13 Σεπτεμβρίου 2007

Iδεολογικές διαστάσεις και κοινωνικές επιπτώσεις των νέων βιβλίων του δημοτικού σχολείου

Η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς συμπίπτει με την ολοκλήρωση της εισαγωγής όλων σχεδόν των «διδακτικών πακέτων» του δημοτικού σχολείου. Τα λιγοστά «διδακτικά πακέτα» τα οποία αναμενόταν, και για πρώτη φορά εισάγονται φέτος, δε δημιουργούν «εκπλήξεις». Εναρμονιζόμενα κι αυτά με τις προδιαγραφές των αντίστοιχων αναλυτικών προγραμμάτων, φαίνεται ότι μάλλον συνεχίζουν παρά αμβλύνουν τα παιδαγωγικά, διδακτικά και άλλα αδιέξοδα που εντοπίστηκαν ήδη κατά την πρώτη χρονιά εφαρμογής των ως τώρα «διδακτικών πακέτων».
Μια σε αδρές γραμμές σκιαγράφηση των χαρακτηριστικών του συνόλου των «διδακτικών» αυτών «πακέτων» δε θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, παρά να σημειώσει :
1) την εντατικοποιημένη έως καταιγιστική μαθησιακή διαδικασία που αυτά προβλέπουν, λόγω του όγκου πληροφοριών και «διδακτέας ύλης» που περιλαμβάνουν, του πολύ απαιτητικού (χρονικά) ρυθμού μάθησης που επιφυλάσσουν στους μαθητές, της μεγάλης ασυμβατότητας που υπάρχει ανάμεσα στα γνωστικά στοιχεία των βιβλίων αυτών και τις μορφωτικές, αναπτυξιακές-ηλικιακές και άλλες υποδοχές, δυνατότητες και ανάγκες των μαθητών του δημοτικού σχολείου, του υψηλού βαθμού γλωσσικής και νοηματικής αφαίρεσης που παρουσιάζει ένα μεγάλο μέρος κειμένων που εμπεριέχεται σ’ αυτά
2) το ιδιαίτερα φορμαλιστικό, κατευθυντικό και ελεγχόμενο μοντέλο διδασκαλίας που αυτά προδιαγράφουν, μέσα από τον εξαντλητικό επιμερισμό και την παράθεση «διδακτικών στόχων», τις λεπτομερειακές διδακτικές και μεθοδολογικές υποδείξεις που αυτά προβλέπουν για τους δασκάλους στα αντίστοιχα «βιβλία δασκάλου» και τον εξαντλητικό τρόπο αξιολόγησης της μαθησιακής και εκπαιδευτικής διαδικασίας, δηλαδή μαθητών και εκπαιδευτικών, που αυτά προβλέπουν.
Με λίγα λόγια δεν μπορεί κανείς παρά να επισημάνει κατ’ αντιστοιχία : α) τον κλειστό, στενά βιβλιοκεντρικό και ακαδημαϊκό προσανατολισμό της διδασκαλίας και της μάθησης στο δημοτικό σχολείο (που φτάνει π.χ. έως τη μετατροπή της αισθητικής αγωγής και της μουσικής σε αμιγώς γνωστικά αντικείμενα με ιδιαίτερα πληθωριστικά και απαιτητικά στοιχεία «διδακτέας ύλης», τετράδια εργασιών και ιδιαίτερη «πρόνοια» για την αξιολόγηση των μαθητών στα μαθήματα αυτά), καθώς και τον «ασθματικό» ρυθμό διαπραγμάτευσης της «διδακτέας ύλης» που επιβάλλουν τα νέα αυτά βιβλία στο επίπεδο της μαθησιακής διαδικασίας β) τον ιδεολογικά και παιδαγωγικά ελεγχόμενο χαρακτήρα της διδασκαλίας, στο βαθμό που τόσο το τι (περιεχόμενο βιβλίων - «διδακτέα ύλη») όσο και το πως της διδασκαλίας (μέθοδος) είναι αυστηρά προκαθορισμένα και ελεγχόμενα, μέσα από τον τρόπο που δομούνται και είναι οργανωμένα τα βιβλιο-τετράδια του μαθητή, τα συγκεκριμένα (μικρο και μακρο) χρονοδιαγράμματα διαπραγμάτευσης της «ύλης» που προκρίνονται, καθώς και τις προβλεπόμενες μορφές αξιολόγησης των μαθητών και της διδασκαλίας.
Τα στοιχεία αυτά των νέων βιβλίων ήταν αναμενόμενα, λόγω των πολύ περιοριστικών προδιαγραφών που έθεταν για τη συγγραφή τους τα αντίστοιχα αναλυτικά προγράμματα, κυρίως όμως λόγω της συγκεκριμένης παιδαγωγικής και ιδεολογικής αφετηρίας των ίδιων των αναλυτικών προγραμμάτων.
Τα αναλυτικά αυτά προγράμματα αποτελούν αντιγραφή των λεγόμενων στοχοταξινομητικών αναλυτικών προγραμμάτων (αμιγώς αμερικάνικης προέλευσης), τα οποία δομούνται στη βάση αναλυτικά καθορισμένων και διατυπωμένων (με μπιχεβιοριστικούς όρους) «αντικειμενικών διδακτικών στόχων» (objectives). Το μοντέλο αυτό προγραμμάτων προδιαγράφει με μεγάλη ακρίβεια τη μαθησιακή διαδικασία και τη διδακτική πράξη, κυρίως μέσα από την περιοριστική εξειδίκευση και τη σπειροειδή διάταξη της «διδακτέας ύλης». Παράμετροι, οι οποίες, με τη σειρά τους, διασφαλίζουν την τυποποίηση - ομοιομορφία και τον τεχνοκρατικό έλεγχο της όλης εκπαιδευτικής και μαθησιακής διαδικασίας, μέσω και της εκπόνησης και χρήσης πολλαπλών φύλλων εργασιών και της «πρόνοιας» για εφαρμογή διάφορων μορφών και διαδικασιών αξιολόγησης όλης της διαδικασίας.
Δυο βέβαια από τους κύριους αποδέκτες των νέων αυτών βιβλίων (μαθητές και γονείς) ενδεχομένως δεν θα ενδιέφερε τόσο η παιδαγωγική και θεωρητική συζήτηση γύρω από τα νέα προγράμματα και βιβλία όσο οι πρακτικές τους απολήξεις και επιπτώσεις σε κάθε επίπεδο. Στο ζήτημα αυτό είναι αξιοποιήσιμη η εμπειρία εφαρμογής ανάλογων βιβλίων και προγραμμάτων τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον ευρύτερο αγγλοσαξονικό χώρο. Από τη σχετική λοιπόν ξενόγλωσση παιδαγωγική βιβλιογραφία μπορεί κανείς να σταχυολογήσει μεταξύ των αποτελεσμάτων εφαρμογής ανάλογων τύπων προγραμμάτων και βιβλίων τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σχολικής αποτυχίας κυρίως των μαθητών των εργατικών και μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων, τα υψηλά επίπεδα άγχους και στρες που παράγουν τα βιβλία αυτά σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές και τέλος τον αποσπασματικό και επισφαλή χαρακτήρα των μαθησιακών επιτευγμάτων που τελικά παράγουν.
Από την άλλη, στα αναμφισβήτητα «θετικά» αποτελέσματά τους εγγράφονται οι μεγάλες δυνατότητες που προσφέρει στα τεχνοκρατικά επιτελεία των κυβερνήσεων ο τύπος αυτών των «διδακτικών πακέτων» και των αναλυτικών προγραμμάτων για αποτελεσματικότερο πολιτικο-ιδεολογικό έλεγχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε ό,τι αφορά όλες τις διαστάσεις της.
Μια λοιπόν αναγωγή της ξένης εμπειρίας στα καθ’ ημάς μπορεί να σημαίνει ραγδαία αύξηση των ποσοστών σχολικής υπο-επίδοσης και αποτυχίας των μαθητών συγκεκριμένων κοινωνικών, πολιτιστικών, μορφωτικών και γλωσσικών περιβαλλόντων με την εφαρμογή των νέων αυτών βιβλίων, καθώς και την ακόμη μεγαλύτερη γενίκευση του φαινομένου των «προσοντούχων αγράμματων» μαθητών (κατά την παλιότερη ρήση του Δ. Γληνού), δηλαδή την ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση των μορφωτικών ελλειμμάτων μεγάλης κατηγορίας μαθητών, η οποία διεύρυνση θα συμπορεύεται με την τυπικά ακώλυτη προαγωγή της κατηγορίας αυτής στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης !
Όσον αφορά τις επιπτώσεις των νέων αυτών βιβλίων στους όρους εργασίας και παιδαγωγικής αυτονομίας των εκπαιδευτικών, η ξένη εμπειρία μπορεί να είναι και πάλι αρκετά κατατοπιστική. Αξιοποιώντας λοιπόν την εμπειρία αυτή, μπορούμε να πούμε πως (αν και εφόσον οι ευρύτεροι συσχετισμοί δυνάμεων στο πολιτικό, κοινωνικό και συνδικαλιστικό πεδίο το επιτρέψουν) τα νέα αυτά «διδακτικά πακέτα» θα αποτελέσουν το επιστέγασμα μιας θεσμικής ολοκλήρωσης, η οποία θα προβλέπει ενισχυμένες διαδικασίες ατομικής αξιολόγησης και «απόδοσης λόγου» των εκπαιδευτικών, δραστική συρρίκνωση των ως τώρα ορίων της παιδαγωγικής και διδακτικής τους αυτονομίας και γενικά εντατικοποίηση των όρων εργασίας τους στο σχολείο.
Αν, με άλλα λόγια, επιτευχθεί η υλοποίηση των θεσμικών ρυθμίσεων της εκπαίδευσης που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ (από το 1997 και μετά), μέσω κυρίως της εφαρμογής και της συμπλήρωσης του ήδη θεσπισμένου νομοθετικού πλαισίου (π.χ. Ν. 2986/2002 περί αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολείων, καθηκοντολόγιο κ.λ.π.), τα νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά έναν από τους καταληκτικούς «κρίκους» της νεο-φιλελεύθερης και νεο-συντηρητικής θεσμικής ολοκλήρωσης της ελληνικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα νέα δηλαδή αναλυτικά προγράμματα και κυρίως τα διδακτικά βιβλία θα «σφραγίσουν» όλη τη διαδικασία πολιτικού ελέγχου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνδέοντας τις βασικές παραμέτρους της διδασκαλίας (περιεχόμενο – «διδακτικοί στόχοι» – αξιολόγηση μαθητών) με την ατομική αξιολόγηση-επιθεώρηση των εκπαιδευτικών και τη μερική κατηγοριοποίηση των σχολείων.
Βασικές διαστάσεις και στόχοι της ολοκλήρωσης αυτής είναι, από τη μια, η στενότερη εναρμόνιση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με τα γνωστικά standards, τις ανερμάτιστες πληροφορίες και τις ασύνδετες κοινωνικές δεξιότητες που απαιτεί πλέον η «οικονομία της αγοράς» και η περιβόητη «κοινωνία της μεταγνώσης και της πληροφορίας» (νεο-φιλελεύθερος στόχος) και, από την άλλη, ο ασφυκτικότερος πολιτικο-ιδεολογικός έλεγχος όλων των λειτουργιών της εκπαίδευσης από τους «εποπτικούς» μηχανισμούς του κράτους και τον κυρίαρχο συνασπισμό αστικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων (νεο-συντηρητικός στόχος). Κυριότερη έκφανση του ελέγχου αυτού θ’ αποτελέσει η ενίσχυση της αναπαραγωγικής-ταξικής λειτουργίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης υπέρ της διασφάλισης των μορφωτικών και άλλων συμφερόντων και προνομίων των μαθητών-φορέων των μεσαίων και άνω αστικών ταξικών στρωμάτων.
Το κρίσιμο, ωστόσο ζήτημα στο εξής δεν είναι τόσο η «ανάγνωση» και ανάλυση των ιδεολογικών προδιαγραφών και των ενδεχόμενων κοινωνικών επιπτώσεων από την εφαρμογή των νέων διδακτικών βιβλίων στο δημοτικό σχολείο όσο η δυνατότητα συμβολής του κριτικά σκεπτόμενου κόσμου της εκπαίδευσης στην έμπρακτη παιδαγωγική και ιδεολογική αμφισβήτηση και αναίρεση των συγκεκριμένων προδιαγραφών των νέων βιβλίων τόσο έξω όσο και μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Στην κατεύθυνση αυτή, η αξιοποίηση των πολλών αντιφάσεων και αδιεξόδων (στο παιδαγωγικό, μαθησιακό και κοινωνικό επίπεδο) που παρουσιάζουν τα νέα βιβλία μπορεί ν’ αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για την αναίρεση της συνολικότερης αντιδραστικής (κοινωνικά) αναδιάρθρωσης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία συναρτάται στενά με τη φιλοσοφία των βιβλίων αυτών.

Κώστας Διαμαντής
malamogl@sch.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: