12 Δεκεμβρίου 2006

Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΗΜΕΡΑ







Η Επέτειος του Πολυτεχνείου και η αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης σήμερα

Ευχαριστώ τη Ριζοσπαστική Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση Αιτωλοακαρνανίας και την εφημερίδα «Ρωγμή της Αιτωλοακαρνανίας» για τη σημερινή πρόσκληση.

Κυρίες και κύριοι / φίλες και φίλοι,

Τριάντα τρία χρόνια μετά την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου «κι ακόμα δεν καταφέραμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο», θα ’λεγαν ίσως κάποιοι απ’ τους πρωταγωνιστές εκείνων των γεγονότων, αν ζούσαν σήμερα. Τηρώντας κάποιες αναλογίες, θα λέγαμε ότι το τρίπτυχο των αιτημάτων της εξέγερσης του 1973 για «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», και στην ουσία για δημόσια, δωρεάν εκπαίδευση, όχι μόνον παραμένει ανεκπλήρωτο αλλά αποτελεί το αφετηριακό πλαίσιο διεκδίκησης για το φοιτητικό και εκπαιδευτικό κίνημα ακόμη και σήμερα.

Μια τοποθέτηση, βέβαια, σαν την προηγούμενη, ενέχει τον κίνδυνο της διολίσθησης είτε σ’ έναν αφηρημένο «κοινωνιολογισμό» είτε σε έναν αυθαίρετο (ιστορικό) αναγωγισμό, που και οι δυο οδηγούν σε μια εξίσου στρεβλή κατανόηση και προβολή του χθες στο σήμερα.

Θέλοντας ν’ αποφύγω τους δυο προηγούμενους κινδύνους, σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις που αφορούν πλευρές της τωρινής εκπαιδευτικής «συγκυρίας», και πιο συγκεκριμένα το χαρακτήρα και τον προσανατολισμό των επιχειρούμενων, τα τελευταία χρόνια, αναδιαρθρώσεων στο χώρο της εκπαίδευσης. Οι σκέψεις αυτές μπορεί ενδεχομένως να συντείνουν σε μια καλύτερη συσχέτιση του τώρα με το τότε και αντίστροφα, και έμμεσα ν’ αναδείχνουν μια πιο «δυναμική» (και άρα λιγότερο επετειακή και «μουσειακή») σύνδεση των οραμάτων του Πολυτεχνείου με τα σημερινά παιδαγωγικά και πολιτικά διακυβεύματα στο χώρο της εκπαίδευσης.

Ξεκινώ, λοιπόν, μια σύντομη απόπειρα σκιαγράφησης αυτού που μόλις ανέφερα, οριοθετώντας, προκαταβολικά, από τη μια την «ταυτότητα» αυτών των αναδιαρθρώσεων (μιλάμε δηλ. για τις νεοσυντηρητικές και νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις στην ελληνική εκπαίδευση), και δηλώνοντας, από την άλλη έμμεσα και τη δική μου θεωρητική και ιδεολογικοπολιτική οπτική, με βάση την οποία βλέπω τις αναδιαρθρώσεις αυτές να εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της εξελισσόμενης καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.

Μια οροθέτηση των επιχειρούμενων αλλαγών στο χώρο της εκπαίδευσης τοποθετεί χρονικά την πρώτη εισαγωγή των αλλαγών αυτών στο 1997 με το γνωστό νόμο 2525. Η ψήφιση του νόμου αυτού από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποτελεί ουσιαστικά τη θεσμική κατοχύρωση μιας προϋπάρχουσας (απ’ τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του 1990) στροφής. Μιας στροφής από τις παλιότερες σοσιαλδημοκρατικές αρχές εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης (της δεκαετίας του ’80), όπου δινόταν έμφαση στην προώθηση στοιχείων εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης (πάντα στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της αστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που εκκρεμούσε), σε μια απαίτηση για «εκσυγχρονισμό» της ελληνικής εκπαίδευσης. Η πιο πάνω στροφή σηματοδοτεί πρώτα απ’ όλα μια σαφή ιδεολογική μετατόπιση από μια προηγούμενη οπτική της λειτουργίας της εκπαίδευσης (σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση θα συνέβαλλε σε μια πιο δημοκρατική αναδιοργάνωση της κοινωνίας και στη συγκρότηση ενός «κοινωνικού κράτους») προς μια νέα οπτική που αφορά την ικανότητα της εκπαίδευσης ν’ ανταποκρίνεται αποτελεσματικά και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, όπως αυτές, φυσικά, προσδιορίζονται από τις άμεσες ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ως παραδείγματα μιας τέτοιας αρχικής μετατόπισης θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν η απόπειρα ανασυγκρότησης της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης σε μια κατεύθυνση στενότερης εναρμόνισής της με την αγορά εργασίας, η απόπειρα εισαγωγής της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ταυτόχρονα με μια απόπειρα για αναθεώρηση παλιότερων στοιχείων εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης κατά την περίοδο διακυβέρνησης της Ν.Δ. (το 1990-93, δηλ.), καθώς και η επαναφορά (από τη μετέπειτα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) της (ως τότε καταργημένης) βαθμολόγησης των μαθητών στο δημοτικό σχολείο και, καταληκτικά, η προλείανση του εδάφους για τις αλλαγές του 1997, με την εξαγγελία του «διαλόγου για την εκπαίδευση» και την αναζήτηση «αντικειμενικών λύσεων» μέσα από την ανάθεση της μελέτης και αξιολόγησης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σε εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ. Μελέτης, η οποία θ’ αποδειχτεί ένα μόλις χρόνο μετά προάγγελος της μεταρρύθμισης του 1997.1

Αν θέλαμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι, ενώ απ’ τις αρχές κιόλας του ’90 ως το 1997 έχει «μορφοποιηθεί» μια διαφορετική (από πριν) ιδεολογική οπτική για τη λειτουργία της εκπαίδευσης (μέσω μιας δικομματικής συναίνεσης), με κύρια στοιχεία το νεοσυντηρητικό και το νεοφιλελεύθερο, αυτή η οπτική δεν υλοποιείται (στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής). Θα λέγαμε ότι αυτό σχετίζεται απ’ τη μια με το βαθμό ισχύος που διέθεταν τα εκπαιδευτικά συνδικάτα και οι κοινωνικοί αγώνες ως τότε και, από την άλλη, με τη μη συγκρότηση (ακόμη) του αναγκαίου συσχετισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα καθιστούσε πιο ευνοϊκή την προώθηση των νεοσυντηρητικών και νεοφιλελεύθερων αλλαγών στην ελληνική εκπαίδευση.

Κάτι που συμβαίνει στο μετά το 1997 χρονικό διάστημα, οπότε και θεσμοθετούνται όλες οι προτάσεις και θεωρητικές επεξεργασίες του προηγούμενου διαστήματος, συγκροτώντας όλη τη δέσμη των «εκσυγχρονιστικών» θεσμικών ρυθμίσεων για την εκπαίδευση που εισάγει ο νόμος 2525.

Μεταξύ αυτών, οι σημαντικότερες ρυθμίσεις νεοσυντηρητικού χαρακτήρα είναι η θεσμοθέτηση ενός ασφυκτικού πυραμιδικού και αυταρχικού πλαισίου ελέγχου της εργασίας των εκπαιδευτικών και της εκπαιδευτικής διαδικασίας γενικότερα, μέσω της αξιολόγησης και του λεγόμενου «καθηκοντολογίου», και ο αυστηρότερος πολιτικός έλεγχος της διδακτικής πράξης και η τυποποίηση και μορφωτική αποστέωση της διδασκαλίας, μέσω των επαναλαμβανόμενων εξετάσεων στο Λύκειο.

Σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση κινούνται οι ρυθμίσεις οι σχετικές με την καθιέρωση του «διπλού» εκπαιδευτικού δικτύου (γενική και τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση, με σαφή υποβάθμιση της δεύτερης και αμεσότερη υπαγωγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας), η ενίσχυση των εξεταστικών μηχανισμών και η θέσπιση περισσότερο ελεγχόμενης διαδικασίας εισαγωγής στα ΑΕΙ, ρυθμίσεις οι οποίες συνέβαλαν καθοριστικά στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και μαζί στην ενίσχυση της αναπαραγωγικής – ταξικής λειτουργίας της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι οι πιο πάνω ρυθμίσεις δεν συνοδεύτηκαν από καμιά «πρόνοια» για την ενίσχυση της καθαρά μορφωτικής-αντισταθμιστικής λειτουργίας της εκπαίδευσης. Επίσης, η ακύρωση της αυτοδίκαιης εκπαιδευτικής ιδιότητας και της εργασιακής διασφάλισης που συνεπαγόταν η λήψη του πτυχίου για τους εκπαιδευτικούς, μέσω της κατάργησης της επετηρίδας και της υπαγωγής του τρόπου πρόσληψης των εκπαιδευτικών στον «ελεύθερο ανταγωνισμό» του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ.

Το ότι κυριαρχεί ο νεοσυντηρητικός και νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός στις μετά το 1997 εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις φαίνεται ακόμη και από την εισαγωγή θεσμών φαινομενικά «προνοιακού-σοσιαλδημοκρατικού» χαρακτήρα, όπως η πρόβλεψη για λειτουργία σχολείων δεύτερης ευκαιρίας για εκείνους που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο, και το ολοήμερο σχολείο. Για παράδειγμα, η έλλειψη οποιασδήποτε εναλλακτικής αντισταθμιστικής πρότασης στο πλαίσιο του ολοήμερου σχολείου (πέρα από την επιμήκυνση του διδακτικού χρόνου, με καθαρά ποσοτικούς όρους) και η απουσία οποιασδήποτε παιδαγωγικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας στο πλαίσιο αυτού, συντείνει στη συρρίκνωση της στοχοθεσίας του ολοήμερου ως θεσμού φύλαξης των μαθητών και μόνον, και, κατά συνέπεια, ως θεσμού διευκόλυνσης της όλο και διευρυνόμενης (στο πλαίσιο της «οικονομίας της αγοράς» και της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων) ευέλικτης εργασίας των γονιών-πελατών του ολοήμερου. Επίσης, από μια άλλη οπτική, ο θεσμός του ολοήμερου εισάγει, σχεδόν καθολικά, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας, αποτελώντας, ουσιαστικά, το σχολείο του φτηνού λειτουργικού κόστους και της μερικής και ωρομίσθιας απασχόλησης των εκπαιδευτικών.

Η προωθούμενη, βέβαια, νεοσυντηρητική και νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση δεν θα μπορούσε παρά ν’ αφορά και τις ιδεολογικές προδιαγραφές του περιεχομένου της εκπαίδευσης, δηλ. τον τομέα της εκπόνησης νέων αναλυτικών προγραμμάτων και της συγγραφής, αντίστοιχα, νέων διδακτικών βιβλίων. Παρόλο που η αναφορά στη σύνθετη αυτή παράμετρο της τωρινής εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης απαιτεί μια ξεχωριστή διαπραγμάτευση, κάποια (μεμονωμένα, έστω, παραδείγματα) μπορεί να είναι ενδεικτικά ομόλογων (με τις προηγούμενες) ιδεολογικοπολιτικών επιλογών και στοχεύσεων. Στην κατεύθυνση λοιπόν αυτή, μπορεί να υποστηριχτεί ότι τα νέα αναλυτικά προγράμματα της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ενισχύουν τον ως τώρα κλειστό και ιδεολογικά και παιδαγωγικά ελεγχόμενο χαρακτήρα των σχολικών γνώσεων και της διδασκαλίας στο δημοτικό σχολείο, στο βαθμό που :

α) διατηρούν τις «κάθετες» οριοθετήσεις μεταξύ των διακριτών μαθημάτων, ενισχύοντας ουσιαστικά τον ακαδημαϊκό και φορμαλιστικό χαρακτήρα της μαθησιακής διαδικασίας και της διαπραγμάτευσης της γνώσης από τους μαθητές

β) δομούνται στη βάση του παρωχημένου παιδαγωγικά και συντηρητικού ιδεολογικά μοντέλου εξειδίκευσης κατακερματισμένων γνωστικών διδακτικών στόχων (με βάση δηλ. την αμερικάνικης προέλευσης στοχοταξινομία και την ψυχολογική οπτική του μπηχεβιορισμού στη διατύπωση στόχων)

γ) προδιαγράφουν, σε μεγάλο βαθμό, τον «τεχνικό» (και, ουσιαστικά) τον πολιτικό έλεγχο της διδασκαλίας, μέσα από μια πολύ συγκεκριμένης ψυχοδιδακτικής αφετηρίας μεθοδολογία και πρακτική, η οποία εμπεριέχεται στα νέα «διδακτικά πακέτα» (βιβλιοτετράδια μαθητών και αντίστοιχα βιβλία δασκάλου)

δ) προβλέπουν ακόμη πιο τυπικά ορισμένες αξιολογικές διαδικασίες για τους μαθητές, στο πλαίσιο κάθε μαθήματος χωριστά, χωρίς ταυτόχρονα να προβλέπεται ή να θεωρείται νόμιμη παιδαγωγικά αντίστοιχη αξιολόγηση της στοχοθεσίας και του περιεχομένου των ίδιων των διδακτικών βιβλίων από τους εκπαιδευτικούς. Οι συνέπειες απ’ το προηγούμενο είναι προφανείς: οι διαφοροποιημένες γλωσσικές, πολιτισμικές και μορφωτικές ανάγκες και αφετηρίες των μαθητών παραβλέπονται στο όνομα της επίτευξης των συγκεκριμένων διδακτικών στόχων και της προκαθορισμένης διδακτέας ύλης, η οποία αναγορεύεται σε αδιαμφισβήτητη ιδεολογικά, καθολικά αποδεκτή και κοινωνικά «αναγκαία» παράμετρο του σχολείου. Στοιχείο το οποίο αναδεικνύει μια υπερσυντηρητική οπτική και αντιμετώπιση των σχολικών γνώσεων και γενικότερα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Ως ενδεικτικά στοιχεία νεοσυντηρητικής και νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης στο επίπεδο του περιεχομένου των νέων βιβλίων του δημοτικού σχολείου, θα μπορούσε ν’ αναφερθεί η φιλελεύθερη παρουσίαση, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ή η εξαιρετικά ελλειπτική και παραχαραγμένη παρουσίαση του Εμφυλίου πολέμου στην Ιστορία της ΣΤ΄ τάξης, όπου η εμφύλια σύγκρουση και το μεταπολεμικό ψυχροπολεμικό κλίμα στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’40 συμψηφίζεται με τη φράση «το’ κανε κι ο ένας κι ο άλλος, οι δικοί μας, δεν ήταν ξένοι, αναμεταξύ μας έγινε ο εμφύλιος», για ν’ αναχθεί τελικά ο εμφύλιος απλά σε μια ενδοοικογενειακή διαμάχη ανάμεσα στα αδέλφια μιας οικογένειας από τη Μακεδονία, μέσα από σχετικό παράθεμα. Επίσης, η κυριαρχία, σε όλα τα βιβλία των Θρησκευτικών, του «ομολογιακού» χαρακτήρα, των στερεοτυπικών στοιχείων και των στοιχείων κατήχησης, σε βάρος της όποιας ανοιχτής θρησκειολογικής προσέγγισης θα δικαιολογούσε μια υποτιθέμενη «πολυπολιτισμική» οπτική, στην οποία κάνει αναφορά το νέο αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος.2 Ενδεικτικό στοιχείο της πιο πάνω κυριαρχίας είναι η μεθοδολογική υπόδειξη-πρόταση του βιβλίου δασκάλου των Θρησκευτικών της ΣΤ΄τάξης για διαθεματική σύνδεση της θρησκείας του Ισλάμ με το μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής, στην οποία σημειώνεται : «Είναι εμφανές ότι πολλά μέτωπα πολεμικών συγκρούσεων σήμερα συνδέονται με την άνοδο του Ισλάμ και με την έξαρση του φονταμενταλισμού». Στο ίδιο μάθημα, και στο βιβλίο της Ε΄τάξης, τονίζεται η δύναμη της πίστης στο Θεό ως αποτρεπτικού παράγοντα διάφορων κοινωνικών δεινών, όπως της πείνας και των πολέμων, ενώ σε φωτογραφία από διαδήλωση σημειώνεται ως λεζάντα: «Οι πορείες και οι διαδηλώσεις είναι χρήσιμες αλλά δεν οδηγούν από μόνες τους στην ειρήνη».

Ιδιαίτερα προκλητικές όψεις νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής κατήχησης προς τους μαθητές της Ε΄και ΣΤ΄τάξης του δημοτικού παρουσιάζει το διδακτικό βιβλίο με τίτλο «Οικονομία και Εγώ», το οποίο προορίζεται ν’ αξιοποιηθεί διαθεματικά στο πλαίσιο διάφορων μαθημάτων, όπως γλώσσα, μαθηματικά, κοινωνική και πολιτική αγωγή κ.λ.π., καθώς και στο πλαίσιο της ευέλικτης ζώνης και του ολοήμερου σχολείου, για τη συγγραφή του οποίου φαίνεται πως υπήρξε μια διπλή «σύμπραξη»: του Υπουργείου Παιδείας και του γνωστού Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων. Μεταξύ των βασικών στόχων του περιεχομένου του βιβλίου αναφέρονται η εφαρμογή των έξυπνων ιδεών του μαθητή στην πράξη και η ενδεχόμενη αξιοποίησή τους προς όφελος της επιχείρησης, η αποδοχή από τους μαθητές του στοιχείου της αβεβαιότητας και η καλλιέργεια του πνεύματος της επιχειρηματικότητας στο σχολείο, ενώ ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στις επιχειρήσεις: στο «ευέλικτο οργανόγραμμα» και τους όρους επιτυχούς οργάνωσης και «αποτελεσματικότητας» μιας «σύγχρονης επιχείρησης» κ.λπ. Απ’ το βιβλίο αυτό απουσιάζει εμφαντικά οποιαδήποτε αναφορά στον παρεμβατικό ρόλο του κράτους τόσο στον τομέα της εργασίας όσο και στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και τη διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων. Για παράδειγμα, η έννοια του αγορανομικού ελέγχου απαντά μόνο σ’ ένα ιστορικό παράθεμα του βιβλίου (κάτι δηλ. σαν αρχαιολογία), στο οποίο κάποιο παιδί εμπόρου στην αρχαία Αθήνα φαίνεται να μιλάει για μια περίπτωση ελέγχου των τιμών από αγορανόμο στην αγορά των αρχαίων Αθηναίων. Την ίδια στιγμή, υπερτονίζεται «ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης» και η ανάγκη για έρευνα αγοράς και ατομικό έλεγχο των τιμών από τους καταναλωτές-μαθητές.

Τριάντα τρία χρόνια μετά το Πολυτεχνείο «κι ο κόσμος της εκπαίδευσης φαίνεται πως άλλαξε αρκετά ή, κατ’ άλλους, ελάχιστα», τουλάχιστον με την έννοια που το έθετε η εξέγερση του 1973. Οι βασικές πλευρές εκείνων των ιστορικών αιτημάτων για την εκπαίδευση εξακολουθούν να τροφοδοτούν τη σημερινή δυναμική του φοιτητικού και εκπαιδευτικού κινήματος. Η τελευταία μεγάλη απεργία στο χώρο της εκπαίδευσης το απέδειξε, αφού ξεπέρασε παλιότερες στενά κλαδικές διεκδικήσεις και περιχαρακώσεις κι έθεσε και πάλι ιστορικά και ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα λειτουργίας της εκπαίδευσης, επανακαθορίζοντας μια δυναμική σχέση του χθες με το σήμερα.

Στο πλαίσιο των επικείμενων αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση σε ακόμη πιο συντηρητική (δηλ. ταξική και πολιτικοϊδεολογικά ελεγχόμενη) και «αγοραία» κατεύθυνση από τη «διάδοχη» πολιτική εξουσία της Ν.Δ., οι διεκδικήσεις της γενιάς του Πολυτεχνείου αποκτούν μια νέα επικαιρότητα: τα οράματα εκείνα φαίνεται πως θα συνεχίσουν να μας συντροφεύουν στις μεγάλες ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις που έρχονται.

Σας ευχαριστώ.

Κώστας Διαμαντής (δάσκαλος)

Αγρίνιο, 16 / 11 / 2006



1 Για μια παρόμοια ανάλυση, απ’ όπου και αντλώ, βλ. Γ. Γρόλλιος – Γ. Κασκάρης (2004) «Η συμβολή του ΠΑΣΟΚ στην προώθηση και υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης-νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης στην εκπ/ση», αντιτετράδια της εκπ/σης, τχ. 73-74,σσ.33-38.

2 Σχετικές αναφορές υπάρχουν σε αδημοσίευτο άρθρο κριτικής για τα βιβλία των Θρησκευτικών της Β. Λαγοπούλου (2006) «Το μήνυμα των νέων (;) βιβλίων θρησκευτικών».

Δεν υπάρχουν σχόλια: