02 Οκτωβρίου 2006

ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΧΩΡΟΙ - Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ «ΞΕΝΙΑ»

Ευχαριστώ την Κίνηση Πολιτών Ναυπάκτου για την ευγενική της πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή συζήτηση με θέμα « Πόλεις και ελεύθεροι χώροι. Η περίπτωση του ΞΕΝΙΑ ».

Γνωρίζω καλά ότι δεν θα βρισκόμαστε σήμερα εδώ, αν δεν υπήρχαν και στη Ναύπακτο ενεργοί πολίτες, γυναίκες και άνδρες, που εξακολουθούν να αναγνωρίζουν δημόσια και συλλογικά περιεχόμενα στις πόλεις και να αγωνίζονται για να διαφυλάξουν και να ανανεώσουν τα υλικά στοιχεία και τους τόπους, όπου πραγματώνεται το δημόσιο πρόσωπο της πόλης.

Ο νεοφιλελευθερισμός, επιβάλλοντας την αγορά ως κινητήρια δύναμη και ρυθμιστική αρχή της παραγωγικής και κοινωνικής οργάνωσης και το ιδιωτικό κέρδος ως μοναδικό κριτήριο των πολιτικών αποφάσεων, εκθεμελιώνει σήμερα την έννοια του δημοσίου και στις τρεις διαστάσεις του. Συρρικνώνει ή/και διαλύει τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες και τις αντίστοιχες κοινωνικές υποδομές και ιδιωτικοποιεί βασικά κοινωνικά αγαθά. Περιορίζει δραστικά, ιδιωτικοποιεί και εμπορευματοποιεί τον δημόσιο χώρο της πόλης. Περιορίζει ή/και καταργεί τη δημοκρατία, δηλαδή τις θεσμικές προϋποθέσεις συμμετοχής των πολιτών στα κοινά.

Απέναντι σ’ αυτή την κυρίαρχη πολιτική , οι ελληνικές πόλεις, χωρίς το ιστορικό βάθος και την υλικότητα του δημόσιου στοιχείου άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, αναπτυγμένες άναρχα, εν πολλοίς ως άθροισμα μεγάλων και μικρών ιδιωτικών συμφερόντων, βρίσκονται εντελώς ανοχύρωτες. Επειδή, όμως, οι πόλεις είναι συγκρουσιακά πεδία και από συστάσεώς τους τόποι άσκησης πολιτικής, επίδικα αντικείμενα της εξουσίας αλλά και του λαού τους, στις ίδιες αυτές πόλεις, στις οποίες επιτίθεται ο νεοφιλελευθερισμός, δημιουργούνται, επίσης, κοινωνικές αντιστάσεις και προβάλλονται εναλλακτικά σχέδια για το παρόν και το μέλλον τους.

Το «δικαίωμα στην πόλη» διατυπώθηκε από τον ανανεωτή μαρξιστή φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Henri Lefebvre και επανήλθε στο προσκήνιο με τη Χάρτα, που φέρει τον ομώνυμο τίτλο, στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, στο Πόρτο Αλέγκρε. Το «δικαίωμα στην πόλη» επαναδιατυπώνεται σε κάθε πόλη, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χώρο που οι άνθρωποι κινητοποιούνται για να υπερασπιστούν την πόλη και την καθημερινότητά τους σε μια αξιοβίωτη πόλη. Η πόλη μάς ανήκει όταν αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν.

Μ’ αυτή την εισαγωγή θα περάσω στο θέμα του «Ξενία».

Ο σημαντικός Ιταλός αρχιτέκτων και θεωρητικός της αρχιτεκτονικής της πόλης, Aldo Rossi, θα ονόμαζε το «Ξενία» «αστικό συντελεστή». Οι αστικοί συντελεστές είναι στοιχεία της πόλης: διακριτοί τόποι, κτίρια ή σύνολα , το ίδιο το σχέδιο πόλης, γύρω από τα οποία δομείται η ταυτότητά της. Η πόλη ζει, μέσα από τους μετασχηματισμούς της, σε μια μακρά διάρκεια, χάρις στα στοιχεία αυτά, τα οποία μεταβάλλονται αργά ή δεν αλλάζουν και χαρακτηρίζονται από ατομικότητα, δηλαδή από μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή, από τη συλλογική τους φύση και από τη μνήμη που τα κατοικεί και η οποία συνιστά τη συνείδηση της πόλης. Χάρις στους αστικούς συντελεστές, που αποτελούν κοινωνικούς πυκνωτές γιατί πάνω τους πέρασε και χαράχτηκε η κοινωνική και ατομική ζωή των ανθρώπων, οι πόλεις αντιστέκονται στον αφόρητο πληθωρισμό των μορφών, στην κατανάλωση τόπων και νοημάτων και στην υπαγωγή του χρόνου στους ρυθμούς της γρήγορης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που σήμερα κυριαρχούν.

Η κατεδαφιστική ασυδοσία, από τη μια, και ο ογκώδης επεκτατισμός των νέων κατασκευών, από την άλλη, πληγώνουν τις πόλεις μας, καταστρέφουν δημόσια και κοινωνικά περιεχόμενα και, τελικά, υπονομεύουν το υλικό έδαφος πάνω στο οποίο μπορούν να διαμορφώνονται και ν’ αναπαράγονται οι έννοιες του πολίτη και της πολιτικής ως συλλογικής διαχείρισης των κοινών υποθέσεων. Σε αντιπαράθεση μ’ αυτή την πραγματικότητα, η διατήρηση των αστικών συντελεστών, η επανάχρηση και η επανανοηματοδότησή τους, στο πλαίσιο σχεδίων ανάπλασης του δημόσιου χώρου της πόλης, είναι για μας θέματα πρώτης προτεραιότητας.

Το «Ξενία» διαθέτει υπόσταση αρχιτεκτονική και παρουσία στο χρόνο και τη συλλογική μνήμη, δηλαδή διαθέτει στοιχεία καθοριστικά για την ταυτότητα της πόλης. Μαζί με το Κάστρο, τις πλατείες και τα άλλα συλλογικού χαρακτήρα κύτταρα της Ναυπάκτου, μπορεί να συγκροτεί το δημόσιο πρόσωπο της πόλης, να διευκολύνει την αναγνωσιμότητα και τη χωρική συνοχή της.

Η σημασία των «Ξενία» - και όχι μόνο αυτού του συγκεκριμένου - έχει υπερτοπική διάσταση. Αυτή τη διάσταση θα αποτιμήσω μέσα και από τα κείμενα του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, ο οποίος ζήτησε να κηρυχθούν διατηρητέα μνημεία αυτά τα σημαντικά κτίρια που διαμόρφωσαν την αξιόλογη ποιοτικά σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική, καθώς και μέσα από το εισαγωγικό κείμενο της ερευνητικής ομάδας της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ, στο οποίο αναγνωρίζεται η αρχιτεκτονική, ιστορική και εκπαιδευτική τους αξία.

Γράφει η Αλέκα Μονεμβασίτου, καθηγήτρια της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ και επιστημονική υπεύθυνη του ερευνητικού προγράμματος:

Τα Ξενοδοχεία Ξενία, σημαντικά, διεθνώς αναγνωρισμένα δείγματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη μεταπολεμική, μετεμφυλιακή Ελλάδα, αποτελούν κομμάτι της σύγχρονης πολιτιστικής – αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της χώρας και της ιστορίας της. Σχεδιασμένα και κατασκευασμένα από τον ΕΟΤ στις δεκαετίες ’50 και ’60, προγραμματίστηκαν με στόχο να προσφερθούν υψηλών προδιαγραφών τουριστικά καταλύματα αλλά και να υποδειχθεί στους ιδιώτες επιχειρηματίες το επιθυμητό επίπεδο των νέων ξενοδοχειακών μονάδων, που θα έπρεπε να κατασκευαστούν, προκειμένου να αναπτυχθεί ο τουρισμός ως η νέα προσοδοφόρος οικονομική δραστηριότητα προς την οποία απέβλεπε το κράτος.

Για την εγκατάστασή τους επιλέχθηκαν τόποι, πόλεις ή μικροί οικισμοί, με μηδαμινή, απαρχαιωμένη ή και ανύπαρκτη ξενοδοχειακή υποδομή, σε νησιά, σε αρχαιολογικούς χώρους, σε ιαματικές πηγές και κατά μήκος οδικών αξόνων που τότε άρχισαν να δημιουργούνται.

Το βάρος των μελετών ανέλαβε ομάδα αρχιτεκτόνων, που εργάστηκε στην Τεχνική Υπηρεσία του ΕΟΤ με προϊστάμενο τον Άρη Κωνσταντινίδη (1957–1967) και με την πεποίθηση πως τα κτίρια πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με το τοπίο, την τοπική αρχιτεκτονική και τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής.

Τα έργα που προέκυψαν έτσι, ένα σύνολο κτιρίων με κοινά χαρακτηριστικά, αξεπέραστα δείγματα αρχιτεκτονικής του ελληνικού μεταπολεμικού μοντερνισμού, σχεδιάστηκαν, αντιμετωπίζοντας θέματα από τη σχέση με το περιβάλλον – αστικό ή φυσικό – μέχρι τα έπιπλα και τον εν γένει λειτουργικό εξοπλισμό τους. Απαλλαγμένα από ρομαντικές και στείρες «επιστροφές» , προβάλλουν γενναία στο ελληνικό τοπίο, με τις οριζόντιες λιτές και αυστηρές γραμμές τους, με τα μικρά τους ύψη ( διώροφα και τριώροφα ) , με το άνοιγμά τους στη φύση, που επιδιώκεται τόσο για τους κοινόχρηστους χώρους, φωτεινούς και φιλόξενους, όσο και για τα δωμάτια. Διακρίνονται για την άνεση, τη λειτουργικότητα και την τυποποίηση των χώρων τους, και για τη «μοντέρνα» τυπολογική και μορφολογική τους έκφραση όπως διατυπώνεται τόσο στις αρχές οργάνωσης – κτίρια με πτέρυγες- όσο και στο σχεδιασμό των λεπτομερειών και στην επιλογή των υλικών, όπου αρμονικά και εκλεπτυσμένα συνδυάζονται τα παραδοσιακά με τα σύγχρονα υλικά, η πέτρα και το ξύλο με το οπλισμένο σκυρόδεμα και το σίδερο.

Στην α’ φάση σχεδιασμού των «Ξενία» – 1955 έως ‘57 – τα έργα ανατέθηκαν σε συνεργαζόμενους αρχιτέκτονες και από το 1958 οι μελετητές εργάστηκαν με ετήσια σύμβαση στον ΕΟΤ. Σημαντικοί αρχιτέκτονες, όπως ο Κωνσταντινίδης , ο Πικιώνης, ο Βασιλειάδης, ο Κραντονέλλης, ο Ζήβας, ο Νικολετόπουλος, ο Βώκος, η Διαλυσμά, ο Τριανταφυλλίδης, ο Μπίτσιος, ο Σταμάτης, ο Σφαέλλος, ο Κιτσίκης και άλλοι, συνεργάστηκαν γι’ αυτό το πρόγραμμα, που έχει αναγνωριστεί διεθνώς και έχει περάσει στην ελληνική και διεθνή ιστορία της αρχιτεκτονικής.

Το έργο αυτό σταμάτησε στη δικτατορία.

Ο ομότιμος σήμερα καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ Διονύσης Ζήβας μιλά με ενθουσιασμό για το πάθος με το οποίο εμφορείτο εκείνη η προσπάθεια και για τη δημιουργικότητα την οποία υποκινεί η συμμετοχή στη διαμόρφωση μιας αρχιτεκτονικής, που δεν είναι τυπική ή προσχηματική, αλλά μέρος μιας ευρύτερης πολιτισμικής κίνησης για να συγκροτηθεί το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας.

Όμως, αυτή η σύγχρονη Ελλάδα, που αναζητούσε ένα πρότυπο ήπιου τουρισμού με την αποφασιστική, σε όλα τα επίπεδα, παρέμβαση του δημόσιου τομέα, σαρώθηκε από την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπική τουριστική ανάπτυξη και την ιδιωτική αυθαιρεσία, που κατανάλωσαν μέσα σε λίγες δεκαετίες τους τόπους και τα νοήματα τους. Τα «Ξενία», λοιπόν, όπως και τα περίφημα σχολεία του Μεσοπολέμου, διεθνώς και αυτά αναγνωρισμένα, είναι δύο ιστορικές χειρονομίες που μας επιτρέπουν να απαντάμε σε όσους απαξιώνουν το δημόσιο και θεοποιούν την ιδιωτική πρωτοβουλία και σε όσους πιστεύουν ότι το φυσικό και πολιτιστικό κεφάλαιο της χώρας είναι αναλώσιμο είδος. Αποδεικνύουν με την παρουσία τους ότι τα πράγματα μπορούν να γίνονται αλλιώς, με τη μέγιστη οικονομία πόρων και, ταυτόχρονα, με τη μέγιστη ποιότητα και αποδοτικότητα.

Σήμερα, και ήδη από τη δεκαετία του ’90, η πολιτιστική εκδοχή ανάπτυξης, που υλοποιήθηκε με τα «Ξενία», απαξιώνεται πλήρως ώστε να κυριαρχήσει απόλυτα η αγορά και η ιδιωτική κερδοσκοπική αυθαιρεσία. Τα «Ξενία» εγκαταλείφθηκαν και τα περισσότερα πέρασαν από τον ΕΟΤ στην ανεξέλεγκτη ΑΕ Τουριστικά Ακίνητα, η οποία εκποιεί το φυσικό και πολιτιστικό κεφάλαιο της χώρας έναντι πινακίου φακής.

Το «Ξενία» Ναυπάκτου έχει την τύχη να παραμένει δημοτική ιδιοκτησία, και λέω την τύχη γιατί, από τη μια, παραμένει δημόσια περιουσία και, από την άλλη, ο φορέας διαχείρισής του, δηλαδή η δημοτική αρχή, υπόκειται στη κρίση και τον έλεγχο των πολιτών.

Ας δούμε, όμως, μερικά ιδιαίτερα στοιχεία για το «Ξενία» της Ναυπάκτου. Ψάχνοντας στα αρχεία του ΕΟΤ βρήκα σχέδια του ξενοδοχείου διαφόρων χρονολογιών. Στην κατασκευαστική τομή 27-5-66 εμφανίζονται τα ονόματα του Κωνσταντινίδη ως προϊστάμενου και του Κραντονέλλη ως διευθυντή των Τεχνικών Υπηρεσιών του ΕΟΤ, όπως και του Μανουηλίδη ως συντάκτη της μελέτης.

Το καθοριστικό στοιχείο ταυτότητας του «Ξενία» Ναυπάκτου είναι κατά γενική ομολογία ο κήπος του, ο οποίος παραχωρήθηκε από τον ιδιοκτήτη του Νόβα και είχε αρχικό εμβαδόν 15.238 τ.μ., μετά όμως την αφαίρεση του ρυμοτομούμενου τμήματος και του εξαιρούμενου της παραχώρησης τμήματος καλύπτει επιφάνεια 12.066 τ.μ. Γι’ αυτό τον κήπο υπάρχουν πολλά σχέδια στον ΕΟΤ. Ξεχωρίζω ένα με ημερομηνία 17-12-80 και συντάκτη τον Δ. Βαζάκα, στο υπόμνημα του οποίου αναφέρονται, με την ποιητική δεινότητα ενός Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη, 78 είδη δέντρων, θάμνων και αναρριχητικών που θα τον κοσμούν.

Το «Ξενία» της Ναυπάκτου διαθέτει, λοιπόν, μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Η σχέση του με τη φύση, κεντρική αρχή στο σχεδιασμό των «Ξενία», πραγματώνεται μέσω ενός αστικού κήπου καθώς το κτίριο είναι μέσα στον αστικό ιστό και όχι στο φυσικό τοπίο.

Λίγα λόγια για τον δημόσιο, ανοιχτό χώρο της πόλης.

O δημόσιος χώρος στην ιστορική διαδρομή του περιλαμβάνει, πλην των καθαυτό αστικών τύπων του δρόμου και της πλατείας, τις αλέες περιπάτου, τους δημόσιους κήπους, τις πράσινες πλατείες, τα άλση και τα προαστιακά πάρκα. Για πρώτη φορά επί βαρώνου Οσμάν, ο οποίος διαμόρφωσε στα μέσα του 19ου αι. το Παρίσι ως πρότυπο των μεγαλουπόλεων της νέας εποχής, καταστρέφοντας, σχεδόν ολοκληρωτικά, τμήματα της μεσαιωνικής πόλης, αναπτύσσεται η ιδέα του ανοιχτού χώρου που δεν σχεδιάζεται για οπτικά ή τελετουργικά αποτελέσματα, αλλά για τον αρνητικό λόγο ότι δεν πρέπει να γεμίσει.

Καθώς η πόλη δεν ισορροπεί πια με τη φύση, δεν είναι μια αστική παρένθεση στο φυσικό πλαίσιο, αλλά αντίθετα συμπιέζει τη φύση και με το χάος υπονομεύει την αρμονία της, χρειάζονται επεμβάσεις εγκατάστασης μιας εξημερωμένης φύσης, φυσικών τοπίων σε μικρογραφία, μέσα στο άτακτο σώμα της.

Tο σύνθημα του 20ού αι., ήλιος, αέρας, πράσινο, μπορεί να αποδιάρθρωσε, με λανθασμένες σχεδιαστικές εφαρμογές του, τον δημόσιο χώρο της πόλης, αλλά απαντούσε σε πραγματικές ανάγκες, που απέρρεαν από την πυκνή δόμηση, την κυκλοφοριακή ασφυξία και την αλληλεπίθεση ασυμβίβαστων χρήσεων.

Οι ανάγκες αυτές είναι σήμερα ακόμα πιο έντονες, καθώς οι πόλεις πύκνωσαν άτακτα χωρίς να πλουτίζουν σε δημόσιους θεσμούς και συλλογική ζωή.

Ένας κήπος μέσα στην πόλη είναι ένα πράσινο διαμάντι με αξία πολλαπλάσια του κτιρίου στο οποίο αναφέρεται και με το οποίο λειτουργεί σε ενιαίο σύνολο.

Συμπερασματικά: το «Ξενία» Ναυπάκτου είναι ένας πολύτιμος αστικός συντελεστής, δηλ. ένα αναντικατάστατο αστικό κύτταρο για το δημόσιο και με κοινωνικές χρήσεις πρόσωπο της πόλης για δύο λόγους: από τη μια για τη σημασία του κτιρίου, όπως αναλύθηκε και, από την άλλη, για την αξία του υπαίθριου χώρου, που εκφράζει πολύ περισσότερα από ένα απλό ύπαιθρο ενός κτιρίου.

Πολύ σωστά το κείμενο της Κίνησης Πολιτών Ναυπάκτου θέτει το πρόβλημα της ένταξης του «Ξενία» σ’ ένα ευρύτερο σχέδιο ανάπλασης του δημόσιου χώρου της Ναυπάκτου.

Συνήθως, ο υφιστάμενος δημόσιος χώρος, ακόμα και αν απαρτίζεται από σημαντικούς αστικούς συντελεστές, δεν αποτελεί, λόγω της άναρχης ανάπτυξης, μια ενιαία ραχοκοκαλιά, που συγκροτεί την πόλη, συνέχει τις ιδιωτικές περιοχές της, αναδεικνύει και συσχετίζει τα ξεχωριστά δημόσια κτίρια και τους ανοιχτούς δημόσιους χώρους. Γι’ αυτό οι πόλεις χρειάζονται ευρύτερες αναπλάσεις με τέτοιες προδιαγραφές ώστε η παραγόμενη υπεραξία να αποδίδεται στο κοινωνικό σύνολο και όχι σε λίγους ιδιώτες.

Το «Ξενία» της Ναυπάκτου, πρέπει, λοιπόν, να επανενταχθεί στην πόλη μέσω μιας ευρύτερης ανάπλασης που μπορεί να εμπνέεται και από το σχέδιο που προβάλλει η Κίνηση Πολιτών Ναυπάκτου για «τη μεγαλύτερη παραλιακή πλατεία σ’ όλη την Ελλάδα».

Η επανένταξη σημαίνει διατήρηση του υπάρχοντος αστικού συντελεστή του «Ξενία». Για να σωθεί από την αναπτυξιακή λογική του όποιου ιδιώτη, που με προσθήκες και νέους όγκους θα καταστρέψει τον κήπο, το «Ξενία» πρέπει να κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο της σύγχρονης νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, συνολικά ως τόπος – μαζί δηλαδή κτίριο και κήπος.

Επανένταξη του «Ξενία» στην πόλη σημαίνει, επίσης, ανανέωση του κοινωνικού του περιεχομένου, δηλαδή νέες κοινωνικές χρήσεις που θα φέρουν την πόλη – με τους φορείς και τους ανθρώπους της – μέσα στο κτίριο. Εδώ μπορούν να συζητηθούν διάφορες δυνατότητες, πάντα στο πλαίσιο της αντίληψης ότι ένα κτίριο δεν χωρά τα πάντα. Οι αστικοί συντελεστές αλλάζουν λειτουργίες μέσα στο χρόνο, γιατί, ακριβώς, η μορφή τους είναι πολύ μακροβιότερη της αρχικής λειτουργίας τους. Αλλά οι νέες λειτουργίες θα πρέπει να συνάδουν με τη μορφή του κτιρίου. Ορισμένες από τις συλλογικές ανάγκες που καταγράφονται στο κείμενο της Κίνησης Πολιτών Ναυπάκτου μπορούν να βρουν στέγη στο «Ξενία», οι άλλες να καλυφθούν σε κτιριακές υποδομές, χωροθετούμενες στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδίου ανάπλασης. Για όλα αυτά η συζήτηση μπορεί να γίνει πιο συγκεκριμένη.


Ελένη Πορτάλιου

αρχιτέκτων, αν. καθηγ. Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ

5/8/2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: