατρα, με όλες τις αδυναμίες τους, με όλα όσα τούς προσάπτουν, ότι υπάρχει παραγοντισμός, ότι υπάρχουν οι τοπικοί παράγοντες και η αυτοδιοίκηση επεμβαίνει ακόμη και στα καλλιτεχνικά; Εγώ σου λέω ότι συμβαίνουν αυτά. Δεν είναι δυνατόν όμως ως λύση να τα κλείνεις, επειδή τάχα έχει ολοκληρωθεί ο ιστορικός τους κύκλος. Δεν έχει τελειώσει κανένας ιστορικός κύκλος τους, κατά τη γνώμη μου. Ίσα ίσα η περιφέρεια πρέπει να βοηθηθεί ακόμη περισσότερο, να χρηματοδοτηθεί κι άλλο. Δεν είναι δικαιολογία δηλαδή ότι δεν υπάρχουν λεφτά και ότι συμβαίνουν όλα τα άλλα που είπαμε, παραγοντισμοί και λοιπά. Γιατί το μόνο που θα γίνει θα είναι ο κόσμος να στερηθεί μια πολιτιστική προσφορά, ακόμη κι αν αυτή γίνεται με τρόπο στρεβλό. Θα υπάρξει επίσης ανεργία στον κλάδο των ηθοποιών. Αυτό είναι από τα παρεπόμενα, από τις παράπλευρες απώλειες. Η κυριότερη όμως συνέπεια θα είναι για τον κόσμο της επαρχίας, ειδικά το χειμώνα, που θα περιμένει να έρθει ο άλφα θίασος να κάνει μια αρπαχτή και να φύγει. Δεν είναι δυνατόν. Είναι απαράδεκτο αυτό το πράγμα.

ΕΡ: Θέλω να μου σχολιάσεις λίγο τη θεατρική ζωή στην Αθήνα, τα δρώμενα δηλαδή αυτήν τη στιγμή. Και θέλω να σταθώ σε δύο πράγματα που εμένα μου έχουν κάνει εντύπωση, παρότι αδυνατώ να παρακολουθήσω εξ αποστάσεως το τι συμβαίνει εκεί. Το πρώτο είναι ότι παίζεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ένα μονόπρακτο με τον Αντωνόπουλο. Θα 'λεγα όμως ότι την ίδια στιγμή κλείνει, γιατί δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα λειτουργικά του έξοδα, το Ανοιχτό Θέατρο του Μιχαηλίδη. Υπάρχει μία αντιφατικότητα σε αυτό. Δηλαδή από τη μία φαίνεται ότι υπάρχει ένας κόσμος που αναζητάει να βρει το καλό θέαμα, και από την άλλη βλέπουμε αυτά.

ΑΠ: Υπάρχουν 150 θέατρα, ξέρεις. Υπάρχει δηλαδή και μία υπερπροσφορά, κι αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό. Υπάρχουν πολλά παιδιά που θέλουν πραγματικά να δημιουργήσουν κάτι. Βέβαια αυτή η πληθώρα δείχνει και κάτι άλλο. Ότι με όλα αυτά τα “Fame story” ή τα ανάλογα θεατρικά προσπαθούν να πείσουν τα παιδιά ότι μπορείς να κάνεις καριέρα, να γίνεις σταρ, να βγάλεις πολλά λεφτά και να γίνεις και γνωστός. Πράγμα που όμως αφορά 10-15 άτομα μόνο. Στη βάση, οι εργασιακές συνθήκες είναι άγριες. Από την άλλη, υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να ξέρετε. Ότι υπάρχουν 6-7 θέατρα στα οποία πια έχουν μπει μέσα εταιρείες μεγάλες, οι οποίες κάνουν τηλεοπτικές παραγωγές και παράλληλα και θέατρο. Η ποιότητα είναι ανάλογη με τις κακές τηλεοπτικές παραγωγές. Αυτοί έχουν πακέτα ηθοποιών και συνεργατών που τα πάνε από τα σήριαλ στο θέατρο, με ανάλογο περιεχόμενο, και υπάρχει και ένα κοινό εκπαιδευμένο πια, με την κακή έννοια, που πάει και βλέπει αυτά. Το αμιγώς θεατρόφιλο και συνειδητοποιημένο θεατρικό κοινό, που ξέρει τι βλέπει και τι θέλει να δει, είναι 3-4 χιλιάδες. Σε 5 εκατομμύρια πληθυσμό, αυτοί που πάνε θέατρο μπορεί να είναι 100-200 χιλιάδες αλλά είναι άνθρωποι που πάνε για μια ή δυο φορές θέατρο και βλέπουν αηδίες. Στους τρεις χιλιάδες που σας προανέφερα, υπάρχει και ένας σκληρός πυρήνας που πάνε και βλέπουν 4-5 παραστάσεις. Είναι και ακριβό το εισιτήριο. Υπάρχουν 20-30 χιλιάδες άνθρωποι που θα δούνε μια-δυο παραστάσεις. Αλλά οι καλές παραστάσεις είναι πολύ λίγες. Δεν μιλάμε για κάτι βαρύγδουπο, “κουλτουριάρικο”, ελιτίστικο. Αυτό που εγώ κάνω ή αυτό που έχω στο μυαλό μου για την τέχνη, πρέπει να είναι -μπορεί να παρεξηγηθεί η λέξη που θα σου πω αλλά έχει νόημα- έντεχνο λαϊκό. Μπορεί να θυμίζει λίγο αυτά που έκαναν ο Χατζιδάκης, ο Θεοδωράκης. Ας το θυμίζει. Εγώ αυτό θέλω. Να μην είναι ούτε κάτι απογειωμένο και δήθεν, που ο άλλος να μην το καταλαβαίνει, ούτε κάτι αβανγκάρντ, δηλαδή περίεργο, ούτε κάτι που να είναι χυλός. Η έγνοια σου είναι να ανεβάσεις το μέσο όρο προς τα πάνω, να μεγαλώσεις τον κύκλο των μυημένων. Να μην κατεβάσεις τον πήχη δηλαδή.

ΕΡ: Αυτή την προσπάθεια τη βλέπεις και σε άλλους δημιουργούς; Γιατί η κατάσταση που περιγράφεις είναι ζοφερή. Μας δίνεις την εικόνα μιας θεατρικής Αθήνας η οποία πάει να πνιγεί, καταδυναστεύεται από εταιρείες οι οποίες παίρνουνε θέατρα και τα συνδέουν με τα τηλεοπτικά προγράμματα και ένα θεατρόφιλο κοινό το οποίο το περιέγραψες γύρω στους 10-12 χιλιάδες.

ΑΠ: Αυτοί δεν πνίγονται βέβαια. Ο κόσμος αυτός μπορεί να περνάει καλά εκείνη την ώρα. Δηλαδή επειδή μπορεί να ανοίγει την τηλεόραση και να βλέπει αυτήν τη σαχλαμάρα που υπάρχει από τα πρωινάδικα μέχρι τις βραδινές εκπομπές, που είναι το ίδιο στιλ ανακυκλωμένο, μπορεί εκείνη την ώρα……

ΕΡ: Νομίζει ότι περνάει καλά, ναι, αυτό δεν το αμφισβητώ

ΑΠ: Αλλά είναι πνιγηρό για έναν άνθρωπο που θέλει να πει ότι δεν είναι έτσι αυτή η ζωή. Εντάξει, υπάρχουν παρ’ όλα αυτά παραστάσεις και άνθρωποι που περιμένουν να συμβούν πράγματα να πάνε. Υπάρχουν 10-15 θέατρα που κρατάνε και ρεπερτόριο καλό κτλ.

ΕΡ: Τα κρατικά θέατρα κρατούν τον πήχη ψηλά; Το Εθνικό δηλαδή, εν προκειμένω.

ΑΠ: Έτσι κι έτσι. Δεν είναι και από τα χειρότερα.

ΕΡ: Ή μπαίνει κριτήριο επιβίωσης, ανταγωνιστικότητας για τα εισιτήρια….

ΑΠ: Έχουν και τέτοια στοιχεία, έχουν πάρει υπόψη τους και τέτοια στοιχεία. Κλείνουν το μάτι προς τα εκεί, αλληθωρίζουν προς τα κει.

ΕΡ: Ένας ανεξάρτητος δημιουργός πώς μπορεί να αντέξει αυτόν τον ανταγωνισμό ;

ΑΠ: Πολύ δύσκολα. Εδώ πολλοί λένε ότι πρέπει να καταργηθούν οι επιχορηγήσεις του κράτους. Έχει να κάνει και με τα ΔΗΠΕΘΕ. Υπάρχουν δηλαδή θέατρα που παίρνουν μεγάλη επιχορήγηση προκειμένου να αντέξουν να κάνουν ποιοτικό ρεπερτόριο και όχι σαχλαμάρες. Κι αυτές όμως τις επιχορηγήσεις θέλουν να τις μειώσουν και να τις κόψουν. Κάποιοι λένε ότι με αυτό τον τρόπο το κράτος ελέγχει τον δημιουργό. Ναι, αλλά δεν γίνεται με άλλον τρόπο όμως. Κάνε μεγαλύτερες επιτροπές, πολυπληθέστερες και αντιπροσωπευτικότερες.

ΕΡ: Στην εποχή της άφθονης επικοινωνίας, λόγω της ύπαρξης των ηλεκτρονικών κυρίως μέσων ενημέρωσης, είναι εύκολο να μάθει ο κόσμος πως υπάρχουν δημιουργοί που κάνουν κάτι διαφορετικό από το σύνηθες ;

ΑΠ: Είναι πολύ δύσκολο. Η κατάσταση είναι άγρια… Κατ’ αρχήν να σου πω μία φράση η οποία δεν είναι δική μου. Την είδα κάπου και μου άρεσε. Υπάρχει πληροφοριακή μόλυνση, δηλαδή ένας καταιγισμός πληροφοριών. Αυτό δεν είναι κι ό,τι καλύτερο. Αν μπορεί κανείς, θα πρέπει να ανακόπτει κάπως αυτή τη ροή. Αν μπορείς να κλείσεις την τηλεόραση δηλαδή λίγο περισσότερο, κάν’ το. Καλύτερα είναι. Μη σε πλακώνει αυτό το πράγμα. Θα ζήσεις και χωρίς αυτό. Υπάρχουν πράγματα που μπορείς να τα βρεις, αρκεί βέβαια να τα ψάξεις. Να, εσείς που βγάζετε μία εφημερίδα και θέλετε να παρέμβετε, πρέπει να ψάξετε αυτούς που ενδιαφέρονται, είτε είναι ένας είτε εκατό, και αυτοί με τη σειρά τους να βρουν κάποιους άλλους, να κάνουν κάτι συλλογικό, να επικοινωνήσουν, να δημιουργήσουν κάτι. Υπάρχει τρόπος δηλαδή μέσα σε αυτόν το χαμό που γίνεται, αυτό τον πολτό, να βρεθεί λύση.

ΕΡ: Υπάρχει σκέψη να δοθεί και σε άλλες πόλεις αυτή η παράσταση;

ΑΠ: Στην επαρχία είναι λίγο πιο δύσκολο να κάνουμε παραστάσεις απ' ό,τι στην Αθήνα, γιατί δουλεύουμε οι περισσότεροι και αλλού, και για να μπορέσουμε να πάμε οπουδήποτε πρέπει να συμπέσουν οι ημερομηνίες.

ΕΡ: Στις άλλες πόλεις οι συνθήκες ήταν παρόμοιες με τη δική μας;

ΑΠ: Ναι, βρεθήκαμε σε μαγαζιά τέτοιου είδους ή και διαφορετικά. Θέλω να πω και κάτι ακόμη. Οι καλλιτέχνες, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες, με την έννοια του εραστή της τέχνης, μπορούν και πρέπει να βρούνε τρόπο να δημιουργήσουν πράγματα πρωτότυπα, σε διάφορους τομείς της τέχνης. Αυτό κάνει καλό και στο σώμα και στην ψυχή, όχι μόνο του δημιουργού, αλλά και των θεατών και κοινωνών της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ο αξονικός τομογράφος του νομαρχιακού νοσοκομείου Αγρινίου, ο μοναδικός νοσοκομειακός στο μεγαλύτερο νομό της χώρας, λειτουργεί απ’ την πρώτη μέρα της λειτουργίας του με έναν και μόνον υπεύθυνο (όχι διευθυντή) γιατρό, τον επιμελητή Α Σπύρο Χρυσανθακόπουλο, μ’ ότι αυτό συνεπάγεται για την παροχή υπηρεσιών στον Έλληνα εργαζόμενο και φορολογούμενο που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα ν’ απευθυνθεί σ’ ένα ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο. Τα όσα μας είπε ο υπεύθυνος του αξονικού είναι ενδεικτικά των προθέσεων όλων των τελευταίων κυβερνήσεων για την οριστική και πλήρη υπαγωγή ενός ακόμη δημόσιου αγαθού, της υγείας, στους ιδιώτες.

Πότε και με ποιο προσωπικό ξεκίνησε τη λειτουργία του ο αξονικός τομογράφος; Ποιο είναι σήμερα το υπάρχον προσωπικό;
Ο αξονικός τομογράφος εγκαταστάθηκε και λειτούργησε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο, την άνοιξη του ’99. Αξιοσημείωτο είναι πως ενώ είχε γίνει νωρίτερα η σύσταση του νέου τμήματος, δεν έγινε παράλληλα και η σύσταση των θέσεων για τη στελέχωσή του (τεχνολόγοι, νοσηλευτικό προσωπικό). Έτσι ξεκίνησε και συνεχίζει να λειτουργεί ουσιαστικά με προσωπικό αποσπασμένο. Οι μόνες θέσεις που συστήθηκαν και προκηρύχθηκαν ήταν οι δύο θέσεις των γιατρών. Στους τρεις τεχνολόγους και τον έναν γιατρό που ξεκίνησαν, προστέθηκαν στη συνέχεια μέχρι σήμερα δύο ακόμη τεχνολόγοι και μια νοσηλεύτρια. Όσον αφορά τους γιατρούς, το τμήμα ουσιαστικά λειτουργεί με έναν, ενώ εκκρεμεί ακόμη η θέση του δεύτερου. Συμπληρωματικά να πω, ότι τον τελευταίο χρόνο προστέθηκε ένας επικουρικός γιατρός στο ακτινολογικό, που με τη λειτουργία των «συγκοινωνούντων δοχείων» προσφέρει και στον αξονικό. Η θητεία των επικουρικών είναι ετήσια.

Ποια είναι σήμερα τα σημαντικότερα προβλήματα στον αξονικό; Πώς θα μπορούσαν να επιλυθούν και ποια η προοπτική προς την κατεύθυνση αυτή;
Η ουσία των πραγμάτων και αυτό που έχει σημασία για τον πολίτη, έγκειται στο ότι ο αξονικός του νοσοκομείου Αγρινίου, ο μοναδικός νοσοκομειακός στην Αιτωλοακαρνανία, μετά από 8 χρόνια λειτουργίας, δεν μπορεί να εφημερεύει σε καθημερινή βάση, αφήνοντας έτσι αρκετές κενές ημέρες κάθε μήνα. Αυτό συνεπάγεται διακομιδές στην Πάτρα για την εκτέλεση μιας αξονικής σε επείγουσα βάση. Η καθημερινή εφημερία που είναι και το ζητούμενο προϋποθέτει την ύπαρξη τριών τουλάχιστον γιατρών, με βάση τα ελληνικά δεδομένα υπερωριακής απασχόλησης (10-11 εφημερίες το μήνα). Αυτό αποτελεί και το χρόνιο δυσεπίλυτο πρόβλημα του τμήματος, με πενιχρή προοπτική επίλυσης, αν δεν προκηρυχθούν νέες θέσεις γιατρών.

Τι γίνεται με το ζήτημα των εφημεριών μετά και την αναστολή της εφαρμογής (υποχρεωτικής) του προεδρικού διατάγματος 76/2005 από 1/1/07; Αν δεν προσληφθεί νέο προσωπικό τι θα γίνει; Επαρκεί το υπάρχον;
Κανείς δεν ξέρει πως θα διαμορφωθεί η κατάσταση μετά το πέρας της ετήσιας αναστολής του προεδρικού διατάγματος 76/2005. Η εβδομάδα των 48 και 58 ωρών που προβλέπει για τους ειδικευμένους και τους ειδικευόμενους αντίστοιχα, τινάζει στον αέρα το εφημεριακό σύστημα έτσι όπως έχει σήμερα. Το πρόβλημα αφορά κυρίως τα επαρχιακά νοσοκομεία, όπου λόγω ελλειπούς στελέχωσης, οι γιατροί είναι αναγκασμένοι να εφημερεύουν 12 και 13 ημέρες το μήνα.

Ο αριθμός των επικουρικών γιατρών μεγαλώνει;
Ο αριθμός των επικουρικών γιατρών γενικά, βεβαίως μεγαλώνει αφού δε δημιουργούνται νέες θέσεις ούτε προκηρύσσονται εύκολα οι υπάρχουσες. Η θέση του δεύτερου γιατρού του αξονικού για παράδειγμα προκηρύχθηκε το 2006, έξι χρόνια δηλαδή μετά την πρώτη προκήρυξή της. Επίσης, ο αξονικός νοσοκομείου Στερεάς Ελλάδας, λειτουργεί μόνο όταν προσλαμβάνεται επικουρικός ακτινολόγος.

Η υποβάθμιση, απαξίωση της δημόσιας υγείας πετυγχάνεται με την έλλειψη προσωπικού, τεχνολογικού εξοπλισμού, κρεβατιών, με την κακοδιαχείριση και τη διαφθορά. Ποιες αντιστάσεις έχει σήμερα ο γιατρός του Ε.Σ.Υ. και πώς μπορεί να τα παλέψει όλα αυτά;
Ο γιατρός του Ε.Σ.Υ. είναι ο λειτουργός ενός συστήματος που έχει εγκαταλειφθεί από πολλών ετών και σαν τέτοιος δεν μπορεί να έχει πολλές αντιστάσεις. Πιστεύω πως η συνείδησή του και η αίσθηση της προσφοράς, όταν λειτουργούν, αποτελούν τις ουσιώδεις αντιστάσεις. Κίνητρα, δύσκολα βρίσκει κανείς.

Τα απογευματινά ιδιωτικά ιατρεία λειτουργούν; Θα ήταν λύση η λειτουργία τους και σε ποια κατεύθυνση;
Τα απογευματινά ιατρεία ή ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων, δόθηκαν για λόγους οικονομικούς (ενίσχυση του εισοδήματος των γιατρών κυρίως, αφού δεν μπορούσε να γίνει λόγος για νέο ιατρικό μισθολόγιο) και για να μειωθούν οι λίστες των πρωινών ιατρείων και η μεγάλη αναμονή. Επιπλέον και εξίσου σημαντικό ήταν και το προσδοκώμενο οικονομικό όφελος των νοσοκομείων. Σ’ αυτές τις κατευθύνσεις τα απογευματινά ιατρεία λειτούργησαν και λειτουργούν πανελλαδικά. Στο δικό μας νοσοκομείο, για πολλούς λόγους, ξεκίνησαν και μετά μικρό χρονικό διάστημα, σταμάτησαν. Τώρα γίνεται ένα νέο ξεκίνημα με τον αξονικό και το ακτινολογικό. Σκεφθείτε ότι τα απογεύματα στο Αγρίνιο δε λειτουργεί κανένας αξονικός και ότι η αναμονή για τους υπερήχους στο νοσοκομείο είναι δύο μήνες. Συμπερασματικά θέλω να πω ότι η λειτουργία των απογευματινών ιατρείων έχει θετικά αποτελέσματα τόσο για τον πολίτη όσο και για το γιατρό και ότι κατά τη γνώμη μου συμβάλλει στην ενίσχυση του κύρους του νοσοκομειακού γιατρού.


Γιατί οι γιατροί επιλέγουν τον ιδιωτικό τομέα απ’ το Ε.Σ.Υ.; Είναι μόνο τα χρήματα; Ποια είναι τα κίνητρα αντιστροφής αυτής της επιλογής;
Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του γιατρού, η λύση του νοσοκομείου θεωρείτο η ενδεδειγμένη για πολλές ειδικότητες, αφενός μεν διότι αποτελούσε φυσική συνέχεια των χρόνων της ειδικότητας και αφετέρου για λόγους σοβαρότητας, εμπειρίας και προβολής. Τα τελευταία χρόνια όμως, η εγκατάλειψη του Ε.Σ.Υ. έχει αντιστρέψει την κατάσταση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, πολλοί γιατροί ν’ αφήνουν το Ε.Σ.Υ. για τον ιδιωτικό τομέα, πράγμα που φαίνεται καθαρά σε μεγάλα αστικά κέντρα όπου λειτουργούν ιδιωτικά θεραπευτήρια και διαγνωστικά κέντρα. Ο οικονομικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος λόγος. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν η ποιότητα ζωής (μισός μήνας εφημερίες δεν αντέχεται) και οι συνθήκες δουλειάς του νοσοκομείου με τον μεγάλο αριθμό των περιστατικών και τη σοβαρότητα αυτών. Στα περισσότερα νοσοκομεία ένας γιατρός δουλεύει για δύο. Χρειάζονται επομένως, ανθρώπινο ωράριο εργασίας, νέες προσλήψεις γιατρών (ειδικευομένων και επιμελητών), αυξήσεις τακτικών αποδοχών.


Ποιο είναι το μέλλον του Ε.Σ.Υ.;
Η στασιμότητα και η έλλειψη ανανέωσης του συστήματος υγείας σίγουρα δεν είναι καλοί οιωνοί για το μακροπρόθεσμο μέλλον του. Η στήριξη και η ενίσχυσή του για την παροχή καλύτερων υπηρεσιών υγείας είναι ευθύνη πρωτίστως της πολιτείας, των εργαζομένων αλλά και του πολίτη. Το Ε.Σ.Υ. κινείται στα όρια της αντοχής του. Αυτό το σύστημα άραγε αξίζουμε;

Τέλος, κι όσον αφορά τον αξονικό τομογράφο του νοσοκομείου Αγρινίου, ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την καλύτερη παροχή υπηρεσιών;
Η καλυτέρευση των υπηρεσιών του αξονικού προϋποθέτει την ανανέωση του έμψυχου υλικού του, την ανανέωση του εξοπλισμού και την συνεχιζόμενη εκπαίδευση γιατρών και χειριστών.

Γιάννης Μπαζώρας

ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Η πολιτική επικαιρότητα προβλέπει πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει λόγος βιασύνης. Ο Γιωργάκης θα ηττηθεί και σήμερα και αύριο και τώρα. Ωστόσο, με αφορμή τις επικείμενες εκλογές, θυμήθηκα ένα περιστατικό των προηγουμένων.

Εκείνο τον Μάρτιο του 2004, βρισκόμουν σε έναν οικισμό του Δήμου Θέρμου ως δικαστικός αντιπρόσωπος. Το δημοτικό σχολείο στο οποίο θα ψήφιζαν οι ψηφοφόροι του χωριού, από την έναρξη της σχολικής χρονιάς είχε παύσει να λειτουργεί ως σχολείο, ελλείψει μαθητών. Το γεγονός αυτό απασχολούσε τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής αλλά και τους αντιπροσώπους των κομμάτων, όπως διαπίστωσα από τις συζητήσεις που κάναμε. Τους απασχολούσε όμως παραδόξως η τύχη του σχολείου ως κτιρίου και όχι ως διαπίστωση μιας πραγματικότητας για το μέλλον της περιοχής τους.

Ο προβληματισμός των μελών της εφορευτικής επιτροπής γύρω από την τύχη του σχολείου ήταν έντονος. «Στο ντζέλατς;» (Τι να κάνουμε;), που έλεγε και ο Λένιν.

Την ίδια στιγμή, οι πλαστικές σημαίες των δύο μεγάλων κομμάτων πλατάγιζαν στον αέρα (φλαπ-φλαπ). Οι αυτοκόλλητες κονκάρδες γυάλιζαν στα στήθη των ψηφοφόρων που προσέρχονταν να ψηφίσουν.

Η λύση βρέθηκε σχετικά νωρίς, άλλωστε είναι γνωστό πως στις Δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα. «Θα μαζέψουμε υπογραφές από τους προσερχόμενους ψηφοφόρους ώστε το σχολείο να γίνει μουσείο!!!». «Μουσείο», αναρωτήθηκα, «για τα Ελγίνεια;». «Όχι», μου απάντησαν, «λαογραφικό μουσείο. Να μην αραχνιάσει, να μην ερειπώσει το κτίριο που περάσαμε τα μαθητικά μας χρόνια».

Η στιγμή ήταν συγκινητική και υπερκομματική. Κουτάλες, ταψιά, πιθάρια, ρόκες, σεμαίν, υφαντά, αλέτρια, αργαλειοί κ.λπ. εκτεθειμένα σε βάθρα και στους τοίχους. Ωραία εικών, πανόραμα. Η ιδέα άρεσε, υιοθετήθηκε και μπήκε σε εφαρμογή. Οι πιο πολλοί ψηφοφόροι την επιδοκίμασαν κι υπέγραψαν το σχετικό έγγραφο· κατόπιν ψήφιζαν κι επέστρεφαν στην Αθήνα. Αρκετοί μάλιστα προθυμοποιήθηκαν να φέρουν εκθέματα.

Έτσι είναι, ο λαός κινητοποιείται και συσπειρώνεται όταν έχει οράματα κι ιδέες που τον συνεγείρουν. Έτσι προοδεύει, έτσι κατακτά το μέλλον. Όλα είναι θέμα μιας μεγάλης ιδέας, ενός στόχου, ενός σκοπού, ενός οράματος, ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ.

Εγώ να πω την αλήθεια, δεν υπέγραψα. Προφανώς δεν είμαι ούτε οραματιστής ούτε προοδευτικός άνθρωπος. Εάν το σχολείο του χωριού μου δεν είχε πλέον μαθητές (που δεν έχει), δεν θα σκεφτόμουν σαν απάντηση το μουσείο. Μάλλον θα το άφηνα να ερειπώσει και με το μόνο έκθεμα που θα το στόλιζα θα ήταν οι πλαστικές σημαίες των δύο κυβερνητικών κομμάτων. Να ανεμίζουν πάνω από τα ερείπια. Έτσι είμαι εγώ, αντιδραστικός άνθρωπος.

Την ίδια εκείνη ημέρα, ο κυρίαρχος λαός μίλησε δια της ψήφου του. Τα αποτελέσματα βγήκαν. Άλλη μία συγκινητική στιγμή. Οι σημαίες σαν να κυμάτιζαν δυνατότερα (φλαπ-φλαπ-φλαπ). Τα πρώτα αυτοκίνητα βγήκαν να πανηγυρίσουν κορνάροντας δυνατά. Τα φώτα έσβησαν. Δεν ξέρω αν το σχολείο μετατράπηκε τελικά σε μουσείο. Εκλογές πάντως θα ξαναγίνουν, όπως πάντα (φλαπ-φλαπ). Τούτη τη φορά μπορεί όλο το χωριό να γίνει μουσείο ή θεματικό πάρκο. «Η Ελλάδα της υπαίθρου, τον περασμένο αιώνα».

Όπως είπε και ο Τζίγκερ. «καληνύχτα και καλή τύχη».

Ο ασπάλακας του σκότους