28 Μαρτίου 2007

Εκπαιδευτικό κίνημα και αλλαγές στην εκπαίδευση

Αν κάναμε μια πρόχειρη αποτίμηση των εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων των τελευταίων μηνών, θα βλέπαμε ότι ο χώρος της εκπαίδευσης συνολικά αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ίσως πεδία πολιτικών γεγονότων και εξελίξεων. Είτε αναφερόμαστε στα πανεκπαιδευτικά γεγονότα του προηγούμενου Σεπτέμβρη-Οκτώβρη (με αφορμή τη μεγάλη απεργία των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης) είτε στην ανέλπιστης έντασης και διάρκειας κινητοποίηση του φοιτητικού και εκπαιδευτικού κινήματος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (τους δυο τελευταίους κυρίως μήνες) αποδεικνύεται ότι οι αλλαγές στην εκπαίδευση όσο «καίριας» σημασίας είναι (για τις κυρίαρχες σήμερα αστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις) άλλο τόσο δύσκολο «εγχείρημα» αποτελούν για τις δυνάμεις αυτές. Ενώ δηλαδή (το προηγούμενο διάστημα) όλα έδειχναν ότι οι επιχειρούμενες αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θ’ αποδεικνύονταν μια ακόμη «ευκαιρία» δι-κομματικής συναίνεσης, και συνάμα μια εύκολη νίκη των πολιτικών της «νέας δεξιάς», το σενάριο αυτό έχει ήδη διαψευστεί.

Πέρα, βέβαια από τις βαθύτερες πολιτικές συμπλεύσεις, τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς που υπάρχουν και τις πιθανές ερμηνείες που μπορεί να γίνουν σχετικά με τα θέματα αυτά, το σημαντικότερο ζήτημα είναι ο ρόλος αυτού καθεαυτού πλέον του εκπαιδευτικού κινήματος και η συμβολή του στις ως τώρα εξελίξεις. Το σημαντικότερο δηλ. ζήτημα (τόσο θεωρητικά όσο και πολιτικά) είναι πόσο αποτελεσματικός είναι ο κυρίαρχος ιδεολογικός λόγος για την εκπαίδευση (με όρους μιας αστικής ηγεμονίας) και πόσο η ηγεμονία αυτή μπορεί να απειληθεί μακροπρόθεσμα από ένα όλο και πιο ογκούμενο εκπαιδευτικό κίνημα.

Ένα ενδεικτικό στοιχείο που αποτυπώνει ανάγλυφα τη διευρυμένη πλέον «κρίση νομιμοποίησης» που υφίσταται ο κυρίαρχος ιδεολογικο-πολιτικός λόγος στην εκπαίδευση είναι ακριβώς και η όλο και πιο συρρικνωμένη νομιμοποιητική του λειτουργία σε σχέση με τη σταθερά αυξανόμενη προσφυγή του σε αμιγώς κατασταλτικές πρακτικές και λειτουργίες.

Τα παραδείγματα της «ζαρντινιέρας» ή της παράλληλης δράσης παρακρατικών προβοκατόρων και δυνάμεων των ΜΑΤ τον περασμένο Νοέμβρη στη Θεσσαλονίκη, όπως και η συχνή άσκηση κρατικής τρομοκρατίας στους δρόμους της Αθήνας (μέσα από την ανάκαμψη του λεγόμενου «βαθιού κράτους»), αν κάτι δείχνουν, αυτό είναι η παντελής «διάρρηξη» ενός «ασφαλούς» ως τώρα κοινωνικού “consensus” γύρω από τις επιδιωκόμενες αλλαγές στην εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, αναδεικνύουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός πολύμορφου εκπαιδευτικού κινήματος, το οποίο φαίνεται να συνειδητοποιεί την έκταση, το χαρακτήρα και τις κοινωνικές επιπτώσεις των επιδιωκόμενων αλλαγών στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ότι δηλ. η «πυγμή» που επιδεικνύεται από την πλευρά της κυβέρνησης για τη νομοθετική κατοχύρωση των αλλαγών στα πανεπιστήμια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σφοδρή σύγκρουση με καθαρά ταξικό «διακύβευμα» γύρω από τη διαμόρφωση των μελλοντικών όρων παραγωγής, αναπαραγωγής και διαχείρισης των επιστημονικών γνώσεων και της σύστοιχης έρευνας στα πανεπιστήμια. «Διακύβευμα» το οποίο συναρτάται τελικά με τη διαμόρφωση καλύτερων όρων παραγωγής και στρατολόγησης του κάθε λογής επιστημονικού δυναμικού στην όλο και πιο ανταγωνιστική αγορά εργασίας, με απώτερο στόχο την καλύτερη υπαγωγή του δυναμικού αυτού στους διεθνείς νόμους της σύγχρονης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κερδοφορίας.

Το φοιτητικό και εκπαιδευτικό κίνημα λοιπόν ορθά κατανοεί τη «συγκυρία» των επιδιωκόμενων αλλαγών, και γι’ αυτό και φαίνεται να επιλέγει πρακτικές σύγκρουσης ως πολιτική απάντηση στις αλλαγές αυτές.

Γι’ αυτό το λόγο, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη πλαισίωσης και έμπρακτης πολιτικής στήριξης του κινήματος αυτού από όλες τις συνιστώσες της Αριστεράς, τόσο της εντός όσο και της εκτός Βουλής.

Μια τέτοια στήριξη στην παρούσα φάση συνεπάγεται την ξεκάθαρα θετική συμπαράταξη του συνόλου της Αριστεράς απέναντι όχι μόνο στο περιεχόμενο των διεκδικήσεων και των αιτημάτων του εκπαιδευτικού κινήματος αλλά και απέναντι στις ποικίλες μορφές και πρακτικές πάλης που αυτό επιλέγει προκειμένου να αντιπαρατεθεί στις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές στο χώρο της εκπαίδευσης.

Στο επαναλαμβανόμενο, επομένως ζήτημα που τίθεται (από τους διάφορους εκπροσώπους των αστικών μέσων ενημέρωσης και της πολιτικής εξουσίας) σχετικά με την ανάγκη «εξομάλυνσης της κατάστασης» ή της επιλογής «άλλων μορφών διεκδίκησης» και τήρησης της «δημοκρατικής νομιμότητας», επιβάλλεται μια ξεκάθαρη τοποθέτηση απέναντι στις επιδιωκόμενες αλλαγές στην εκπαίδευση τόσο σε σχέση με τις συνολικότερες αναδιαρθρώσεις του καπιταλιστικού συστήματος όσο και με τη συγκεκριμένη κοινωνική, οικονομική και ιδεολογική λειτουργία της εκπαίδευσης στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων αυτών.

Γιατί έχει γίνει προφανές πλέον πως το κυρίαρχο ζήτημα για τους κάθε λογής απολογητές του αστικού συστήματος δεν είναι η καταγγελία (από την πλευρά της Αριστεράς και του αριστερού κινήματος) της περιλάλητης «δράσης των κουκουλοφόρων», αλλά η συμβολική και πρακτική «αποκήρυξη» από αυτήν της λογικής της κοινωνικής σύγκρουσης ως μορφής αντίστασης στις επιδιωκόμενες αλλαγές. Κι αυτό επιχειρείται μέσα από την παρουσίαση της τωρινής φάσης της σύγκρουσης του κινήματος με την κυβέρνηση ως μιας εκτεταμένης «κοινωνικής δυσ-λειτουργίας και α-νομίας» (…)

Στην προηγούμενη σκοπιμότητα, η οποία εδράζεται σε μια στενά λειτουργιστική και «συστημική» οπτική της εκπαιδευτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, επιβάλλεται μια διττή απάντηση :

1. Ότι το στοιχείο της σύγκρουσης έχει αποτελέσει (ιστορικά) εγγενές στοιχείο όλων των κοινωνιών και έχει οδηγήσει σχεδόν απαρέγκλιτα σε θετικές κοινωνικές, επιστημονικές, πολιτιστικές εξελίξεις. Άρα, η θεώρηση της κοινωνικής σύγκρουσης ως μιας a-priori αρνητικής κοινωνικής εξέλιξης πέρα από υπερ-συντηρητική και νομιμοποιητική της δεδομένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων είναι και απροκάλυπτα ανιστορική.

2. Στην τωρινή φάση των εκπαιδευτικών αλλαγών οι πρακτικές σύγκρουσης από την πλευρά του κινήματος δεν μπορεί παρά να παρακολουθούν, όσον αφορά τη μορφή και την έντασή τους, τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές. Επομένως, ο βαθμός κλιμάκωσης της κοινωνικής σύγκρουσης δεν θα μπορούσε παρά να είναι αντίστοιχος με την εντεινόμενη πολιτική πίεση (από την πλευρά των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων) για αμεσότερη πρόσδεση της λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις τρέχουσες ανάγκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και παραγωγής υπεραξίας (κέρδους).

Χωρίς το τελευταίο να σημαίνει ότι οι τωρινές αλλαγές στην εκπαίδευση σηματοδοτούν και το «τέλος των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων», θα πρέπει να καταστεί σαφές σε κάθε κατεύθυνση πως οι αναδιαρθρώσεις αυτές στο χώρο της εκπαίδευσης δεν μπορεί ν’ απαντηθούν με όρους «μουσικής δωματίου» ή μιας «ακαδημαϊκής ενατένισης». Με άλλα λόγια, η επιλογή των μορφών σύγκρουσης και πάλης από την πλευρά ενός πολύμορφου εκπαιδευτικού κινήματος δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση στο όνομα μιας γενικόλογης ρητορικής περί «αποκήρυξης της βίας» ή, πολύ περισσότερο, της νομιμοποιητικής μεταμφίεσης της κρατικής βίας σε «μη βία».

Αυτό τουλάχιστον υπαγορεύει μια στοιχειώδης μαρξιστική οπτική σχετικά με το κράτος και τη λειτουργία του, ξέχωρα από το πόσο αποδεκτή μπορεί να είναι αυτή στο πλαίσιο της κυρίαρχης αστικής «νομιμότητας».

Γιατί διαφορετικά, η μαρξιστική θεώρηση, με βάση την οποία προσλαμβάνει και κατανοεί η Αριστερά και το αριστερό εκπαιδευτικό κίνημα τις επιδιωκόμενες αλλαγές, δε θα είχε πολιτογραφηθεί μεταξύ των λεγόμενων «θεωριών της σύγκρουσης» (conflict theories) αλλά ανάμεσα στις διάφορες αστικές θεωρίες του «γλυκού νερού» (…)

Κώστας Διαμαντής

Δεν υπάρχουν σχόλια: