13 Σεπτεμβρίου 2007

ΜΑΥΡΙΣΤΕ ΤΟΥΣ

ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΗ ΨΗΦΟ




Εδώ και κάμποσα χρόνια, οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού σε πλανητικό επίπεδο -αρχίζοντας από την αιματοβαμμένη Χιλή του Πινοσέτ στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και στη συνέχεια εξαπλώνοντας την πολιτική τους σαν γάγγραινα σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη-, προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχουν τάξεις και συλλογικότητες αλλά άτομα, ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του και οι επιλογές του είναι εκείνες και μόνο που θα καθορίσουν την πορεία της ζωής του, και ότι τα πάντα σε τελική ανάλυση πρέπει να ζυγίζονται. Το μόνο που δεν μας λένε κάθε φορά, ξεκάθαρα τουλάχιστον, είναι ποια είναι τα ζύγια και ποιος χειρίζεται τη ζυγαριά.
Στη πατρίδα μας, τα δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία έχουν στην πολιτική τους προμετωπίδα τη φράση “λιγότερο κράτος, περισσότερη ελευθερία στο κεφάλαιο για περισσότερες επενδύσεις που θα φέρουν περισσότερη ανάπτυξη και αυτή με τη σειρά της θα φέρει νέες θέσεις εργασίας”. Έτσι οι Χάρι Πότερ του νεοφιλελευθερισμού, πιστοί στις επιταγές της εποχής μας, έχουν φτιάξει και αυτοί με τη σειρά τους μια καλή πλάστιγγα όπου ζυγίζουν το καθετί. Στη μια μεριά έχουν το κεφάλαιο και τους πολιτικούς υπηρέτες με τα συμπαρομαρτούντα τους, όπως μεγάλα έργα, εθνικοί στόχοι, ανάπτυξη, επιδοτήσεις και αμέριστος προστατευτισμός του κεφαλαίου, κέρδη, ανταγωνισμός, ανεμπόδιστες δράσεις του. Από την άλλη έχουν την κοινωνία με όλα τα βάρη της και τις ανάγκες της για υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, ατομικές ελευθερίες, μετανάστες, ποιότητα ζωής, προστασία του περιβάλλοντος. Το ένα με άλλα λόγια είναι το αντίπαλο δέος του άλλου. Έτσι, για να γείρει η πλάστιγγα προς τη μεριά του ενός, θα πρέπει να ψαλιδίσουνε αφαιρώντας από τη δημόσια ζωή πράγματα του άλλου. Δεν χρειάζεται δα ιδιαίτερη αναλυτική ικανότητα και κανένα τεράστιο βάθος σκέψης για να διαπιστώσει κανείς ότι τα τελευταία χρόνια η πλάστιγγα γέρνει εντυπωσιακά -και θα έλεγα δυσανάλογα, αν χρησιμοποιήσουμε ως κριτήριο τον απόλυτο αριθμό των ενδιαφερομένων- προς τη μεριά του κεφαλαίου. Δεν υπάρχει τομέας του κοινωνικού βίου που να μην έχει υποστεί κυριολεκτικά καθίζηση. Δεδομένου βέβαια ότι το δημόσιο στη χώρα μας χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά και μόνο ως λάφυρο από τις διάφορες κυβερνήσεις προκειμένου να διαιωνίζουν την παρουσία τους στην εξουσία η πραγματικότητα καταντά ζοφερή. Η ομηρία των συμβασιούχων, τα μπιλιετάκια της κυρίας Παπακώστα προς την Πυροσβεστική για τακτοποίηση γαλάζιων παιδιών, τα τηλεφωνήματα των βουλευτών μας για ανάλογες πράξεις προς κάθε δημόσια υπηρεσία σαν να αποτελεί φέουδό τους, είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις που συνθέτουν με τον ποιο εύγλωττο τρόπο την κατάσταση και κυρίως την αντίληψη των κρατούντων περί δημοσίου.
Η τραγωδία του φετινού καλοκαιριού με τους δεκάδες νεκρούς, την ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή, αλλά και τις συνέπειες που θα υπάρξουν για όλους μας στο μέλλον, επιβεβαιώνει δυστυχώς με τον πιο κραυγαλέο αλλά και αποκρουστικό συνάμα τρόπο την εγκληματική πολιτική που ακολουθείται από τους δύο πρασινογάλαζους μονομάχους. Τα κροκοδείλια δάκρυα που ρίχνουν κατόπιν εορτής οι εθνοπατέρες μας δεν μπορούν να κρύψουν τις ευθύνες τους. Ας μην ξεχνάμε πόσες φορές έκλεισαν το μάτι στους χιλιάδες αυθαιρετούχους με τη νομιμοποίηση των σπιτιών τους και τον αποχαρακτηρισμό εκατομμυρίων στρεμμάτων δασικής ή προστατευμένης από διεθνείς συνθήκες περιοχής, προς άγρα φυσικά ψήφων. Το παράδειγμα του διευθυντή της Κτηματικής Υπηρεσίας του νομού μας, κ. Ντάουλα, που τόλμησε να εναντιωθεί στα συμφέροντα πάσης φύσης καταπατητών δημόσιας γης και αποκαθηλώθηκε κατόπιν παρέμβασης των βουλευτών μας αμέσως μετά από τη μεγάλη φωτιά της Πάρνηθας, δείχνει ότι δεν χαμπαρίζουν τίποτε, δεκάρα δεν δίνουν ούτε για τις ζωές μας ούτε για τις επόμενες γενιές. Και ας τρέχουν τώρα, επιδιδόμενοι σε έναν απίστευτο πλειστηριασμό του πόνου πάνω στα καμένα και ξεχνώντας τις απόψεις τους περί λιγότερου κράτους. Μόνο προίκες δεν έταξαν ακόμη στις θυγατέρες των πυρόπληκτων αναλαμβάνοντας ενδεχομένως να τους βρουν μέχρι και γαμπρούς, αξιοποιώντας το βαρύ πυροβολικό των ψηφοδελτίων τους –βλέπε τους πράσινους Λιάγκα και βαρόνη Βίκυ από τη μια και τις γαλάζιες Έλενα Ράπτη και Νατάσσα Ράγιου από την άλλη-, προκειμένου να περισώσουν ό,τι μπορούν ενόψει των εκλογών. Για πρώτη ίσως φορά, όποιο κόμμα και αν εκλεγεί, την επαύριον των εκλογών θα δικαιούται να ισχυριστεί άφοβα και χωρίς ενοχές ότι ψεύδεται, πως όντως παρέλαβε καμένη γη, ετοιμάζοντας τη γνωστή επιδρομή στα εισοδήματα και στις ανάγκες του λαού.
Επειδή ο κόμπος έχει φθάσει προ πολλού στο χτένι για την κοινωνία, επειδή η εγκληματική τους πολιτική δεν διορθώνεται παρά μόνο ανατρέπεται, επειδή δεν υπάρχει χαμένη ψήφος αλλά απ’ ό,τι φαίνεται καμένη ψήφος, ας τους κοντύνουμε πολιτικά, ας τους μαυρίσουμε με μια κόκκινη ψήφο, μια ψήφο στο ΜΕ.Π.Α. δίνοντας παράλληλα ραντεβού την επομένη των εκλογών σε όλα τα ανοιχτά κοινωνικά μέτωπα που μας περιμένουν. Εξάλλου το χρωστάμε στους νεκρούς μας.

Στέλιος Μερμίγκης

Κουφάλες, δεν ξοφλήσαμε

Της σύνταξης

Θα μας επιτρέψετε τούτη τη φορά, λίγες μέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες να μην γράψουμε κάτι δικό μας αλλά να δανειστούμε για τη στήλη αυτή το υπέροχο κείμενο που διαβάσαμε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, του συντρόφου Κώστα Διαμαντίδη οδοντιάτρου και υποψηφίου με το ΜΕΡΑ στο νομό Κοζάνης προσυπογράφοντας το στο ακέραιο.
Συμπολίτες μου, με την απόλυτη βεβαιότητα πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να εκλεγώ, κατεβαίνω και πάλι υποψήφιος στο νομό Κοζάνης με το ψηφοδέλτιο του Μετώπου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Βέβαια η ψήφος στο συνδυασμό μας προς δόξαν της κοινοβουλευτικής και τηλεοπτικής δημοκρατίας ( τρομάρα τους ) και των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων θα υποστεί του λιναριού τα βάσανα και μύριες περιπέτειες τη νύχτα της Κυριακής περιφερόμενη ανά τα εφετεία του Ελληνόφωνου Κρατιδίου της χώρας. Έτσι λοιπόν αφού μεταφερθεί λόγω θερινών διακοπών σε πρώτη φάση από την Κοζάνη στην Αίγινα, θα μεταπηδήσει στο Σουφλί διερχόμενη την κοιλάδα των Τεμπών, για να καταλήξει κατάκοπη τα ξημερώματα της Δευτέρας στην Αργαλαστή του Πηλίου όπου θα εκλέξει βουλευτή κάποιον από τους λήσταρχους των δύο μεγάλων κομμάτων. Όμως επειδή τα όνειρα των εραστών δεν σβήνουν ποτέ, εμείς θα συνεχίζουμε να τραγουδάμε:
«Κουφάλες δεν ξοφλήσαμε» κι ας είμαστε απόλυτα βέβαιοι πως θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί. Στο τέλος όμως τα ίδια τα όνειρα θα μας σώσουν. Έτσι λοιπόν από τη θέση αυτή καλώ όλους όσοι αντιστέκονται στην βαρβαρότητα της εποχής μας και δεν επιτρέπουν στον υπόκοσμο και τα κοινωνικά λαθρόβια αποβράσματα με τις φυλλάδες τους και τα τηλεοπτικά τους κανάλια, να επιδιώκουν με θρασύτητα να καθορίσουν το επίπεδο της νοημοσύνης του ελληνικού λαού και το βαθμό της αξιοπρέπειας μας, να στρατευτούν μαζί μας και σ’ αυτήν την μάχη. Εμείς θα είμαστε δίπλα σας και μετά τις εκλογές όπως πάντοτε άλλωστε. Θα είμαστε παρόντες σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες, για μια άλλη κοινωνία όπου ο άνθρωπος θα είναι στο επίκεντρο. Μια κοινωνία, ένα διαρκές Σαββατόβραδο που λέει και ο μέγιστος Στέλιος Καζαντζίδης , χωρίς το αχ. Κι όταν η μελαγχολία θα χτυπάει την πόρτα μας θα την υποδεχόμαστε γαλήνιοι, με λίγους στίχους του Ελύτη:
με τι πέτρες τι αίμα τι σίδερο
και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν Αεροβάτες.
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας ένας θεός το ξέρει.

Το κακό σπυρί ΝΤΑΟΥΛΑΣ

Ο κυρ Βασίλης, γείτονας εδώ και χρόνια, ευυπόληπτος πολίτης με σημαντική θέση στο δημόσιο, άνθρωπος large που λένε και οι πιτσιρικάδες, βγήκε μες στο καταμεσήμερο και φώναζε δυνατά: “Νενικήκαμεν”. Έκπληκτος από την ενθουσιώδη αλλά όχι συνηθισμένη αυτή αντίδρασή του, τον ρώτησα τι ευχάριστο του συνέβη, μπας και μοιραστούμε κι εμείς λίγη από τη χαρά του γιατί, όπως μου έλεγε και η συχωρεμένη η γιαγιά μου, “ο Θεός και ο γείτονας είναι το παν στον κόσμο, παιδάκι μου”. Ο κυρ Βασίλης γεμάτος ανακούφιση μου είπε για το κακό σπυρί που επιτέλους έφυγε από τον πισινό του. Για να είμαι ειλικρινής, δεν γνώριζα να τον ταλαιπωρούσε κανένα σπυρί, και το λέω αυτό γιατί με το παραμικρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει αυτός ή η οικογένειά του, σ' εμένα προστρέχουν λόγω της επαγγελματικής ιδιότητάς μου. Τον ξαναρωτάω τι είδους σπυρί ήταν αυτό και πώς και δεν μου ανέφερε ποτέ το παραμικρό. Μου απάντησε όλο ικανοποίηση ότι αυτό το σπυρί δεν αντιμετωπίζεται με τους τρόπους που ξέρω εγώ και το σινάφι μου, δηλαδή με φάρμακα και αλοιφές.
Εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω ο αφελής, μιας και το μυαλό μου πήγαινε συνεχώς στους δοθιήνες από σταφυλόκοκκο και στις προβλεπόμενες αντιβιώσεις για τη θεραπεία τους. Τις σκέψεις αυτές τις ξεστόμισα στο γείτονα, ο οποίος γελώντας μού αποκάλυψε το όνομα ενός καινούργιου δοθιήνα, ΝΤΑΟΥΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Τι είναι αυτός; ρωτάω με μεγαλύτερη έκπληξη. Ο διευθυντής μέχρι πρότινος της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, μου απαντάει. Και τι δοσοληψίες έχεις εσύ με αυτόν το κύριο; ξαναρωτάω. Αυτός ο κύριος, εμένα αλλά και μερικούς ακόμη εκατοντάδες συμπολίτες μας δεν μας έχει αφήσει σε χλωρό κλαρί εδώ και είκοσι μήνες. Εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω. Κοίταξε, αγόρι μου, είπε ο κυρ Βασίλης σε μια προσπάθεια να σβήσει την ηλίθια έκφραση από το πρόσωπό μου. Εδώ και λίγο καιρό προσπαθώ να στήσω μια πελάδα στην Τουρλίδα. Δεν σας είπα τίποτε γιατί περίμενα όταν με το καλό την τελειώσω να σας καλέσω οικογενειακώς να περάσουμε μαζί τις διακοπές.
Μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι σαν τους Γαλάτες. Ο γείτονάς μου καταπατητής δημόσιας έκτασης και μάλιστα απ’ ό,τι ξέρω προστατευόμενης από τη Συνθήκη RAMSAR. Το κακό σπυρί στα οπίσθια του κυρ Βασίλη, και απ’ ό,τι φαίνεται και σε πολλών άλλων, άκουγε στο όνομα Ντάουλας και κράτησε είκοσι μήνες. Η εξιστόρηση συνέχισε και έμαθα ότι τον κύριο αυτό οι καταπατητές στην αρχή τον πλησίασαν με το καλό, του είπαν να κάνει τα στραβά μάτια, να συμπεριφερθεί όπως τόσοι και τόσοι άλλοι που πέρασαν από αυτήν τη θέση ή τόσοι και τόσοι που καταλαμβάνουν ανάλογες θέσεις στην κρατική μηχανή -φαίνεται ο κυρ Βασίλης μίλαγε εκ πείρας. Ο Ντάουλας όμως αποδείχτηκε αγύριστο κεφάλι. Έτσι οι καταπατητές άλλαξαν τροπάρι και άρχισαν το άγριο ρεπερτόριο. Απειλές σε αυτόν και στην οικογένειά του με τρόπο -και κυρίως ύφος- μαφιόζικο. Βράχος ο Ντάουλας δεν καταλάβαινε τίποτε. Ε, τότε δεν έμενε άλλος τρόπος από τον γνωστό ελληνικό παραδοσιακό, που είναι η πίεση προς τους εθνοπατέρες. Έτσι και αλλιώς γι’ αυτόν το λόγο εκλέγονται, αυτή είναι η δουλειά τους, το έχουν αποδείξει χρόνια και χρόνια. Εξάλλου αυτοί τον διόρισαν εκεί, αυτοί ας τον παραμερίσουν τώρα. Είναι δυνατόν να διορίζουν σε τέτοιες θέσεις ανθρώπους που ακούν τη συνείδησή τους και όχι το συμφέρον των καταπατητών; Ανθρώπους που προσπαθούν να εφαρμόζουν το νόμο, να τηρούν τον όρκο που έδωσαν για προστασία του δημόσιου συμφέροντος, να φυλάσσουν την αξιοπρέπειά τους; Μα καλά, μεταγραφή από τη Σκανδιναβία τον έκαναν αυτόν; Πού εργάζεται και σε ποιον τόπο ζει;
Ντράπηκα για όσα άκουσα από το γείτονα, επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά ότι η χώρα μου είναι τριτοκοσμική. Ένιωσα όμως μεγάλη περηφάνια και δύναμη για αυτόν τον άνθρωπο που εν μέσω προεκλογικής περιόδου τον αποκεφάλισαν οι πολιτικοί μας.
Μετά τις ανυπολόγιστες φυσικές καταστροφές από τις πρόσφατες φωτιές ανά την Ελλάδα, είναι ευκαιρία να τους μαυρίσουμε και εμείς μια φορά στις επικείμενες εκλογές με τη στάχτη που τόσο απλόχερα μας φιλεύουν τόσα και τόσα χρόνια.

Στέλιος Μερμίγκης

Iδεολογικές διαστάσεις και κοινωνικές επιπτώσεις των νέων βιβλίων του δημοτικού σχολείου

Η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς συμπίπτει με την ολοκλήρωση της εισαγωγής όλων σχεδόν των «διδακτικών πακέτων» του δημοτικού σχολείου. Τα λιγοστά «διδακτικά πακέτα» τα οποία αναμενόταν, και για πρώτη φορά εισάγονται φέτος, δε δημιουργούν «εκπλήξεις». Εναρμονιζόμενα κι αυτά με τις προδιαγραφές των αντίστοιχων αναλυτικών προγραμμάτων, φαίνεται ότι μάλλον συνεχίζουν παρά αμβλύνουν τα παιδαγωγικά, διδακτικά και άλλα αδιέξοδα που εντοπίστηκαν ήδη κατά την πρώτη χρονιά εφαρμογής των ως τώρα «διδακτικών πακέτων».
Μια σε αδρές γραμμές σκιαγράφηση των χαρακτηριστικών του συνόλου των «διδακτικών» αυτών «πακέτων» δε θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, παρά να σημειώσει :
1) την εντατικοποιημένη έως καταιγιστική μαθησιακή διαδικασία που αυτά προβλέπουν, λόγω του όγκου πληροφοριών και «διδακτέας ύλης» που περιλαμβάνουν, του πολύ απαιτητικού (χρονικά) ρυθμού μάθησης που επιφυλάσσουν στους μαθητές, της μεγάλης ασυμβατότητας που υπάρχει ανάμεσα στα γνωστικά στοιχεία των βιβλίων αυτών και τις μορφωτικές, αναπτυξιακές-ηλικιακές και άλλες υποδοχές, δυνατότητες και ανάγκες των μαθητών του δημοτικού σχολείου, του υψηλού βαθμού γλωσσικής και νοηματικής αφαίρεσης που παρουσιάζει ένα μεγάλο μέρος κειμένων που εμπεριέχεται σ’ αυτά
2) το ιδιαίτερα φορμαλιστικό, κατευθυντικό και ελεγχόμενο μοντέλο διδασκαλίας που αυτά προδιαγράφουν, μέσα από τον εξαντλητικό επιμερισμό και την παράθεση «διδακτικών στόχων», τις λεπτομερειακές διδακτικές και μεθοδολογικές υποδείξεις που αυτά προβλέπουν για τους δασκάλους στα αντίστοιχα «βιβλία δασκάλου» και τον εξαντλητικό τρόπο αξιολόγησης της μαθησιακής και εκπαιδευτικής διαδικασίας, δηλαδή μαθητών και εκπαιδευτικών, που αυτά προβλέπουν.
Με λίγα λόγια δεν μπορεί κανείς παρά να επισημάνει κατ’ αντιστοιχία : α) τον κλειστό, στενά βιβλιοκεντρικό και ακαδημαϊκό προσανατολισμό της διδασκαλίας και της μάθησης στο δημοτικό σχολείο (που φτάνει π.χ. έως τη μετατροπή της αισθητικής αγωγής και της μουσικής σε αμιγώς γνωστικά αντικείμενα με ιδιαίτερα πληθωριστικά και απαιτητικά στοιχεία «διδακτέας ύλης», τετράδια εργασιών και ιδιαίτερη «πρόνοια» για την αξιολόγηση των μαθητών στα μαθήματα αυτά), καθώς και τον «ασθματικό» ρυθμό διαπραγμάτευσης της «διδακτέας ύλης» που επιβάλλουν τα νέα αυτά βιβλία στο επίπεδο της μαθησιακής διαδικασίας β) τον ιδεολογικά και παιδαγωγικά ελεγχόμενο χαρακτήρα της διδασκαλίας, στο βαθμό που τόσο το τι (περιεχόμενο βιβλίων - «διδακτέα ύλη») όσο και το πως της διδασκαλίας (μέθοδος) είναι αυστηρά προκαθορισμένα και ελεγχόμενα, μέσα από τον τρόπο που δομούνται και είναι οργανωμένα τα βιβλιο-τετράδια του μαθητή, τα συγκεκριμένα (μικρο και μακρο) χρονοδιαγράμματα διαπραγμάτευσης της «ύλης» που προκρίνονται, καθώς και τις προβλεπόμενες μορφές αξιολόγησης των μαθητών και της διδασκαλίας.
Τα στοιχεία αυτά των νέων βιβλίων ήταν αναμενόμενα, λόγω των πολύ περιοριστικών προδιαγραφών που έθεταν για τη συγγραφή τους τα αντίστοιχα αναλυτικά προγράμματα, κυρίως όμως λόγω της συγκεκριμένης παιδαγωγικής και ιδεολογικής αφετηρίας των ίδιων των αναλυτικών προγραμμάτων.
Τα αναλυτικά αυτά προγράμματα αποτελούν αντιγραφή των λεγόμενων στοχοταξινομητικών αναλυτικών προγραμμάτων (αμιγώς αμερικάνικης προέλευσης), τα οποία δομούνται στη βάση αναλυτικά καθορισμένων και διατυπωμένων (με μπιχεβιοριστικούς όρους) «αντικειμενικών διδακτικών στόχων» (objectives). Το μοντέλο αυτό προγραμμάτων προδιαγράφει με μεγάλη ακρίβεια τη μαθησιακή διαδικασία και τη διδακτική πράξη, κυρίως μέσα από την περιοριστική εξειδίκευση και τη σπειροειδή διάταξη της «διδακτέας ύλης». Παράμετροι, οι οποίες, με τη σειρά τους, διασφαλίζουν την τυποποίηση - ομοιομορφία και τον τεχνοκρατικό έλεγχο της όλης εκπαιδευτικής και μαθησιακής διαδικασίας, μέσω και της εκπόνησης και χρήσης πολλαπλών φύλλων εργασιών και της «πρόνοιας» για εφαρμογή διάφορων μορφών και διαδικασιών αξιολόγησης όλης της διαδικασίας.
Δυο βέβαια από τους κύριους αποδέκτες των νέων αυτών βιβλίων (μαθητές και γονείς) ενδεχομένως δεν θα ενδιέφερε τόσο η παιδαγωγική και θεωρητική συζήτηση γύρω από τα νέα προγράμματα και βιβλία όσο οι πρακτικές τους απολήξεις και επιπτώσεις σε κάθε επίπεδο. Στο ζήτημα αυτό είναι αξιοποιήσιμη η εμπειρία εφαρμογής ανάλογων βιβλίων και προγραμμάτων τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον ευρύτερο αγγλοσαξονικό χώρο. Από τη σχετική λοιπόν ξενόγλωσση παιδαγωγική βιβλιογραφία μπορεί κανείς να σταχυολογήσει μεταξύ των αποτελεσμάτων εφαρμογής ανάλογων τύπων προγραμμάτων και βιβλίων τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σχολικής αποτυχίας κυρίως των μαθητών των εργατικών και μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων, τα υψηλά επίπεδα άγχους και στρες που παράγουν τα βιβλία αυτά σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές και τέλος τον αποσπασματικό και επισφαλή χαρακτήρα των μαθησιακών επιτευγμάτων που τελικά παράγουν.
Από την άλλη, στα αναμφισβήτητα «θετικά» αποτελέσματά τους εγγράφονται οι μεγάλες δυνατότητες που προσφέρει στα τεχνοκρατικά επιτελεία των κυβερνήσεων ο τύπος αυτών των «διδακτικών πακέτων» και των αναλυτικών προγραμμάτων για αποτελεσματικότερο πολιτικο-ιδεολογικό έλεγχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε ό,τι αφορά όλες τις διαστάσεις της.
Μια λοιπόν αναγωγή της ξένης εμπειρίας στα καθ’ ημάς μπορεί να σημαίνει ραγδαία αύξηση των ποσοστών σχολικής υπο-επίδοσης και αποτυχίας των μαθητών συγκεκριμένων κοινωνικών, πολιτιστικών, μορφωτικών και γλωσσικών περιβαλλόντων με την εφαρμογή των νέων αυτών βιβλίων, καθώς και την ακόμη μεγαλύτερη γενίκευση του φαινομένου των «προσοντούχων αγράμματων» μαθητών (κατά την παλιότερη ρήση του Δ. Γληνού), δηλαδή την ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση των μορφωτικών ελλειμμάτων μεγάλης κατηγορίας μαθητών, η οποία διεύρυνση θα συμπορεύεται με την τυπικά ακώλυτη προαγωγή της κατηγορίας αυτής στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης !
Όσον αφορά τις επιπτώσεις των νέων αυτών βιβλίων στους όρους εργασίας και παιδαγωγικής αυτονομίας των εκπαιδευτικών, η ξένη εμπειρία μπορεί να είναι και πάλι αρκετά κατατοπιστική. Αξιοποιώντας λοιπόν την εμπειρία αυτή, μπορούμε να πούμε πως (αν και εφόσον οι ευρύτεροι συσχετισμοί δυνάμεων στο πολιτικό, κοινωνικό και συνδικαλιστικό πεδίο το επιτρέψουν) τα νέα αυτά «διδακτικά πακέτα» θα αποτελέσουν το επιστέγασμα μιας θεσμικής ολοκλήρωσης, η οποία θα προβλέπει ενισχυμένες διαδικασίες ατομικής αξιολόγησης και «απόδοσης λόγου» των εκπαιδευτικών, δραστική συρρίκνωση των ως τώρα ορίων της παιδαγωγικής και διδακτικής τους αυτονομίας και γενικά εντατικοποίηση των όρων εργασίας τους στο σχολείο.
Αν, με άλλα λόγια, επιτευχθεί η υλοποίηση των θεσμικών ρυθμίσεων της εκπαίδευσης που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ (από το 1997 και μετά), μέσω κυρίως της εφαρμογής και της συμπλήρωσης του ήδη θεσπισμένου νομοθετικού πλαισίου (π.χ. Ν. 2986/2002 περί αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολείων, καθηκοντολόγιο κ.λ.π.), τα νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά έναν από τους καταληκτικούς «κρίκους» της νεο-φιλελεύθερης και νεο-συντηρητικής θεσμικής ολοκλήρωσης της ελληνικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα νέα δηλαδή αναλυτικά προγράμματα και κυρίως τα διδακτικά βιβλία θα «σφραγίσουν» όλη τη διαδικασία πολιτικού ελέγχου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνδέοντας τις βασικές παραμέτρους της διδασκαλίας (περιεχόμενο – «διδακτικοί στόχοι» – αξιολόγηση μαθητών) με την ατομική αξιολόγηση-επιθεώρηση των εκπαιδευτικών και τη μερική κατηγοριοποίηση των σχολείων.
Βασικές διαστάσεις και στόχοι της ολοκλήρωσης αυτής είναι, από τη μια, η στενότερη εναρμόνιση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με τα γνωστικά standards, τις ανερμάτιστες πληροφορίες και τις ασύνδετες κοινωνικές δεξιότητες που απαιτεί πλέον η «οικονομία της αγοράς» και η περιβόητη «κοινωνία της μεταγνώσης και της πληροφορίας» (νεο-φιλελεύθερος στόχος) και, από την άλλη, ο ασφυκτικότερος πολιτικο-ιδεολογικός έλεγχος όλων των λειτουργιών της εκπαίδευσης από τους «εποπτικούς» μηχανισμούς του κράτους και τον κυρίαρχο συνασπισμό αστικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων (νεο-συντηρητικός στόχος). Κυριότερη έκφανση του ελέγχου αυτού θ’ αποτελέσει η ενίσχυση της αναπαραγωγικής-ταξικής λειτουργίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης υπέρ της διασφάλισης των μορφωτικών και άλλων συμφερόντων και προνομίων των μαθητών-φορέων των μεσαίων και άνω αστικών ταξικών στρωμάτων.
Το κρίσιμο, ωστόσο ζήτημα στο εξής δεν είναι τόσο η «ανάγνωση» και ανάλυση των ιδεολογικών προδιαγραφών και των ενδεχόμενων κοινωνικών επιπτώσεων από την εφαρμογή των νέων διδακτικών βιβλίων στο δημοτικό σχολείο όσο η δυνατότητα συμβολής του κριτικά σκεπτόμενου κόσμου της εκπαίδευσης στην έμπρακτη παιδαγωγική και ιδεολογική αμφισβήτηση και αναίρεση των συγκεκριμένων προδιαγραφών των νέων βιβλίων τόσο έξω όσο και μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Στην κατεύθυνση αυτή, η αξιοποίηση των πολλών αντιφάσεων και αδιεξόδων (στο παιδαγωγικό, μαθησιακό και κοινωνικό επίπεδο) που παρουσιάζουν τα νέα βιβλία μπορεί ν’ αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για την αναίρεση της συνολικότερης αντιδραστικής (κοινωνικά) αναδιάρθρωσης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία συναρτάται στενά με τη φιλοσοφία των βιβλίων αυτών.

Κώστας Διαμαντής
malamogl@sch.gr

Οι φυλές της ακυβερνησίας



Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα. Το φάντασμα της ακυβερνησίας. Ολες οι δυνάμεις της γερασμένης Ελλάδας ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να πολεμήσουν αυτό το φάντασμα. Ο στρατηγός άνεμος και η γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας, η δεξιά του Κυρίου (εκ Μαϊάμι ορμώμενη) και αρχηγός της πυροσβεστικής, οι πυρομανείς και οι εθνικοί ευεργέτες, η Morgan Stanley και η βαρόνη Βίκυ Λέανδρος, οι μεταρρυθμιστές και οι ευρωκράτες, οι δημοσκόποι και οι μπουκμέικερς, η επίτροπος Ντανούτα Χούμπνερ που άνοιξε το κοινοτικό ταμείο και ο εκ Λιοσίων Μήτσος Μήτρου (εξ Ιλίου) που διέθεσε το επίδομα του ως πυροπαθής στο Ταμείο Αλληλεγγύης (έστω και για να μην τον πιάσει η αστυνομία).

Η ακυβερνησία, βασανίζει τους δυστυχείς ταγούς της μεσαιοχώρας με την απειλητικότητα μιας φυσικής καταστροφής, ενός εθνικού αφανισμού, μιας θεομηνίας ανάλογης με τις φωτιές της Πελοποννήσου, τις πλημμύρες της Χαλκιδικής, την άλωση της Κωνσταντινούπολης, την καταστροφή της Σμύρνης και την ήττα του Σάκη Ρουβά στη Γιουροβίζιον. Ολοι τους ζουν με την αγωνία για το τι θα συμβεί στις 17 Σεπτεμβρίου, αν η κάλπη της προηγουμένης μέρας δεν αναδείξει αυτοδύναμη κυβέρνηση ή μια προφανή δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, έστω και με τα συμπληρώματα διατροφής του κομματικού συστήματος.

Και να ‘ταν μόνο ένα το φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ελλάδα. Της πουτάνας γίνεται. Ο χορός των φαντασμάτων. Εκτός από τα φαντάσματα των 80 νεκρών της αντι(;)πυρικής περιόδου, εκτός από τα φαντάσματα των εκατομμυρίων πεύκων και ελάτων και πλατάνων και ελαίων που άλλοτε έθαλλαν πράσινα στα 3 εκατομμύρια καμένης δασικής και γεωργικής γης, εκτός από φαντάσματα των δύο γενιών του μέλλοντός μας που θα αναγνωρίζουν πλέον την έννοια δάσος σε φωτογραφίες των σχολικών βιβλίων ή (οι πιο τυχεροί) αν κάνουν κανένα ταξίδι σε εξωτικούς τουριστικούς προορισμούς, υπάρχει και το φάντασμα του πολιτικού συστήματος. Για την ακρίβεια, η δημόσια αγωνία των επαγγελματιών της πολιτικής, ότι το πολιτικό σύστημα απαξιώνεται σε τέτοια έκταση και βάθος στα μάτια της κοινής γνώμης, ώστε δεν θα απομείνει παρά το αποκρουστικό εκτόπλασμά του. Πω, πω κακό που πάθαμε!

Εδώ, όμως, τελειώνουν οι εφιάλτες της Κασσάνδρας. Διότι, αρκετοί καμένοι (κυριολεκτικά και μεταφορικά) νεοέλληνες, έχουν αρχίσει να εξοικειώνονται με το φάντασμα της ακυβερνησίας, με το φάντασμα της άφαντης αυτοδυναμίας και με το φάντασμα της χαμένης τιμής του πολιτικού συστήματος. Τους δίνεται η μοναδική ευκαιρία να κάνουν χοντρή πλάκα στο κομματικό σύστημα, να αποσταθεροποιήσουν τις βεβαιότητες των περίπου δέκα οικογενειών στις οποίες έχει κληροδοτηθεί το αποκλειστικό δικαίωμα διακυβέρνησης της χώρας.

Υπάρχουν τουλάχιστον δέκα κατηγορίες ψηφοφόρων που αριθμούν ένα σεβαστό μέρος του εκλογικού σώματος και οι οποίοι μπορούν να επιφυλάξουν στο κομματικό σύστημα την πιο οδυνηρή έκπληξη της μεταπολίτευσης.

Πρώτα, οι καμένοι. Οι καμένοι της Πελοποννήσου και της Εύβοιας, του 2007 αλλά και του 2006. Έχοντας μόλις ανακαλύψει ότι η ψήφος τους είναι τόσο ακριβή ώστε μετέτρεψε και τον τσιφούτη Αλογοσκούφη σε ελεήμονα φιλάνθρωπο και το φιλελεύθερο Καραμανλή σε υστερικό κρατιστή, μπορούν να ανεβάσουν την τιμή της εξασφαλίζοντας τουλάχιστον δύο ακόμη γύρους «κτυπημάτων». Δηλαδή δύο ακόμη εκλογικές (και ατελέσφορες ως προς την αυτοδυναμία) αναμετρήσεις. Υπολογίζω ότι μέχρι τότε οι πυρόπληκτοι θα έχουν εξασφαλίσει ακόμη και πισίνες.

Ακολουθούν οι βρεγμένοι. Ή και πνιγμένοι. Επειδή τα στοιχεία της φύσης- αέρας, νερό, γη, φωτιά- λειτουργούν συμπληρωματικά, είναι προφανές ότι οι πνιγμένοι μπορούν να εξασφαλίσουν πλήρη εξομοίωσή τους με τους πυρόπληκτους. Και μάλιστα όχι μόνο οι ήδη πνιγμένοι αλλά και οι μέλλοντες. Αν πρόκειται να πνιγούν από τα λασπόνερα των καμένων δασών, ας ξεπλυθούν τουλάχιστον κι απ’ τον πακτωλό των παροχών. Τους συμφέρει, λοιπόν, εξασφαλισμένη ακυβερνησία τουλάχιστον μέχρι το πέρας της περιόδου των βροχών.

Επειτα είναι οι κομμένοι. Πρόκειται για τα θύματα των αλλεπάλληλων επανιδρύσεων του κράτους της τελευταίας τριακονταετίας. Είναι οι συμβασιούχοι που έμειναν εκτός νυμφώνος, τα «δικά μας παιδιά» που δεν πρόλαβαν να πάρουν το λάφυρό που τους αναλογεί από την άλωση της εξουσίας και τα «δικά τους παιδιά» που έχουν ανάλογη προσδοκία από μια δεύτερη άλωση. Μια βραχυ-μεσοπρόθεσμη περίοδος ακυβερνησίας μπορεί να τους εξασφαλίσει την πολυπόθητη ημι-αργομισθία.

Ακολουθούν οι σιτεμένοι, οι μεσήλικες και όσοι γενικώς βρίσκονται σε κατάσταση ασφαλιστικής ανασφάλειας. Μια περίοδος ακυβερνησίας αποτελεί την αποτελεσματικότερη μέθοδο διασφάλισης των ασφαλιστικών κεκτημένων. Κάποιοι θα προλάβουν την έξοδο με τα ισχύοντα όρια ηλικίας, ενώ δεν αποκλείεται η πλειοδοσία των μνηστήρων της εξουσίας να κατεβάσει το όριο στα πενήντα και να ανεβάσει τις συντάξεις στο 150% του τελευταίου μισθού. Οι αναλογιστές θα σκίσουν τα διπλώματα και οι κυβερνητικοί σύμβουλοι θα το ρίξουν στις ασφάλειες κατοικίας (ιδιαίτερα πυρός και πλημμύρας, που θα γνωρίσουν άνθιση).

Στον αντίποδα των μεσηλίκων, οι νέοι. Εχουν την ευκαιρία, ψηφίζοντας –με κάθε πρόσφορο τρόπο- ακυβερνησία, να ανατρέψουν το αρνητικό ισοζύγιο στην πάλη των γενεών, αρνούμενοι να πληρώσουν το τίμημα της εξαγοράς των γονιών τους και των παππούδων τους. Μια περίοδος αστάθειας μπορεί να αποτρέψει τη μετατροπή τους σε υποζύγια της ασφαλιστικής, της εργασιακής, της φορολογικής και κάθε άλλης μεταρρύθμισης που πουλά το μέλλον στο παρόν.

Άλλη φυλή της ακυβερνησίας, οι γονείς, οι νυν και οι μέλλοντες. Δυο-τρεις αγωνιώδεις και ατελέσφορες εκλογικές αναμετρήσεις ενδεχομένως θα ωθήσει τα κυβερνοκόμματα στο απονενοημένο διάβημα να εξομοιώσουν με τους πολύτεκνους όχι μόνο τους τρίτεκνους, αλλά και τους δίτεκνους, και τους μονότεκνους, και τους άτεκνους, ακόμη και τους σιτεμένους συνοδούς τεκνών. Αυτό, μεταξύ άλλων, θα αποτελέσει μικρή συμβολή στη λύση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.

Στις φυλές της ακυβερνησίας ανήκουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, οι βουβοί, αυτοί που οι αμήχανοι δημοσκόποι καταγράφουν ως αδιευκρίνιστη ψήφο, οι οπαδοί του λευκού και του άκυρου, της αποχής, οι ίδιοι που φέρνουν σε αμηχανία τα κυβερνοκόμματα, τα γραφειοκρατικά συνδικάτα, τις νεκροζώντανες συλλογικότητες κάθε φορά που γεμίζουν το Σύνταγμα με τις σιωπηρές διαμαρτυρίες τους. Περιλαμβάνονται επίσης οι ρέκτες του ακραιφνούς φιλελευθερισμού που θέλουν να δουν το υπερμεγέθες κράτος να σφαδάζει στα τάρταρα μέχρι θανάτου, οι αντεξουσιαστές που θέλουν το ίδιο για τους δικούς τους λόγους, οι «πράσινοι» που μαύρισε η ψυχή τους, οι κόκκινοι με την επίγευση της ήττας πικρή ακόμη στο στόμα και οι ροζ που έχασαν το χρώμα τους. Όλοι τους, αποτελούν ένα ετερόκλητο, αταξικό συνονθύλευμα, χωρίς καμία πολιτική και ιδεολογική συνοχή, με ισχυρές δόσεις τυχοδιωκτισμού, ιδιοτέλειας, κυνισμού, παρορμητισμού, ουτοπίας ή φαντασιοπληξίας. Παρά τις «αναπηρίες» του, αυτό το συνονθύλευμα έχει την ευκαιρία να προκαλέσει δύο μεγάλα ρήγματα: Πρώτον, να παραγάγει την πιο θεαματική αναδιανομή πλούτου από την μεταπολίτευση, βγάζοντας τα κυβερνοκόμματα από τη ρουτίνα της φιλελεύθερης, μεταρρυθμιστικής φλυαρίας τους και εξωθώντας τα στην πιο ακραία, πανικόβλητη παροχολογία. Δεύτερον, να προκαλέσει τεκτονικούς σεισμούς στο κομματικό σύστημα, βγάζοντας τις πολιτικές φαμίλιες από τη ρουτίνα της νομής της εξουσίας, φέρνοντάς τις στα όρια υπαρξιακής κρίσης και εξωθώντας τις σε αποκαλυπτικές συνθέσεις ή δημιουργικές διαλύσεις.
«Μεγάλη αναταραχή, ωραία κατάσταση».
Προς το παρόν είναι απλή επιθυμία. Αλλά, πού ξέρεις;

ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr

ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Είμαι χαρούμενος. Αύριο, έχουμε εκλογές. Επιτέλους!! Ήρθε η σειρά μου να μιλήσω. Από την ανυπομονησία έχω φαγούρα. Και τι δεν έγινε από την τελευταία φορά που ψήφισα. Πόσα ψέμματα μου είπαν πάλι. Σ’ εμένα! Σ’ εμένα ρε; Τον ψηφοφόρο; Ε, ρε κακομοίρηδες!
Αλλά τώρα, έφτασε η ώρα να πληρώσουν αυτοί το λογαριασμό. Τι να πρωτοθυμηθώ, είναι και πολλά. Ότι μόλις εκλέχθηκαν έπεσαν σαν ακρίδες στις “δουλειές” με τη μία κι αμέσως, χωρίς καμία καθυστέρηση. Η μόνη περίπτωση που έδειξαν ταχύτητα, επαγρύπνηση κι αποτελεσματικότητα. Ότι το κράτος έγινε όμηρος των φίλων τους και θύμα των γνωστών τους. Ότι αντάλλαξαν τους ψήφους με μισθούς δημοσίων υπαλλήλων. Μισθοί, αργομισθίες, μεσιτείες, προμήθειες. Τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, τα ομόλογα. Φωτιές κι αποκαϊδια. Καίγεται η Πάρνηθα, η Πεντέλη, ο Ταΰγετος, ο Πάρνωνας, τα βουνά της Ηλείας, ο κάμπος της, η Μεσσηνία, η Αρκαδία, η Λακωνία, η Αχαΐα, η Αττική, η Εύβοια κ.α. Σαν προσκλητήριο νεκρών μοιάζει. Την εξαγορά ψήφων με τη μορφή της βοήθειας προς πυρόπληκτους (δώσε και σ’ εμένα μπάρμπα). Τεμπέληδες, ανίκανοι, επικίνδυνοι. Κόλακες και γελοίοι. Δεν είμαι απλώς θυμωμένος, είμαι εξοργισμένος.
Ο λόγος όμως, είναι τώρα σ’ εμένα. Αυτή, άλλωστε, είναι η αξία της Δημοκρατίας, στο τέλος εγώ αποφασίζω, εγώ μιλάω κι έχω πολλά να πω, πάρα πολλά. Νομίζουν ότι δεν τους καταλάβαμε, ότι δεν τους ξέρουμε. Ότι δεν βλέπουμε. Αμ, και βλέπουμε και καταλαβαίνουμε τι άλλο μας ξημερώνει. Που θα πάει το πράγμα δηλαδή και με τα καμένα και με τα άκαυτα. Τι ωραίες δουλειές γι αυτούς και τους φίλους τους θα φέρει η αναδάσωση (;) η ανοικοδόμηση κλπ. Βρε, με δέκα κουτάλες θα τρώνε. Τους πήραμε όμως χαμπάρι, τι νόμιζαν. Αλλά με τη χαρά θα μείνουν αφού στο τέλος θα αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός. Δεν μπορώ να καταλάβω πως το ξέχασαν αυτό. Δεν είμαστε μόνο υπήκοοι, είμαστε και ψηφοφόροι. Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω αποφασισμένους και συνειδητοποιημένους ανθρώπους, όλοι σκέφτονται όπως σκέφτομαι εγώ. Εμείς θα κάνουμε στο τέλος το ταμείο. Τι μούτρα θα κάνουν μετά τις εκλογές αυτοί και τι γέλια θα κάνω εγώ. Το σκέφτομαι και ξεκαρδίζομαι από τώρα, δεν μπορώ να κρατηθώ.
Δεν περνάνε και οι ώρες, να ξημερώσει αυτή η ευλογημένη Κυριακή όταν εγώ επιτέλους θα ΨΗΦΙΣΩ.
Αλλά και οι άλλοι, οι πριν, να μη χαίρονται. Νομίζουν ότι τους ξέχασα επειδή άλλαξαν αρχηγό που του είπαν να πηγαίνει στα καμένα δένδρα και να κοιτάει με τις ώρες τους κορμούς, σαν ιατροδικαστής. Που θυμήθηκε τώρα τους αγρότες λες και δεν ήταν αυτοί, οι δικοί του, που τους έδιωχναν από τα χωριά τους. Που θυμήθηκε τώρα τους συνταξιούχους λες και δεν ήταν αυτοί, οι ίδιοι, που τους έδερναν με τα ΜΑΤ.
Βρε, για ποιόν με περάσατε για κανένα βλάκα. Σας θυμάμαι ρε κι εσάς, πολύ καλά μάλιστα. Θυμάμαι τα δικά σας σκάνδαλα, τους δικούς σας φίλους, τις δικές σας μίζες, τον τουπέ σας, τη ματαιοδοξία σας, τον παλαιοκομματισμό σας. Φάγατε, φάγατε, φάγατε…. Και τώρα, βάλατε γι αρχηγό έναν κληρονόμο που μιλάει σαν να απαγγέλλει το μάθημα παπαγαλία. Και περιμένετε να με ξεγελάσετε. Εμένα! Χα, χα, γελάω από τα νεύρα μου με την κουτοπονηριά σας. Για τόσο αφελή με έχετε. Κούνια που σας κούναγε. Εγώ είμαι τώρα ο δυνατός. Εγώ ψηφίζω. Κι αύριο να δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος, ανόητοι, γελοίοι!! Πόσο θύμωσα τώρα που θυμήθηκα κι αυτούς. Τρίζουν τα δόντια μου από νεύρα. Ταράχτηκα και δεν μπορώ να κοιμηθώ κι αύριο πρέπει να έχω καθαρό μυαλό γιατί θα ΨΗΦΙΣΩ.
Άργησα να κοιμηθώ, στριφογυρνούσα για πολύ ώρα, αλλά στο τέλος με νίκησε η κούραση. Κοιμήθηκα βαριά και ξύπνησα προς το μεσημέρι. Ο ύπνος μου έκανε καλό, με ξεκούρασε. Η ημέρα φαινόταν ζεστή. Που να βρεις δροσιά, δεν έμεινε δένδρο, “καθάρματα” είπα μέσα μου. Σκέφτηκα να πάω να ψηφίσω προς το μεσημέρι υπολογίζοντας ότι θα είχε λιγότερο κόσμο. Η σκέψη μου αποδείχθηκε σωστή. Δεν είχε καμία ουρά έξω από το εκλογικό κέντρο, συγκεκριμένα δεν υπήρχε ψυχή.
‘’Περίεργο” μουρμούρισα. Τα πράγματα έγιναν πιο περίεργα όταν διαπίστωσα ότι το εκλογικό κέντρο ήταν κλειστό! Το μυαλό μου πήγε στο κακό, στο πολύ κακό μάλιστα, ξαφνικά –άκου τώρα- θυμήθηκα ένα στρατιωτικό εμβατήριο. Με την ψυχή στο στόμα έτρεξα προς το δημαρχείο.
“Εκεί σίγουρα θα ξέρουν” σκέφτηκα.
Όταν με άκουσε ένας γνωστός μου υπάλληλος ότι πήγα να ψηφίσω και δεν βρήκα ούτε κάλπη, ούτε παραβάν, ούτε εφορευτική επιτροπή με κοίταξε σαν να ήμουν τρελός.
“Πλάκα μου κάνεις” είπε, “οι εκλογές έγιναν χτες”.
Θύμωσα, “εσύ μου κάνεις πλάκα” του απάντησα , “πρόσεξε γιατί δεν αστειεύομαι, θα ΨΗΦΙΣΩ ο κόσμος να χαλάσει, η ψήφος μου είναι η δύναμή μου, είναι η φωνή μου, είναι η οργή μου”
Θύμωσε κι αυτός, έγινε κόκκινος από την τσαντίλα.
“Άκου” μου είπε, “δεν ξέρω τι παιχνίδι παίζεις, αλλά μη παίζεις με την υπομονή μου, ξέχασες ότι ψήφισες μα αφού σε είδα χτες το βράδυ μετά τα αποτελέσματα, στα επινίκια, έξω από τα γραφεία του κόμματος να φωνάζεις, να πανηγυρίζεις με τους άλλους, να κουνάς σημαιάκια, να χειροκροτάς και να φωνάζεις συνθήματα “είσαι και θα είσαι ο πρωθυπουργός”, “έβγα έξω αρχηγέ” και άλλα παρόμοια”.
Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Μα τι μου συνέβη; Πάλι τα ίδια έχουμε; Άλλαξε η κυβέρνηση; Μα αυτοί μοιάζουν με τους χθεσινούς και με τους προχθεσινούς. Πως συνέβη αυτό; Αφού ήμουν θυμωμένος, δηλαδή τι θυμωμένος, εξοργισμένος ήμουν, μην λέμε τα ίδια και γινόμαστε κουραστικοί. Σίδερα έτρωγα, αν τους έβλεπα μπροστά μου θα τους έφτυνα. Πως γίνεται να τους ψήφισα; Και πως γίνεται να μην το θυμάμαι; Μήπως κοιμάμαι ακόμη; Μήπως ονειρεύομαι και δεν έχω ξυπνήσει ακόμη; Σίγουρα αυτό συμβαίνει. Ή μήπως όχι;
Υ.Γ. Η ιστορία που διαβάσατε είναι φανταστική. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και με πράγματα είναι απολύτως συμπτωματική.


Ο ασπάλακας του σκότους

Διάφανος ή αδιαπέραστος


Μια μουσική κριτική με αφορμή τον δίσκο “Διάφανος” του Θανάση Παπακωνσταντίνου.



Ασφαλώς ο χώρος της μουσικής δεν είναι έξω απ’ τη γενικότερη πολιτισμική κρίση του Ελληνισμού, για τους ασχολούμενους μάλιστα με αυτήν ( τη μουσική ) είναι δείκτης της κρίσης. Και κρίση δεν είναι φυσικά ο κατακλυσμός της δισκογραφίας και της νύχτας από προϊόντα. Αυτό είναι μια άλλη δουλειά –δεν είναι μουσική-πού αφορά σ’ αυτούς τους εκατοντάδες“τραγουδιστές”,“συνθέτες”,”δημοσιογράφους” και τις εταιρείες δίσκων που ασχολούνται με τη λεγόμενη show-biz δηλ. την παραγωγή και προώθηση προϊόντων ακουστικής και οπτικής κατανάλωσης.
Η κρίση της ελληνικής μουσικής βρίσκεται “εντός των τειχών” της λεγόμενης “έντεχνης” μουσικής και όσοι τραβώντας μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτής και των καταναλωτικών υποπροϊόντων νομίζουν ότι έλυσαν το πρόβλημα είναι μακριά νυχτωμένοι. Η κάθε κρίση είναι ταυτόχρονα κι’ ένα στοίχημα: Η διαρκής προσπάθεια ενσωμάτωσης του σήμερα στον Τρόπο ενός Πολιτισμού και προκειμένου για μουσική, στον μουσικό Τρόπο. Αλλά εδώ ξεκινάει το πρόβλημα: στον ορισμό αυτής της μουσικής ιδιοπροσωπίας. Γιατί αν σε μια “στρεβλή” αφετηρία ενσωματωθούν εμπειρίες και προβληματισμοί χρόνων αυτό δημιουργεί μια “ψευδοπαράδοση” κι’ αυτή μας καταδυναστεύει σήμερα σε πολλούς χώρους.
Το ρεύμα της “έντεχνης ελληνικής μουσικής” ( μόνο τραγουδιού για την ακρίβεια), με πατριάρχες τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, πιστό στις επιταγές της γενιάς του ’30 ,προσεγγίζει την Ελληνικότητα μέσα απ’ τη Λαϊκότητα , προκειμένου για τη μουσική ,μέσα απ’ το ζωντανό τότε( στην Τσιτσανική του εξέλιξη) Ρεμπέτικο τραγούδι. Όμως το Ρεμπέτικο είναι ο “επιθανάτιος ρόγχος” μιας τεράστιας μουσικής παράδοσης, της Βυζαντινής, με κύρια χαρακτηριστικά την Τροπικότητα των κλιμάκων (έναντι της Δυτικής Τονικότητας) και τις μη συγκερασμένες σχέσεις των διαστημάτων, χαρακτηριστικά που στο Ρεμπέτικο (και ειδικά στην Τσιτσανική του εκδοχή ) δεν διατηρούνται.{ Ο Τσιτσάνης έγραψε μόνο ματζόρε και μινόρε τραγούδια και ελάχιστα σε πλάγιο δεύτερο, ενώ ο Θεοδωράκης κατά δική του ομολογία αγνοούσε πλήρως τους ελληνικούς “δρόμους” και εμπειρικά έμαθε κάποια πράγματα γι’ αυτούς απ’ τον Νικολόπουλο και τον Νταλάρα!}.
Στο Βυζαντινό μουσικό πολιτισμό, επί αιώνες, Λογιότητα και Λαϊκότητα ανατροφοδοτούνται γόνιμα αλλά αυτή η σχέση διακόπτεται βίαια τον 14ο αι. Έκτοτε η Λαϊκότητα βαδίζει ορφανή!
Με την δημιουργία του Ελληνικού κράτους δεν υπήρξε ένας Σολωμός στη μουσική. Η Εθνική Σχολή (μιμητική της Δύσης)προσπάθησε να μπολιάσει το λαϊκό στοιχείο στην Ευρωπαϊκή μουσική. Χρόνια μετά, το ρεύμα Χατζιδάκι- Θεοδωράκη επιχειρεί να μπολιάσει στο λαϊκό στοιχείο την Ευρωπαϊκή μουσική. Πρόκειται , σε τελική ανάλυση, για δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η “πτώση” του “έντεχνου” ρεύματος στα μέσα της δεκαετίας του ’80 , μαζί με την πτώση των τειχών και των μεγάλων ιδεών της μεταπολίτευσης, βγάζει στην επιφάνεια ένα κύμα “τραγουδοποιών” που θέλουν να τραγουδήσουν πιο προσωπικά. Ταυτόχρονα απελευθερώνεται η εμπειρική αναζήτηση προς τη Δημοτική παράδοση όσον αφορά στους ρυθμούς και στα όργανα. Σήμερα είκοσι χρόνια μετά σε μια εποχή μεγάλων προκλήσεων και μεγάλων πιέσεων, φαίνεται ότι το προσωπικό τραγούδισμα των “τραγουδοποιών” έγινε ψιθύρισμα. Όσο τα προβλήματα διογκώνονται τόσο το τραγούδι στρέφεται προς τα “ ένδον”, όσο το άτομο συμπιέζεται τόσο η μουσική ομφαλοσκοπείται. Αυτά είναι χαρακτηριστικά κρίσης και πρόκλησης που απαιτεί ένα ποιοτικό άλμα.
Η κριτική μιας συγκεκριμένης εργασίας απαιτεί ένα μέτρο που το προσδιορίζουν οι απαιτήσεις των καιρών.
Σήμερα (ήδη από τα μέσα του 20ου αι. και μετά) που το Δυτικό μουσικό οικοδόμημα , όπως το γνωρίζουμε από το Διαφωτισμό και μετά, αποδομείται και οι αναζητήσεις πολλών σύγχρονων Ευρωπαίων συνθετών στρέφονται προς την τροπικότητα και την αναζήτηση νέων διαστηματικών σχέσεων, υπάρχει όντως ένα περιθώριο συνομιλίας μεταξύ της δικής μας μουσικής παράδοσης και αυτών των ρευμάτων. Υπ’ αυτήν την έννοια τα ζητούμενα στο μουσικό χώρο σήμερα θα πρέπει να είναι:
-Η ανάδειξη της μουσικής μας ιδιοπροσωπίας
-Η διεύρυνση της φόρμας του τραγουδιού σε πιο σύνθετες φόρμες.
-Η διερεύνηση των δυνατοτήτων αρμονικής και ενορχηστρωτικής αντιμετώπισης των “Τρόπων”.
-Η επικαιροποίηση και “από-εξατομίκευση” της θεματολογίας του τραγουδιού.
Η εργασία “Διάφανος” του Θ. Παπακωνσταντίνου είναι οριακή του “τραγουδοποιητικού” ρεύματος γιατί υπονοεί όλα τα πιο πάνω ζητούμενα χωρίς να απαντά σε κανένα.
Ο στιχουργικός λόγος του Θανάση Παπακωνσταντίνου σαρκάζει την ύπαρξη από τη μοναξιά στο θάνατο [ “βαρκάρη του Αχέροντα ….ήρθα και γω ‘να πρωινό που ‘χαν τα χόρτα πάχνη-μήτε στη βάρκα ν’ ανεβώ ούτε για να ρωτήσω-στην όχθη μόνο να σταθώ και να σου τραγουδήσω (Τα παξιμάδια). Ή “αυτί μου πλανεμένο στον Άδη κατεβαίνω. Κατεβαίνω σα νυφούλα που’ χασε το μάγκα της….”(Περσεφόνη;) ] και από την εσωτερική στην εξωτερική ξενιτιά “…σαν ξένος σαν ξενάκι σαν πάντα ξένος” (Διάφανος), “Α! στην Αμερική Ελλάδα σαν αγριόχορτο φύτρωσες και κει” (Στην Αμερική).
Αφήνεται η ύπαρξη σ’ αυτό το μετεωρισμό που τον σηματοδοτούν φυσικά και μυθικά στοιχεία : “κι ήρθε και κατακάθισε πάνω μου σα σεντόνι όλη της γης η σκόνη…Στην πλώρη ακουμπισμένος ένας διάφανος τα κόκαλα μετράει μένει άφωνος Τρώει την πέτρα σαν ψωμί ο Καίσαρας Βαλιέχο…” (Διάφανος).
Η φύση παίρνει χαρακτήρα ιερό, μυθικό: “μες στην κοιλάδα των Τεμπών φόβος των μηχανοδηγών είναι ένας γέρο πλάτανος μαγκούφης και παράφορος που πίνει απ’ το θολό νερό του ποταμού το ιερό” (Στην Κοιλάδα των Τεμπών).
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ψεύτικες και παροδικές : “και τώρα πες μου κάτι ψεύτικο, Σαν τα ψόφια δάχτυλα που έσφιξα στο χέρι και σαν την ορκισμένη αγάπη της” (Πες μου κάτι). Η Φύση είναι το μέτρο : “ στου δειλινού την άκρη δεν βλέπεις όνειρα αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα.” ( Διάφανος).
Η απαξίωση της κοινωνικής διάστασης του ανθρώπου οδηγεί στην απώλεια της μνήμης και στην διαφυγή στο φαντασιώδες: “ δεν ξέρω που γεννήθηκα, θυμίστε μου που πάω. Ξέχασα αυτούς που έψαχνα κι αυτούς που αγαπάω.” (360 χλμ).και : “ σαν αερικό θα ζήσω…ο νους μας είναι αληταριό πού όλο θα δραπετεύει.” (Αερικό). Οι Φυσικοί κώδικες υπερισχύουν των κοινωνικών.
Μέσα σ’ αυτόν τον ποιητικό κόσμο ο Παπακων/νου δημιουργεί τον προσωπικό μουσικό του κόσμο:
· δοκιμάζει δικά του κουρντίσματα.
· Δοκιμάζει περίεργες μίξεις οργάνων
· Μετατρέπει σε μουσικά όργανα σκεύη της καθημερινότητας
Αυτός ο ερμητικός και περίκλειστος κόσμος του συνθέτη- στιχουργού, ίδιος ο τόπος του που “η θάλασσα Δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει” (Στην Αμερική), διασπάται μόνο μέσω της διονυσιακής μέθεξης και αυτό είναι φανερό στις ζωντανές εμφανίσεις του Παπακων/ντίνου “Κάνω μια βούτα στο ζωμό και βγαίνω κερδισμένος…..έχω και τυρναβίτικη ρετσίνα αποκούμπι” (Μοσχαροκεφαλή).
Αυτή λοιπόν η προσωπική τραγουδοποιία του (δεν μπορεί κανείς να φανταστεί κάτι πιο προσωπικό) δημιουργεί τη νοσταλγία κωδίκων και σχέσεων.
Στέκεται στην άκρη του γκρεμού τόσο τολμηρά και προκλητικά που νιώθεις την ανάγκη να περάσεις απέναντι. Ο Σέρτζιο Λεόνε οπτικοποίησε στο “Κάποτε στη Δύση” το πέταγμα μιας μύγας δείχνοντας το τέλμα της ηρωικής ερημίας της άγριας Δύσης. Ο Παπακων/νου το ακουστικοποιεί (Οι μύγες βαλσαμώνονται με βαλς) δείχνοντας την ερημία των ορίων της καθ’ ημάς μουσικής ραθυμίας.
Αλλά….μια μύγα έπεσε στη μοσχαροκεφαλή στο πιάτο μας!
Γεια σου Θανάση μου!!
Ηλίας Γεωργαλής

Οικομαχιες ΙΙ




Ό,τι κοροϊδεύεις, το λούζεσαι, λέγαμε μικρά – την παιδική αυτή σοφία όμως την αγνοήσαμε μεγαλώνοντας. Έτσι, δεν προλάβαμε να λοιδορήσουμε ως μεγάλη οικολογική καταστροφή τη σπορά ανεμογεννητριών στα βουνά του Ξηρομέρου, ήρθε –μεσούντος του θέρους– να σκάσει η μονάδα του λιθάνθρακα στον Αστακό, τριάντα χιλιόμετρα από την πόλη του Αγρινίου – σε ευθεία γραμμή όπως ταξιδεύει η κάπνα. Δεν προλάβαμε καν να γράψουμε γι’ αυτό και ήρθαν οι μεγάλες φωτιές σε Πελοπόννησο και Εύβοια να μας δείξουν τι μπορεί πραγματικά να σημαίνει καταστροφή.
Φαίνεται ότι η μητέρα γη βαρέθηκε να χτυπάει καμπανάκια προειδοποίησης για τα μελλούμενα και αποφάσισε να χτυπήσει τις καμπάνες των χωριών, μπας και την πάρει κανένας σοβαρά χαμπάρι. Μάταιος κόπος. Τα πραγματικά δεδομένα και τα ακόμα πιο απαιτητικά ζητούμενα των θερινών καταστροφών ευτελίστηκαν και χάθηκαν μέσα στην παπαρολογία των ασύμμετρων απειλών και των οργανωμένων σχεδίων, στην τύρβη της προεκλογικής αντιπαράθεσης αλλά και στη θυμική αντίδραση της μεγάλης πλειονότητας των συνελλήνων που έσπευσαν ασμένως να ασπαστούν το πονηρό υπονοούμενο του πρωθυπουργού: μα τόσες φωτιές δεν μπορεί να είναι σύμπτωση!
Κυνηγώντας λοιπόν μπουκαλάκηδες των Εξαρχείων, ουτσεκάδες του Ντανίλο, πασόκους με ψυχολογικά προβλήματα και αμερικάνους με ακτίνες λέιζερ χάσαμε για άλλη μια φορά το δάσος: η πρωτοφανής σε απώλεια ανθρώπινων ζωών καταστροφή σηματοδοτεί ή όχι μια ριζική αλλαγή στα φυσικά και περιβαλλοντικά δεδομένα, στο κλίμα, στη διαχείριση των υδάτων, στις καλλιέργειες, με ό,τι αυτό σημαίνει σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο ή όλα θα ξεχαστούν μόλις θαφτούν οι νεκροί και εξαφανιστούν οι κάμερες;
Οφείλω να ομολογήσω ότι διαφωνώ με αυτήν την ομοβροντία κοινωνικοπολιτισμικών αναλύσεων που αποδίδουν εντέλει την καταστροφή στον τρόπο ζωής μας (που παράγει ιδιωτικό πλούτο και δημόσια φτώχεια – εύστοχη βέβαια διατύπωση) και με άλλες τέτοιες, ορθές μεν αλλά γενικόλογες και γι’ αυτό άκαιρες επισημάνσεις. Γιατί αθωώνουν τους πραγματικούς φταίχτες της ανθρώπινης τραγωδίας και της φυσικής καταστροφής αφού διαχέουν αόριστα την ευθύνη στους πάντες και τα πάντα.
Συνοπτικά: πρώτα τα αίτια. Η πάγια συνήθειά μας να αγνοούμε τόσο τα αληθινά περιστατικά όσο και τις γνώμες των ειδικών κατάφερε κι αυτήν τη φορά να διαδεχθεί τις πρώτες θυμικές και γι΄ αυτό ασυλλόγιστες αντιδράσεις. Οι πρόσφατες πυρκαγιές δεν είχαν, ούτε μπορούσαν να έχουν, διαφορετικές αιτίες από όλες τις προηγούμενες, των τελευταίων δεκαετιών τουλάχιστον. Επιπρόσθετα, ο αριθμός τους ήταν, παρά τα επιφαινόμενα, σχετικά μικρός: ελάχιστοι πρόσεξαν ότι οι φονικές φωτιές στην Ηλεία ήταν στην πραγματικότητα δύο. Άρα το ερώτημα μετατίθεται: όχι γιατί άναψαν αλλά γιατί πήραν μαζί τους ανθρώπινες ζωές και δευτερευόντως γιατί στάθηκε αδύνατο να κατασβεστούν, για ημέρες ολόκληρες. Τα ερωτήματα αυτά αναπόφευκτα συνδέονται: γιατί οι φωτιές προωθούνταν με εκπληκτική ταχύτητα; – από τις πρώτες εστίες ως τις πρώτες απώλειες ζωών μεσολάβησαν ελάχιστες ώρες. Γιατί δεν μπόρεσαν να ανακοπούν, όχι σε δύσβατες χαράδρες αλλά στις αυλές των σπιτιών, εγκλωβίζοντας τις επόμενες μέρες ολόκληρα χωριά; Σημειωτέον ότι αυτά ισχύουν και για την Πάρνηθα, η φωτιά ξεκίνησε στα Δερβενοχώρια και κατέκαψε το μεγαλύτερο μέρος του ελατοδάσους, και στις δασικές πυρκαγιές της Μακεδονίας: έκαιγαν ανεξέλεγκτα μέρες ολόκληρες και σβήστηκαν από τη βροχή(!).
Πειστικές απαντήσεις για όλα αυτά δεν έχουν δοθεί και μάλλον δε θα δοθούν ποτέ. Περιοριζόμαστε λοιπόν στις πιο προφανείς επισημάνσεις. Το 1998 η δασοπυρόσβεση πέρασε στη δικαιοδοσία της Πυροσβεστικής. Αναγκαστικά, λόγω της δεδομένης μεθοδολογίας, χωροθέτησης και διάρθρωσης της υπηρεσίας οι φωτιές στην ύπαιθρο αντιμετωπίζονταν όπως οι αστικές: αφήνουμε το δάσος ήσυχα – ήσυχα να καεί και περιμένουμε τη φωτιά σε δρόμους ή οικισμούς. Αν ο καιρός και οι γεωμορφολογικές συνθήκες το επιτρέπουν, επιχειρείται κατάσβεση από αέρος. Αν όμως οι άνεμοι φτάνουν τα οκτώ μποφόρ και οι φλόγες τα τριάντα μέτρα απλώς προσευχόμαστε.
Στην Ηλεία βέβαια ούτε αυτό συνέβη: οι ελάχιστες και ασυντόνιστες δυνάμεις του νομού αδυνατούσαν να σώσουν τα πολυάριθμα χωριά που κινδύνευσαν και τελικά κάηκαν. Όσο κι αν σας φαίνεται απίθανο, τις επόμενες τρεις μέρες ελάχιστες πυροσβεστικές δυνάμεις κατέφτασαν στο νομό. Η παντελής διάλυση του κεντρικού μηχανισμού της Πυροσβεστικής, η μνημειώδης ανικανότητα της κυβέρνησης να συντονίσει και να συντονιστεί, η αδυναμία συνεννόησης τοπικών αρχόντων και κεντρικής εξουσίας που προήλθε και από την καχυποψία λόγω διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων (δεν πιστεύω να νομίζει κανένας ότι ζει στον Καναδά), οι φωτιές που συνέχιζαν να καίνε σε άλλες περιοχές, όλα αυτά άφησαν τους Ηλείους στην τύχη τους.
Μήπως δεν παρακολουθήσαμε όλοι τι έγινε; Υπουργοί και μεγαλοπαράγοντες εξασφάλιζαν για τις εκλογικές τους περιφέρειες πτήσεις των Καναντέρ, στα χωριά της Ηλείας όλοι έβριζαν την Πυροσβεστική και τις αρχές γιατί νόμιζαν ότι απασχολούσαν δυνάμεις στην Αρχαία Ολυμπία, μέχρι που κατάλαβαν ότι ακόμα και εκεί οι δυνάμεις ήταν ελάχιστες- ό,τι σώθηκε, σώθηκε χάρη σε ένα ιδιωτικό ερπυστριοφόρο, άλλοι παρακαλούσαν τηλεοπτικούς δημοσιογράφους να δείξουν σκηνές από τα χωριά τους για να τους προσέξουν στην Αθήνα, τηλεπαρουσιαστές συντόνιζαν εκκενώσεις χωριών, και όλα αυτά τη Δευτέρα, την τέταρτη μέρα της καταστροφής. Για να μη μιλήσουμε και για τα τραγελαφικά: τον άλλο τον βλάκα που τριγυρνούσε στο Πεντάγωνο με το μπουφάν όταν έξω έβραζαν σαράντα βαθμοί, τους εμπρηστικούς μηχανισμούς που ανευρίσκονταν από δεξιούς δημάρχους για να καταλήξουν μηχανισμοί υαλοκαθαριστήρων, τη σοβαρή υπουργό που τα ‘βαλε με τα φρικιά, τον Αλογοσκούφη που μοίρασε τριχίλιαρα σ΄ όλο το Ζεφύρι, το τσιγγανόπουλο από τα Γιάννενα που του κάηκε το χωράφι στον Πύργο κι άλλα τέτοια, απολύτως δηλωτικά της κατάντιας και της ανικανότητάς μας.
Παρά ταύτα, η ανικανότητα δεν είναι η απάντηση σε όλα μας τα ερωτήματα. Από τη Δευτέρα ως την Κυριακή οι φωτιές κατέκαψαν ανεξέλεγκτες άλλα τόσα στρέμματα δασικής και καλλιεργήσιμης γης. Μέσα αεροπυρόσβεσης απ΄ όλη την Ευρώπη, δασοκομμάντος από πολλές χώρες, το μεγαλύτερο μέρος των εγχώριων δυνάμεων κατέβαλλαν για ημέρες τιτάνιες προσπάθειες, χωρίς απτά αποτελέσματα: ουσιαστικά οι φωτιές έσβησαν όταν δεν είχαν τι άλλο να κάψουν.
Είναι σαφές λοιπόν ότι τα δάση κάηκαν γιατί κανένας δεν ήθελε, και να ήθελε δεν μπορούσε, να τα σβήσει. Είναι σαφές ότι η παρατεταμένη ξηρασία του τελευταίου έτους, οι εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες, η έλλειψη υγρασίας, η παντελής απουσία δασικής φροντίδας και πρόληψης, που οδήγησε σε πρωτοφανή συγκέντρωση καύσιμης ύλης, όλα τούτα συνδυάστηκαν με τις εγκληματικές αμέλειες και τις πολιτικάντικες ανοησίες πολλών ανικάνων. Ανθρωπογενείς και μη ανθρωπογενείς παράγοντες συνδυάστηκαν με τρόπο τραγικό.

Ακόμα πιο συνοπτικά τα επιγενόμενα.
Δεν τρέφω αυταπάτες για τους ανθρωπογενείς παράγοντες. Δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι μετά τις 16\9. Δυστυχώς δε βρισκόμαστε στο 1907, τότε που τα υπολείμματα του δικομματισμού έπνεαν τα λοίσθια, όταν καρικατούρες πλέον της οξύτατης σύγκρουσης τρικουπικών και δηληγιαννικών έσβηναν μέσα στο γενικό χλευασμό και την κατακραυγή εξαιτίας της ανικανότητάς τους να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα. Σήμερα, το 2007, η συντριπτική πλειονότητα των συνελλήνων δεν έχει ούτε στο ελάχιστο τη σοφία των παππούδων μας: εκστασιάζεται από τα ονόματα καραμανλής και παπανδρέου και παραχωρεί απερίσκεπτα λευκές επιταγές. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι θίασοι του κωστίκα με τον πολύδωρα και τη μαριέττα (ή του γιωρίκα με τη μιλένα και τον χρυσοχοΐδη) είναι ισχυρές κυβερνήσεις.
Τέλος πάντων, δεν έχω καταλήξει σε πολιτικό δια ταύτα σε πλείστα όσα σοβαρά θέματα καταπιάστηκα σε τούτη τη στήλη, δε θα το κάνω τώρα για τις εκλογές. Θέλω όμως να επισημάνω ότι τα κόμματα και οι εκλογές, παρά την ανυποληψία τους, είναι ο μόνος τρόπος για να οργανώσουμε συλλογικά τη ζωή μας. Και ακόμα, σ’ αυτές τις εκλογές, με τον δεδομένο εκλογικό νόμο, αντικυβερνητική ψήφος είναι η κάθε έγκυρη ψήφος, σε όποιον εκλογικό σχηματισμό κι αν κατευθύνεται – από τη στιγμή που η αυτοδυναμία απαιτεί συγκεκριμένο εκλογικό ποσοστό και όχι απλώς διαφορά του πρώτου από τον δεύτερο. Το άκυρο και η αποχή μοιάζουν περισσότερο άγονες αρνήσεις και υπεκφυγές, ενώ ακόμα και η πραγματικά πολιτική επιλογή του λευκού χαροποιεί τα εκλογικά μαγειρεία του πρώτου κόμματος.

Για τους μη ανθρωπογενείς τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Η αποψίλωση και η διάβρωση εδαφών, η συνακόλουθη απομείωση των υδροφόρων οριζόντων, η σταδιακή μετατροπή του δάσους σε δασική αρχικά και σε θαμνώδη έκταση στη συνέχεια, η ερημοποίηση και η υφαλμύρωση συνδυαζόμενα με τη συνεχιζόμενη ανομβρία και την άνοδο της θερμοκρασίας συνθέτουν εφιαλτικά σενάρια όχι για την επόμενη αλλά για τη μεθεπόμενη μέρα. Οι αλλαγές, παρά τις κραυγές των επαγγελματιών οικολόγων, είναι ανεπαίσθητες πλην όμως ολοκληρωτικά μη αναστρέψιμες.

Links
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις. Παρά την αναξιοπιστία τους δείχνουν ότι το μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων θα κατευθυνθεί τελικά στα δυο μεγάλα κόμματα, μετατρέποντας τις προβλέψεις για καμπανάκι στο δικομματισμό σε ευσεβείς πόθους. Η χώρα θα πορευθεί με τον Λιάγκα, τη Φώφη, τον Χηνοφώτη και τη Βίκυ Λέανδρος – ή μήπως κανείς εντόπισε άλλα νέα πολιτικά πρόσωπα; Άντε και καλές κάλπες!

Ερανιστής

Βουλιάζουμε όλο και πιο κάτω, όλο πιο βαθιά
Πότε θα πιάσουμε επιτέλους πάτο, πια;
Απύθμενο μοιάζει αυτό το βαρέλι του πολιτικού αμοραλισμού στο οποίο έχουμε χωθεί.
Ο πρωθυπουργός εντελώς πραξικοπηματικά διαλύει τη βουλή και προκηρύσσει εκλογές επικαλούμενος ως «εθνικό λόγο» τη σύνταξη του νέου προϋπολογισμού. Άραγε τι να μας περιμένει; Κανένα απ’ τα κόμματα της βουλής δεν εκφράζει σοβαρές ενστάσεις επ’ αυτού και μοιάζει όλοι να το αποδέχονται νομοτελειακά, σαν να ναι όλοι έτοιμοι από καιρό, ο καθένας για δικούς του λόγους. Άλλος για να επανέλθει στην εξουσία, άλλος για να γλύψει έστω κι ένα κοκαλάκι της, άλλος για να μετρήσει τις δυνάμεις του και να ικανοποιήσει τη φιλαρέσκειά του αυξάνοντας το εκλογικό ποσοστό του. Κανένας τους όμως δε δείχνει ικανός, πάλι ο καθένας για τους δικούς του λόγους, ν’ ανατρέψει την πολιτική της κυβέρνησης. Άλλος γιατί δε διαφέρει καθόλου η δική του πολιτική, άλλος γιατί θεωρεί ότι μόνο μέσα απ’ τη δική του εκλογική ενίσχυση θα επέλθει η αταξική κοινωνία, άλλος γιατί νομίζει πως μπορεί να σταθεί όρθιος πατώντας σε δυο βάρκες.

Ευκαιρίες για μόρφωση, ευκαιρίες για απασχόληση (ούτε καν για εργασία) διαλαλούν τα δυο μεγάλα κόμματα. Περάστε κόσμε! Βλέπετε στις μέρες μας η λέξη δικαίωμα (στη μόρφωση και στην εργασία) τείνει να εξοστρακιστεί απ’ τα λεξικά και ν’ αντικατασταθεί απ’ τη λέξη ευκαιρία.

Μαύρισε η ψυχή μας απ’ όσα είδαμε και σε ζωντανή μάλιστα μετάδοση τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου. Μετά σου λέει «ο Αύγουστος δεν έχει ειδήσεις». Όλη η Παραιόνιος Δυτική Ελλάδα απ’ τα σύνορα με την Αλβανία ως και την Καλαμάτα τυλίχτηκε στις φλόγες, με επίκεντρο την περιοχή της Ηλείας. Φυσικό και επόμενο το ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος που έχει στο κέντρο του το κέρδος κι όχι τον άνθρωπο, να μην μπορέσει ν’ ανταπεξέλθει σε κανένα επίπεδο. Κι όμως, γι’ αυτήν την ανείπωτη καταστροφή δε ζητήθηκαν πολιτικές ευθύνες «δεν είναι ώρα για τέτοια» κραύγαζαν οι δοκησίσοφοι τηλεοπτικοί δικτάτορες του τόπου μας, κι όμως μέσα σ’ αυτήν την ανείπωτη, από όποια πλευρά και να την πιάσεις, καταστροφή είναι και κάποιοι που τρίβουν από χαρά τα χέρια τους. Είναι το τουριστικό και κατασκευαστικό κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο. Αλίμονο σ’ αυτούς που επλήγησαν και σ’ αυτούς που χάθηκαν με το χειρότερο απ’ τους θανάτους.

Ερώτηση (αγωνίας): Γιατί κανένα κομμάτι της αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη, δεν μπορεί να υφαρπάξει απ’ τα δυο μεγάλα κόμματα την ψήφο του άνεργου, του μεροκαματιάρη, του ανασφάλιστου, του part time εργαζόμενου, του πωλητή, του μικροαγρότη, του μικροσυνταξιούχου, του νέου κλπ.; Μεγάλη απάντηση θα μου πείτε, είναι η ομηρία, είναι ο εγκλωβισμός των ψηφοφόρων, είναι ο αποκλεισμός απ’ τα μέσα ενημέρωσης, ο υποταγμένος συνδικαλισμός και δεκάδες άλλοι σοβαροί ή λιγότεροι σοβαροί λόγοι Τα χρόνια όμως περνούν, τα πράγματα χειροτερεύουν κι ο κόσμος θέλει λύσεις κι απαντήσεις εδώ και τώρα. Δε νομίζουμε ότι έχει την υπομονή να περιμένει κι άλλο κι άλλο. Ο κλοιός γύρω απ’ την αριστερά όλο και στενεύει, καθώς ο ένας ουσιαστικά απευθύνεται στον άλλο προσπαθώντας με ό,τι όπλα διαθέτει για να τον πείσει για τη δικιά του αλήθεια. Οι πολλοί όμως απομακρύνονται. Ναι, πάντα οι μειοψηφίες δημιούργησαν τα μεγάλα κινήματα, αλλά και οι δάσκαλοι κι οι φοιτητές όταν έμειναν μόνοι τους οπισθοχώρησαν. Μήπως πρέπει το σύνολο της αριστεράς να ενσκήψει κάποια στιγμή να δει τις αδυναμίες της, να γίνει πιο κατανοητή και πιο προσιτή στον πολύ κόσμο, να αναθεωρήσει κάποια πράγματα εξετάζοντάς τα πια με τη ματιά του σήμερα, να υιοθετήσει, όπου χρειάζεται, στόχους πιο ρεαλιστικούς κι όλα αυτά, ει δυνατόν, χωρίς καμία ιδεολογική έκπτωση;


Λιγότερο πράσινο, λιγότερο οξυγόνο, λιγότερη ελεύθερη γη, λιγότερη ανάσα και ζωή μας άφησε πίσω του αυτό το καλοκαίρι και η αποθέωση του λιγότερου κράτους. Αυτό φάνηκε καθαρά και στις συνεχείς διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά κυρίως φάνηκε στην έλλειψη μέσων και ανθρώπινου δυναμικού για την πρόληψη και αντιμετώπιση των πρόσφατων πυρκαγιών. Μόνο στην ιδιωτικοποίηση της πυροσβεστικής δεν έχουν προχωρήσει προφανώς γιατί δεν αφήνει καθόλου περιθώρια κέρδους κι άλλωστε γιατί να ρισκάρει κάποιος όταν υπάρχουν τόσες άλλες ευκαιρίες!

Θα θέλαμε κι απ’ αυτό το βήμα να εκφράσουμε την αμέριστη συμπαράστασή μας στον, πρώην πια, προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας του νομού μας τον κ. Δημ. Ντάουλα, καθώς και τον αποτροπιασμό μας για όλον αυτόν το συρφετό από πολιτικά κουνάβια που ζήτησαν και πέτυχαν τελικά την απομάκρυνσή του απ’ την υπηρεσία με το πρόσχημα ότι τάχατες αναγνωρίζουν και εκτιμούν το έργο του και την προσφορά του και γι’ αυτό σκέφτηκαν να τον αναβαθμίσουν επαναφέροντάς τον στην προηγούμενη υπηρεσία του και σε καλύτερο πόστο. Ο φαρισαϊσμός σ’ όλο του το μεγαλείο! Τουλάχιστον πρόλαβε ο άνθρωπος στο λίγο διάστημα που έμεινε στην υπηρεσία και να γνωστοποιήσει στην κοινή γνώμη το ζήτημα με τ’ αυθαίρετα του Λούρου και να φέρει σ’ επαφή πολίτες και συλλόγους που μάχονται τους καταπατητές και να σταματήσει την αυθαίρετη δόμηση και ν’ αναγκάσει τους διαδόχους του να’ ναι πολύ πολύ προσεκτικοί. Όλα αυτά φαίνεται πως «εξόργισαν» κάποιους που δεν ανέχονται από κανένα να χαλάει την καθεστηκυία τάξη και πριν να ’ναι πολύ αργά, προχώρησαν στην καρατόμησή του.

Με την ευκαιρία θα θάλαμε να καταγγείλουμε τον πολυθεσίτη εκδότη, διευθυντή και αρχισυντάκτη αυτής εδώ της φυλλάδας, καθώς μετά και την τελευταία δημοσιογραφική μας επιτυχία που προκάλεσε παγκόσμιο πάταγο, αφού είμαστε εμείς που τύχαμε κατ’ αποκλειστικότητα την τελευταία συνέντευξη του Δημ .Ντάουλα ως προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας, και καθώς το e-mail της εφημερίδας έχει κατακλειστεί από δεκάδες προτάσεις μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων του κέντρου, αυτός συνεχίζει να αρνείται πεισματικά να μας δώσει μεταγραφή.

Κουίζ: Έλληνας μπατίρης καταχρεωμένος στις τράπεζες με 9 γράμματα. Ποιος να ’ναι, ποιος να ’ναι;

Ας ελπίσουμε απ’ την επόμενη των εκλογών για μια καλύτερη ΜΕΡΑ μέσα απ’ τους αγώνες που έρχονται, γιατί σα να πιάνουμε πάτο.

Γιάννης Μπαζώρας

30 Ιουνίου 2007

Ο πολιτισμός της χωματερής - Απορήματα περί απορριμμάτων




του Χάρη Ταμπάκη

Αν ποτέ κανείς βρεθεί στο δρόμο για Θέρμο και περάσει από την Αγία Σοφία (ελληνιστί: Μό­κι­στα) αξίζει να σταθεί για να πα­ρατηρήσει το συ­γκρότημα των ναών που βρί­σκονται στο κοι­μη­τήρι του χωριού. Τόσο ο κύ­ριος ναός του Α­γί­ου Νικολάου, όσο και ο να­ΐ­σκος των Τα­ξι­αρ­χών που ακου­μπά­ει πάνω του, ξε­χωρίζουν όχι μό­νο για τα μορφολογικά αλλά και για τα δο­μι­κά τους στοιχεία.

Ιδιαίτερο στοιχείο της τοιχοποιίας τους απο­τε­λεί η χρήση λαξευτών ογκόλιθων οι οποίοι προ­έρ­χονται από το αρχαίο ιερό της «Ηγεμό­νης Αρ­τέμιδος», πάνω στο κρηπίδωμα του ο­ποί­ου θα πρέπει να χτί­στη­καν οι χρι­στια­νι­κοί να­οί. Πρόκειται για συνήθη τακτική που ίσχυ­σε στο παρελθόν, να χρησιμο­ποι­είται δη­λα­δή αδί­στα­κτα αρχαιότερο υλικό για νέες κα­τα­σκευ­ές. Κα­ταστροφική τακτική, από τη μια, η οποία ό­μως ενέχει ένα είδος σοφίας, από την άλλη. Ποια είναι άραγε αυτή;

Τα ανθρώπινα κατασκευάσματα δεν προο­ρί­ζο­νται να αντέξουν για πάντα. Φθείρονται από την πολ­λή χρήση και τον καιρό ή αχρηστεύ­ο­νται διότι εκλεί­πει κάποια στιγμή η σκοπιμό­τη­τά τους. Τότε με­ταβάλλονται σε σκουπίδια, σε ά­χρηστα δηλαδή υλικά.

Ο κανόνας αυτός, βέβαια, δεν ισχύει πα­ντού και πά­ντο­τε με την ίδια ένταση. Ο έμβιος φυ­σικός κό­σμος διακρίνεται από έντονη παρα­γω­γική, ακόμη και τεχνική δρα­στη­ριότητα, στα α­ποτελέσματα της οποίας όμως δεν παρα­τη­ρεί­ται συσσώρευση άχρηστων υλικών. Χαρα­κτη­ριστικό των φυσικών αυτών διεργασιών εί­ναι ότι τα υλικά κατάλοιπα κάθε δραστη­ριό­τη­τας αξιοποιούνται από άλλους οργανισμούς σε μια νέα παραγωγική αλυσίδα. Με τον τρόπο αυ­τό η Φύση μας προσφέρει ένα σημαντικό δί­δαγ­μα: ότι το σύνολο της ζωής πάνω στη γη στη­ρίζεται σε ένα είδος συμβιωτικής ανάπτυ­ξης. Δε θα μπορούσε να ισχύει το ίδιο και για τον άνθρωπο;

Η ιστορική και ανθρωπολογική εμπειρία μάς ε­πέτρεψε να γνωρίσουμε πολιτισμούς οι οποίοι ε­πεφύλασσαν στο συμβιωτικό τους χαρακτήρα ιδιαίτερη αξιολογική θέση. Αρκεί να σκεφθεί κα­νείς τις θεοποιήσεις ζώων ή φυσικών στοι­χεί­ων στις ανά τον κόσμο μυθολογίες για να κα­ταλήξει στο παραπάνω συμπέρασμα. Ο σεβα­σμός στο φυσικό και στο έμψυχο περιβάλλον ήταν έτσι έμμεσα θεσμοθετημένος σε άλλες κοι­νωνίες. Ο σημερινός δυτικός πολιτισμός δε φαί­νεται να κινείται στο ίδιο μήκος κύμα­τος. Αυ­τός αναπτύχθηκε καλλιεργώντας τη ρή­ξη με το φυσικό στοιχείο μέσα από την έκρηξη της τεχνολογίας και του οικονομικού ανταγω­νι­σμού. Η «ελεύθερη» οικονομία της κεφα­λαι­ο­κρα­τίας και του καταναλωτισμού ηγεμονεύει πλέ­ον όλους τους υπόλοιπους τομείς της αν­θρώ­πινης δραστηριότητας και κατευθύνει τις τε­χνολογικές επιλογές των ανθρώπων. Η προ­ε­ξάρ­χουσα οι­κονομική σκοπιμότητα τελικά με­τέ­τρεψε τον πο­λιτισμό μας σε πολιτισμό της χω­ματερής.

Ας μην αναφερθούμε προς το παρόν στη μό­λυνση της α­τμόσφαιρας και των υδάτινων πό­ρων. Ας εγκύ­ψουμε σε κάτι πιο συνηθισμένο και πιο κα­θη­με­ρι­νό: τα στερεά απορρίμματα.

Το μεγαλύτερο μέρος των απορριμμάτων που παράγουμε καθημερινά προέρχεται από προ­ϊόντα που έχουν παραχθεί με τη λογική της μιας χρήσης. Αρκεί, για παράδειγμα, να σκε­φτού­με τις περίφημες ατομικές συσκευασίες μιας χρήσεως. Οι συσκευασίες αυτές προ­ωθή­θη­καν με αλματώδεις ρυθμούς και στη χώρα μας από τη δεκαετία του ’70, συνοδευόμενες από το αφανέστερο ίσως προϊόν-φετίχ του νέ­ου καταναλωτικού τρόπου ζωής που άρχισαν να υιοθετούν οι γονείς μας κατά την ίδια δε­κα­ε­τία: την πλαστική σακούλα του εμπορίου. Σ’ αυ­τήν υλοποιείται εμβληματικά η βασική ιδέα: Τη χρη­σιμοποιείς προσώρας και μετά την πε­τάς. Η ίδια λο­γι­κή εφαρμόζεται προοδευτικά και στον τρόπο πα­ραγωγής των διαφόρων συ­σκευ­ών: περιο­ρί­ζο­νται διαρκώς τόσο ο χρόνος της χρήσης τους όσο και η δυνατότητα επι­σκευ­ής και πα­ρά­τασης της λειτουργίας τους. Στην κατεύ­θυν­ση αυτή πολλαπλασιάζεται διαρ­κώς η μάζα των α­πορριμμάτων που παράγουμε καθημερινά με τον τρόπο ζωής μας.

Ήταν πάντοτε έτσι; Ας δούμε μερικά αντι­πα­ρα­δείγματα:

Αγοράζοντας παλιότερα από το μπακάλη ή α­πό τη λαϊκή, η νοικοκυρά χρησιμοποιούσε το κα­ροτσάκι της ή το καλάθι για να μεταφέρει τα ψώ­νια ― όχι πλαστικές σακούλες.

Τα περισσότερα τρόφιμα συσκευάζονταν σε με­γάλα δοχεία, από τα οποία αποσπόταν η επι­θυ­μητή ποσότητα για να πωληθεί σε χάρτινο πε­ριτύλιγμα ― οι ατομικές συσκευασίες ήταν πε­ριορισμένες.

Λειτουργούσε η διαδικασία επιστροφής των γυ­άλινων (π.χ. στο νερό, στο γάλα, στη μπύρα, στο κρασί) και μεταλλικών συσκευασιών (π.χ. στο υγραέριο) για επαναχρησιμοποίηση ― οι γυ­άλινες φιάλες σήμερα τείνουν να αντι­κα­θί­στα­νται από πλαστικές.

Τα περισσότερα οχήματα αγοράζονταν με προ­οπτική εικοσαετίας, δεδομένου ότι αφενός κό­στιζαν περισσότερο και αφετέρου είχε ανα­πτυ­χθεί και επαρκές δίκτυο επισκευαστών ― σή­μερα περιορίζεται διαρκώς από τις εταιρίες τό­σο η δυνατότητα επέμβασης μη εξειδι­κευ­μέ­νων συνεργείων όσο και η παραγωγή ανταλ­λα­κτι­κών.

Το συμπέρασμα είναι ότι συστηματικά ο σύγ­χρονος καταναλωτικός πολιτισμός καλλιερ­γεί τη συνήθεια της εφήμερης χρήσης και της απόρ­ριψης. Εκεί που οι πρόγονοί μας επι­βί­ω­σαν γενιές ολόκληρες διατηρώντας και ξανα­χρη­σιμοποιώντας με τον τρό­πο τους υλικά και αντικείμενα που έπαιρναν από το περιβάλλον, εμείς κόβουμε διαρκώς τους λώρους αυτούς και χρησιμοποιούμε το πε­ριβάλλον σαν πρό­σφο­ρο πανδέκτη αποβλή­των.

Έτσι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν 776 πα­ράνομες χωματερές σε ενέργεια (επίσημα έ­χουν «κλείσει» περίπου άλλες 1850), από τις ο­ποίες στην Αιτωλοακαρνανία λειτουργούν πε­ρί­που 30. Όπως προβλέπεται η χώρα μας θ’ αρ­χί­σει να δέχεται πρόστιμα γι’ αυτές το 2008 από το Ευ­ρωπαϊκό Δικαστήριο. Και η κατάστα­ση αυτή βέ­βαια γίνεται πολύ πιο αφόρητη στις λε­γό­με­νες «τουριστικές περιοχές» και δη στα νη­σιά. Θυ­μάμαι μια όμορφη παραλία στα βό­ρεια της Κα­λύμνου όπου το κύμα έσκαγε και λί­κνιζε ό,τι σκου­πιδαριό κουβαλούσε από χω­μα­τερή της Λέ­ρου, η οποία εκτεινόταν μέχρι δί­πλα στη θά­λασ­σα.

Να κλείσουν οι παράνομες χωματερές, α­φού το ζητάει και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Από κει και πέρα όμως χάσκει η κραυγαλέα απου­σί­α πε­ραι­τέρω πολιτικής και βούλησης, η οποία δια­πι­στώ­νεται στο γε­γονός ότι δεν έχει εκπονηθεί από τις πολιτικές αρχές κα­νένα σχέδιο πε­ρι­ο­ρι­σμού των αποβλήτων. Δεν υπάρχουν για πα­ρά­δειγμα:

Μια επιθετική πολιτική περιορισμού των συ­σκευ­ασιών μιας χρήσης, μέσω π.χ. περιβαλ­λο­ντικού φό­ρου ή σταδιακής κατάργησης.

Μια πολιτική υποχρεωτικής ανακύκλωσης των ρυ­πο­γό­νων προϊόντων από μέρους των ε­πι­χει­ρή­σε­ων παραγωγής τους (αυτοκίνητα, η­λεκ­τρο­νι­κές συσκευές κλπ.).

Ένα σχέδιο εκτεταμένης χρήσης ανακυκλω­μέ­νου χαρτιού στις υπηρεσίες του δημόσιου το­μέ­α και υπο­χρέ­ωση ανακύκλωσης των άχρη­στων υλικών α­νά έτος.

Γενική απαγόρευση της χρήσης μη ανα­κυ­κλώ­σιμου και μη βιοδιασπώμενου πλαστικού.

Η εγκατάσταση μη ρυπογόνων συστημάτων χα­μη­λού ενεργειακού κόστους σε όλο το δη­μό­σιο το­μέα (χρήση φυσικού αερίου, λαμπτή­ρων χα­μη­λής κατανάλωσης κλπ.).

Μια εκπαιδευτική πολιτική που θα ασκήσει στην πρά­ξη τους νέους πολίτες στην περιβαλ­λο­ντι­κή ευαισθησία που απαιτούν οι καιροί μας.

Κάποια από τα παραπάνω σίγουρα δεν α­κού­γο­νται ευχάριστα στ’ αυτιά των αδιάφορων φα­να­τικών της κα­τα­νάλωσης και ελάχιστα απα­σχο­λούν τους και­ροσκό­πους πολιτικούς κα­ριέ­ρας που δι­αθέ­του­με. Όσο για τους παράγοντες των μεγάλων επιχειρήσεων, αυτοί είναι απα­σχο­λημένοι με το να αυξήσουν τις πωλήσεις των προϊόντων τους, βαφτίζοντάς τα ακόμη και «πράσινα». Εδώθε πουλάμε τον «πράσινο» του­ρι­σμό μας και καπιστρώνουμε τον Αχελώο, ε­κεί­θε ο Μπους κηδεύει το Πρωτό­κολ­λο του Κιό­το και παίζει στα δάχτυλα την Ευρώπη.

Εντωμεταξύ εμάς, χωμένους μέσα στα τσι­μέ­ντα και με τα κλιμα­τι­στικά των γειτόνων να μη μας αφήνουν να κλεί­σουμε μάτι τη νύχτα, μας έχουν ζώσει για καλά τα φίδια.

24-06-2007, για τη Pωγμή