13 Σεπτεμβρίου 2007

ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Είμαι χαρούμενος. Αύριο, έχουμε εκλογές. Επιτέλους!! Ήρθε η σειρά μου να μιλήσω. Από την ανυπομονησία έχω φαγούρα. Και τι δεν έγινε από την τελευταία φορά που ψήφισα. Πόσα ψέμματα μου είπαν πάλι. Σ’ εμένα! Σ’ εμένα ρε; Τον ψηφοφόρο; Ε, ρε κακομοίρηδες!
Αλλά τώρα, έφτασε η ώρα να πληρώσουν αυτοί το λογαριασμό. Τι να πρωτοθυμηθώ, είναι και πολλά. Ότι μόλις εκλέχθηκαν έπεσαν σαν ακρίδες στις “δουλειές” με τη μία κι αμέσως, χωρίς καμία καθυστέρηση. Η μόνη περίπτωση που έδειξαν ταχύτητα, επαγρύπνηση κι αποτελεσματικότητα. Ότι το κράτος έγινε όμηρος των φίλων τους και θύμα των γνωστών τους. Ότι αντάλλαξαν τους ψήφους με μισθούς δημοσίων υπαλλήλων. Μισθοί, αργομισθίες, μεσιτείες, προμήθειες. Τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, τα ομόλογα. Φωτιές κι αποκαϊδια. Καίγεται η Πάρνηθα, η Πεντέλη, ο Ταΰγετος, ο Πάρνωνας, τα βουνά της Ηλείας, ο κάμπος της, η Μεσσηνία, η Αρκαδία, η Λακωνία, η Αχαΐα, η Αττική, η Εύβοια κ.α. Σαν προσκλητήριο νεκρών μοιάζει. Την εξαγορά ψήφων με τη μορφή της βοήθειας προς πυρόπληκτους (δώσε και σ’ εμένα μπάρμπα). Τεμπέληδες, ανίκανοι, επικίνδυνοι. Κόλακες και γελοίοι. Δεν είμαι απλώς θυμωμένος, είμαι εξοργισμένος.
Ο λόγος όμως, είναι τώρα σ’ εμένα. Αυτή, άλλωστε, είναι η αξία της Δημοκρατίας, στο τέλος εγώ αποφασίζω, εγώ μιλάω κι έχω πολλά να πω, πάρα πολλά. Νομίζουν ότι δεν τους καταλάβαμε, ότι δεν τους ξέρουμε. Ότι δεν βλέπουμε. Αμ, και βλέπουμε και καταλαβαίνουμε τι άλλο μας ξημερώνει. Που θα πάει το πράγμα δηλαδή και με τα καμένα και με τα άκαυτα. Τι ωραίες δουλειές γι αυτούς και τους φίλους τους θα φέρει η αναδάσωση (;) η ανοικοδόμηση κλπ. Βρε, με δέκα κουτάλες θα τρώνε. Τους πήραμε όμως χαμπάρι, τι νόμιζαν. Αλλά με τη χαρά θα μείνουν αφού στο τέλος θα αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός. Δεν μπορώ να καταλάβω πως το ξέχασαν αυτό. Δεν είμαστε μόνο υπήκοοι, είμαστε και ψηφοφόροι. Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω αποφασισμένους και συνειδητοποιημένους ανθρώπους, όλοι σκέφτονται όπως σκέφτομαι εγώ. Εμείς θα κάνουμε στο τέλος το ταμείο. Τι μούτρα θα κάνουν μετά τις εκλογές αυτοί και τι γέλια θα κάνω εγώ. Το σκέφτομαι και ξεκαρδίζομαι από τώρα, δεν μπορώ να κρατηθώ.
Δεν περνάνε και οι ώρες, να ξημερώσει αυτή η ευλογημένη Κυριακή όταν εγώ επιτέλους θα ΨΗΦΙΣΩ.
Αλλά και οι άλλοι, οι πριν, να μη χαίρονται. Νομίζουν ότι τους ξέχασα επειδή άλλαξαν αρχηγό που του είπαν να πηγαίνει στα καμένα δένδρα και να κοιτάει με τις ώρες τους κορμούς, σαν ιατροδικαστής. Που θυμήθηκε τώρα τους αγρότες λες και δεν ήταν αυτοί, οι δικοί του, που τους έδιωχναν από τα χωριά τους. Που θυμήθηκε τώρα τους συνταξιούχους λες και δεν ήταν αυτοί, οι ίδιοι, που τους έδερναν με τα ΜΑΤ.
Βρε, για ποιόν με περάσατε για κανένα βλάκα. Σας θυμάμαι ρε κι εσάς, πολύ καλά μάλιστα. Θυμάμαι τα δικά σας σκάνδαλα, τους δικούς σας φίλους, τις δικές σας μίζες, τον τουπέ σας, τη ματαιοδοξία σας, τον παλαιοκομματισμό σας. Φάγατε, φάγατε, φάγατε…. Και τώρα, βάλατε γι αρχηγό έναν κληρονόμο που μιλάει σαν να απαγγέλλει το μάθημα παπαγαλία. Και περιμένετε να με ξεγελάσετε. Εμένα! Χα, χα, γελάω από τα νεύρα μου με την κουτοπονηριά σας. Για τόσο αφελή με έχετε. Κούνια που σας κούναγε. Εγώ είμαι τώρα ο δυνατός. Εγώ ψηφίζω. Κι αύριο να δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος, ανόητοι, γελοίοι!! Πόσο θύμωσα τώρα που θυμήθηκα κι αυτούς. Τρίζουν τα δόντια μου από νεύρα. Ταράχτηκα και δεν μπορώ να κοιμηθώ κι αύριο πρέπει να έχω καθαρό μυαλό γιατί θα ΨΗΦΙΣΩ.
Άργησα να κοιμηθώ, στριφογυρνούσα για πολύ ώρα, αλλά στο τέλος με νίκησε η κούραση. Κοιμήθηκα βαριά και ξύπνησα προς το μεσημέρι. Ο ύπνος μου έκανε καλό, με ξεκούρασε. Η ημέρα φαινόταν ζεστή. Που να βρεις δροσιά, δεν έμεινε δένδρο, “καθάρματα” είπα μέσα μου. Σκέφτηκα να πάω να ψηφίσω προς το μεσημέρι υπολογίζοντας ότι θα είχε λιγότερο κόσμο. Η σκέψη μου αποδείχθηκε σωστή. Δεν είχε καμία ουρά έξω από το εκλογικό κέντρο, συγκεκριμένα δεν υπήρχε ψυχή.
‘’Περίεργο” μουρμούρισα. Τα πράγματα έγιναν πιο περίεργα όταν διαπίστωσα ότι το εκλογικό κέντρο ήταν κλειστό! Το μυαλό μου πήγε στο κακό, στο πολύ κακό μάλιστα, ξαφνικά –άκου τώρα- θυμήθηκα ένα στρατιωτικό εμβατήριο. Με την ψυχή στο στόμα έτρεξα προς το δημαρχείο.
“Εκεί σίγουρα θα ξέρουν” σκέφτηκα.
Όταν με άκουσε ένας γνωστός μου υπάλληλος ότι πήγα να ψηφίσω και δεν βρήκα ούτε κάλπη, ούτε παραβάν, ούτε εφορευτική επιτροπή με κοίταξε σαν να ήμουν τρελός.
“Πλάκα μου κάνεις” είπε, “οι εκλογές έγιναν χτες”.
Θύμωσα, “εσύ μου κάνεις πλάκα” του απάντησα , “πρόσεξε γιατί δεν αστειεύομαι, θα ΨΗΦΙΣΩ ο κόσμος να χαλάσει, η ψήφος μου είναι η δύναμή μου, είναι η φωνή μου, είναι η οργή μου”
Θύμωσε κι αυτός, έγινε κόκκινος από την τσαντίλα.
“Άκου” μου είπε, “δεν ξέρω τι παιχνίδι παίζεις, αλλά μη παίζεις με την υπομονή μου, ξέχασες ότι ψήφισες μα αφού σε είδα χτες το βράδυ μετά τα αποτελέσματα, στα επινίκια, έξω από τα γραφεία του κόμματος να φωνάζεις, να πανηγυρίζεις με τους άλλους, να κουνάς σημαιάκια, να χειροκροτάς και να φωνάζεις συνθήματα “είσαι και θα είσαι ο πρωθυπουργός”, “έβγα έξω αρχηγέ” και άλλα παρόμοια”.
Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Μα τι μου συνέβη; Πάλι τα ίδια έχουμε; Άλλαξε η κυβέρνηση; Μα αυτοί μοιάζουν με τους χθεσινούς και με τους προχθεσινούς. Πως συνέβη αυτό; Αφού ήμουν θυμωμένος, δηλαδή τι θυμωμένος, εξοργισμένος ήμουν, μην λέμε τα ίδια και γινόμαστε κουραστικοί. Σίδερα έτρωγα, αν τους έβλεπα μπροστά μου θα τους έφτυνα. Πως γίνεται να τους ψήφισα; Και πως γίνεται να μην το θυμάμαι; Μήπως κοιμάμαι ακόμη; Μήπως ονειρεύομαι και δεν έχω ξυπνήσει ακόμη; Σίγουρα αυτό συμβαίνει. Ή μήπως όχι;
Υ.Γ. Η ιστορία που διαβάσατε είναι φανταστική. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και με πράγματα είναι απολύτως συμπτωματική.


Ο ασπάλακας του σκότους

Δεν υπάρχουν σχόλια: