15 Δεκεμβρίου 2006

ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ, TRAFFICKING ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ














Τι κοινό μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε μια κυβέρνηση και έναν μαστροπό; Προσέξτε το συλλογισμό: αρχίζουμε από την παλαιά γνωστή διαπίστωση ότι κάθε μισθωτή εργασία είναι εκπόρνευση. Τη λανσάρισε ο Μαρξ, την ανακύκλωσαν πολλοί έκτοτε (εγώ προσωπικά την έχω ξεκατινιάσει), και πριν δυο-τρεις δεκαετίες η Πάολα τής απέδωσε μια πιο κυριολεκτική διάσταση, χρησιμοποιώντας την (χωρίς ίχνος πλάκας και σαρκασμού) στο «Κράξιμο», εφημερίδα των εκδιδομένων γυναικών και τραβεστί, σαν μόνιμο μότο δίπλα στον τίτλο της.

Στο μοτίβο της «εκπόρνευσης» της εργατικής δύναμης αντιστοιχούν λίγο-πολύ όλες οι γνωστές μορφές εξαρτημένης εργασίας. Προαγωγός, ο εργοδότης που μετουσιώνει σε αγαθά, υπηρεσίες, υπεραξίες και κέρδος τον εργάσιμο χρόνο που «αγοράζει» από τον μισθωτό. «Πόρνη», ο μισθωτός, που διαθέτει, εκτός από τον εργάσιμο χρόνο του, τις γνώσεις, τις δεξιότητες και ό,τι προσθέτει ειδικό βάρος στην παραγωγικότητα της εργασίας. Πελάτης, ο καταναλωτής (κατά κανόνα, και ο ίδιος ανυποψίαστος «εκπορνευόμενος» μισθωτός) που απαιτεί το εμπόρευμα να αξίζει τα λεφτά του.

Αυτό το αρχετυπικό τρίγωνο αναπαράγεται λίγο-πολύ και στη σχέση του κράτους με τους υπαλλήλους του αφενός και με τους φορολογούμενους πολίτες αφετέρου. Εδώ και δεκαετίες, αν όχι και αιώνες, κάπως έτσι γίνεται η δουλειά, η οποία ως γνωστόν δεν είναι ντροπή.

Αλλά η κοινή μαστροπεία εκσυγχρονίστηκε. Έφυγε από το ταπεινό επίπεδο της γειτονιάς, στην οποία ο νταβατζής, σκληρός, ωραίος. «αμοράλ» λαϊκός εραστής, κατάφερνε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πιο εύπιστων και αφελών κοριτσιών. Βιομηχανοποιήθηκε και παγκοσμιοποιήθηκε. Τώρα, η μαστροπεία παίρνει τις διαστάσεις του trafficking, της διακίνησης γυναικών κατά μεγάλες ομάδες από τις φτωχές χώρες της Ανατολής στην ευημερούσα Δύση. Στη θέση του νταβατζή υπάρχουν πολυάριθμοι μηχανισμοί διακινητών, με βαθύ καταμερισμό εργασίας. Στη θέση της πόρνης, που είχε τουλάχιστον την πολυτέλεια ενός ημερομίσθιου ή ενός μισθού, αναπτύσσεται ένας στρατός σεξουαλικών δούλων, στην απόλυτη διάθεση των ιδιοκτητών τους.

Το κράτος (τουλάχιστον το ελληνικό) έχει ήδη εισαγάγει στην εργασιακή του κουλτούρα τη νέα τεχνογνωσία του trafficking. Χωρίς πλάκα. Εδώ και 15 χρόνια «απάλλαξε» ένα μεγάλο μέρος των υπαλλήλων του από τη μισθωτή εργασία και τους επανέφερε στην κατάσταση της δουλείας. Το δουλεμπόριο είναι η λέξη που μάλλον αποδίδει καλύτερα την κατάσταση των 150.000-200.000 συμβασιούχων του δημοσίου. Μπορεί η διακίνησή τους να μη βγαίνει εκτός συνόρων του κράτους και της κρατικής οικονομίας, αλλά η μεθοδολογία είναι η ίδια.

Οι συμβασιούχοι είναι μια ιδιαίτερη ομάδα της εκλογικής πελατείας που το κομματικό σύστημα πλανεύει με το δέλεαρ της μονιμοποίησης, όπως οι παγκοσμιοποιημένοι μαστροποί πλανεύουν, με την προσδοκία της Γης της Επαγγελίας, τα απελπισμένα κορίτσια από την Ουκρανία και τα άλλα εναπομείναντα ράκη του ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Και το κομματικό σύστημα στο σύνολό του είναι απόλυτα συνένοχο στο πρόβλημα αυτό, τουλάχιστον κατά την ποσόστωση που αναλογεί σε κάθε κόμμα το οποίο εκπροσωπείται στις μικρές κρατικές εξουσίες των νομαρχιών και των δήμων. Περίπου οι μισοί συμβασιούχοι είναι θύματα της γοητείας της αυτοδιοικητικής εξουσίας. Κι αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και ειλικρινείς, εκτός από πράσινοι και γαλάζιοι, οι συμβασιούχοι είναι και λίγο κόκκινοι ή ροζ. ‘Η μήπως οι ερυθρών αποχρώσεων δήμοι αντιστάθηκαν στον πειρασμό της επιλογής ημετέρων βάσει της κομματικής επετηρίδας; Όχι, αν και το μερίδιο συνενοχής τους είναι φυσικά πολύ μικρό.

Εκτός από την κομματική όσμωση, συνενοχή στη συλλογική μαστροπεία εις βάρος των συμβασιούχων υπάρχει ανάμεσα και στις κατά Μοντεσκιέ τρεις διακριτές εξουσίες. Όπως στο trafficking συνεργούν παραδοσιακοί μαστροποί, διασκεδαστές, διακινητές, δουλέμποροι και «βιτρίνες» νομιμότητας, έτσι και στο trafficking των συμβασιούχων συνεργούν οι ποικίλοι ιμάντες της εκτελεστικής εξουσίας (συμπεριλαμβανομένων των «ανεξάρτητων» αρχών). Με τα συναινετικά παραθυράκια που ανοίγει συχνά-πυκνά η Βουλή και με τις αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων τα οποία, όταν δεν αλληλοαναιρούνται απλώς, διεκπεραιώνουν τις αποφάσεις και «ερμηνείες» της εκτελεστικής εξουσίας. Πρόσφατα, για παράδειγμα, ένα από τα ανώτατα δικαστήρια απεφάνθη ότι μια καθαρίστρια σε δημόσια υπηρεσία και πολλές άλλες κατηγορίες συμβασιούχων παρέχουν «ανεξάρτητες υπηρεσίες», είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, εργολάβοι του δημοσίου! Ιδού το επίτευγμα της κατάργησης της μισθωτής εργασίας από τον πρώτο, συλλογικό καπιταλιστή, το κράτος! Ιδού το επίτευγμα της κατεδάφισης των ταξικών τειχών, αφού η καθαρίστρια του δήμου Κολοπετινίτσης (πάντα είχα την απορία αν υπάρχει αυτό το μέρος) είναι ό,τι ο Μπόμπολας, ο Κόκκαλης, ο Λιακουνάκος κι οι λοιποί εθνικοί εργολάβοι και προμηθευτές του κράτους, οι εν συντομία αποκληθέντες «νταβατζήδες», προ διετίας, μεταξύ κεμπάπ και τζατζικίου στου Μπαϊρακτάρη.

Εδώ, λοιπόν, έχουμε το απόλυτο ξεκάρφωμα, αφού το κράτος από θύτης γίνεται θύμα, από κραχτός νταβατζής των συμβασιούχων μεταμορφώνεται σε εκδιδόμενη κόρη, ανίκανη να υπερασπίσει τον εαυτό της από τις «επιθέσεις» των νταβατζήδων-συμβασιούχων, κι έτσι προσφεύγει στην προστασία της «τσατσάς»-δικαιοσύνης που ταλαντεύεται «με ποιους να πάει και ποιους ν’ αφήσει». Αν και στο τέλος η επιλογή της είναι επιλογή υπέρ της «κάθαρσης», της «διαφάνειας», υπέρ του εξοβελισμού των συμβασιούχων από το σώμα του καθαρού κράτους.

Στην πραγματικότητα, αυτό που συντελείται εδώ και τέσσερα χρόνια με τους συμβασιούχους του δημοσίου είναι μια πρόβα συνολικής μετεξέλιξης των εργασιακών σχέσεων. Μπορεί η περιπέτειά τους να ξεκίνησε απλώς ως κλασική μορφή πελατειακής σχέσης και εξαγοράς ψήφων από τα κόμματα εξουσίας, αλλά τελικά έχει εξελιχθεί σε μια μεγάλων διαστάσεων απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και κατάργηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης για την τιμή της εργασίας και τους όρους «αγοράς» της. Το κράτος έγινε πειραματικό εργαστήριο αυτής της μετάλλαξης. Τα συνδικάτα την παρακολούθησαν μάλλον απαθώς. Όταν ο μεγαλύτερος εργοδότης μιας εθνικής αγοράς, ο κρατικός Λεβιάθαν, εμφανίζεται «πιονιέρος» της απορρύθμισης, απασχολώντας ίσως και το 10% του εργατικού δυναμικού με μορφές που ξεκινούν από τους ωρομίσθιους και φτάνουν στους «συμβολαιούχους» εργαζόμενους-εργολάβους, γιατί να μείνουν πίσω οι ιδιώτες εργοδότες; Κι ίσως εδώ εντοπίζεται η μεγαλύτερη υποκρισία στη διακομματική «υπεράσπιση» των συμβασιούχων του δημοσίου. Η περίφημη κοινοτική οδηγία μονιμοποίησης των συμβασιούχων αφορούσε αδιακρίτως δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Στον αντίποδα της επιλεκτικής ευαισθησίας για την «εκλογική πελατεία», τους συμβασιούχους του δημοσίου, ουδείς ανησύχησε αν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα έγιναν αορίστου. Προφανώς γιατί ο ιδιωτικός τομέας είναι ένας παράδεισος νομιμότητας, όπου το καινοφανές trafficking της εργασίας είναι άγνωστη λέξη και βασιλεύουν ακόμη οι προγονικές αξίες της παραδοσιακής μαστροπείας και της μισθωτής εκπόρνευσης…

Δεν υπάρχουν σχόλια: