28 Μαρτίου 2007

ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΘΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟ ΖΙΟΒΑ

Στις 10 Δεκέμβρη η εφημερίδα μας αποφάσισε να διοργανώσει μια καλλιτεχνική βραδιά με μουσική και ποιητικό λόγο από την ομάδα «πέρασμα» και τον συντοπίτη ηθοποιό και ποιητή Γιώργο Ζιόβα στη μουσική σκηνή Ανδρομέδα, παρεμβαίνοντας με αυτό τον μικρό αλλά ελπίζουμε σημαντικό τρόπο στα καλλιτεχνικά πράγματα της πόλης μας. Έτσι αδράξαμε την ευκαιρία και καταγράψαμε μια συνομίλια παρά μια συνέντευξη, που είχαμε με το Γιώργο για όλα εκείνα που μας απασχολούν, από τη μουσική και το θέατρο ως τη πολιτική και την ίδια εν τέλει τη ζωή.

ΕΡ.: Είσαι ποιητής αλλά και ηθοποιός, και τώρα εμφανίζεσαι στα πολιτιστικά πράγματα με ένα μουσικό σχήμα, με την ομάδα “Πέρασμα”, δίνοντας μία ιδιαίτερη μουσική παράσταση. Λίγα λόγια για αυτή την εκδήλωση…

ΑΠ.: Εγώ είμαι επαγγελματίας ηθοποιός. Από αυτό ζω. Μέσα στα πλαίσια του επαγγελματικού θεάτρου οι ηθοποιοί προσπαθούμε, άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο, να κάνουμε τέχνη πραγματική, αυτό δηλαδή που κάνουμε να μην είναι απλώς μία βιοποριστική εργασία, αλλά δημιουργία. Αυτό δεν το καταφέρνουμε πάντα, γιατί υπάρχει ο εργασιακός καθορισμός που σε περιορίζει. Από την άλλη γράφω και ποιήματα χρόνια τώρα, από αυτά όμως κι αν δεν ζεις με τίποτα. Είναι ένας χώρος στον οποίο μπορείς, αν δεν ναρκισσεύεσαι, αν δεν πας στην άλλη άκρη, πραγματικά να δημιουργήσεις. Να κάνεις κάτι δηλαδή πραγματικά δικό σου που να μην το ελέγχει κάποιος άλλος. Στην παράσταση που παρουσιάσαμε εδώ σήμερα, την οποία ίσως αν την κάναμε πριν από 10-15 χρόνια δεν θα έπιανε καθόλου, γι’ αυτό άλλωστε συμβαίνει και τώρα, μαζευτήκαμε 6-7 παιδιά που δεν είμαστε αμιγώς επαγγελματίες μουσικοί, δοκιμάσαμε, απορρίψαμε και στο τέλος κρατήσαμε γύρω στα 20-25 τραγούδια: από Βαμβακάρη μέχρι Θεοδωράκη, Μαρκόπουλο, Μούτση, μέχρι Άσιμο, Θανάση Παπακωνσταντίνου κ.ά. Μιλάμε για 2-3 τραγούδια του καθενός από αυτούς. Ανάμεσα σε αυτά παρεμβάλαμε 7-8 ποιήματά μου, δηλαδή στην αναλογία 3 τραγούδια-1 ποίημα, και φτιάξαμε ένα ενιαίο σύνολο που δεν θα το πω ούτε μουσική παράσταση ούτε πρόγραμμα μουσικού μαγαζιού. Είναι ένα πράγμα ενδιάμεσο, δηλαδή ούτε ένα λόγιο πράγμα φιλολογικό, μία παρουσίαση κάποιων τραγουδιών με ποιήματα ή το αντίστροφο, ούτε ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα μαγαζιού. Όλα τα τραγούδια θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουν κοινωνικές αναφορές, ακόμα και αυτά του Βαμβακάρη. Σε αυτό το πρόγραμμα μπορεί να βρεις και μία ιστορική εξέλιξη.

ΕΡ: Υπάρχει δηλαδή ένας ιστός; Έχετε δουλέψει τα τραγούδια και το λόγο;

ΑΠ.:Ακριβώς. Είναι σαν μία συνομιλία των ποιητικών κειμένων με τα τραγούδια αυτά. Δηλαδή η ιστορία που λένε τα 2-3 τραγούδια κάτι σημαίνει για τον αφηγητή που τον κάνω εγώ, ο οποίος με τη σειρά του απαντάει με ένα ποίημα, και υπάρχει έτσι μία συνέχεια, μία συνομιλία που ολοκληρώνεται κάπου προς το τέλος.

ΕΡ.: Ποιο είναι το κοινό γνώρισμα τόσο των τραγουδιών που έχουν επιλεγεί για αυτή την παράσταση όσο και των δικών σου ποιημάτων;

ΑΠ.:Οι κοινωνικές αναφορές, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Ένας προβληματισμός ή μία διάθεση, μία ατμόσφαιρα, της αγοράς, της αγοράς όμως όχι με την έννοια του αγοραίου, αλλά του τόπου όπου κινούνται κι ανταμώνουν οι άνθρωποι. Υπάρχει λοιπόν ένας τέτοιος συνεκτικός δεσμός. Επίσης σημαντικό είναι ότι τα τραγούδια -και φαίνεται αυτό με όσα περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα και είναι 60 και 70 χρόνων- δεν έχουν γραφτεί με ημερομηνία λήξεως. Και αυτό συμβαίνει γιατί έχουν προκύψει από μια βαθύτερη ανάγκη του δημιουργού, από μία αληθινή χαρά του ή από έναν αληθινό καημό του. Έχουν γραφτεί από τον Βαμβακάρη, τον Θεοδωράκη και τους άλλους προκειμένου να επικοινωνήσουν με το κατά καιρούς ακροατήριό τους και όχι για να πάνε μετά στη δισκογραφική εταιρεία και να εκμεταλλευτούν το έργο τους. Γι’ αυτό και τα συγκεκριμένα τραγούδια αντέχουν. Έχουμε εμφανιστεί σε 7-8 χώρους διαφορετικούς μεταξύ τους, και μπορώ να σου πω ότι κάθε φορά υπήρξε ανταπόκριση από τον κόσμο.

ΕΡ: Πώς πήγε λοιπόν η παράσταση, όχι μόνο από την άποψη της κριτικής προσέγγισης αλλά και της αποδοχής και της συμμετοχής του κόσμου, του κοινού. Και πόσον καιρό παίζεται;

ΑΠ: Έχουμε ξεκινήσει από την άνοιξη, η δε αποδοχή του κόσμου ήταν πολύ θετική. Έχω την εντύπωση -νομίζω πως το υπαινίχθηκα λίγο πιο πριν- ότι αν κάναμε την παράσταση πριν από 10 χρόνια με αυτά τα συγκεκριμένα τραγούδια και με αυτά τα κείμενα τα ποιητικά δεν θα ήταν το ίδιο…

ΕΡ: Γιατί το λες αυτό;

ΑΠ: Γιατί έχω την εντύπωση ότι εδώ και μερικά χρόνια κάτι αρχίζει πάλι να κινείται στην κοινωνία. Μέσα σε αυτήν δηλαδή τη δικτατορία μπορούμε να πούμε του life style, μέσα σε αυτή την ευτέλεια, αυτό τον πολτό της σαχλαμάρας, της ανοησίας, της εικονικής πραγματικότητας της τηλεόρασης, του καταναλωτισμού, του “πολιτισμού” της ευτέλειας που κυριαρχεί αυτήν τη στιγμή στο τραγούδι και σε όλα τα είδη της τέχνης αλλά και στην καθημερινή μας ζωή, έχω την εντύπωση ότι υπάρχει ένα κομμάτι του κόσμου που αρχίζει ξανά λίγο να ψάχνεται, να αναζητά κάτι πιο αληθινό, κάτι που θα μιλήσει στην καρδιά του, κάτι που θα τον κάνει να αμφισβητήσει αυτό που σας περιέγραψα, αυτό το life style.

ΕΡ: Από πότε προσδιορίζεις χρονικά αυτήν τη στροφή;

ΑΠ: Εδώ και κάποια χρόνια. Μιλώντας γενικά, γιατί δεν υπάρχουν ακριβή όρια, νομίζω αυτό που περιέγραψα πριν, η μεγάλη απάθεια της πλειοψηφίας του κόσμου, ήταν στη δεκαετία του ’90. Νομίζω πως με τον νέο αιώνα, πολλά πράγματα άλλαξαν. Μπορείς να βάλεις και σαν όριο την 11η Σεπτέμβρη, και άλλα πράγματα. Νομίζω πως τα τελευταία χρόνια συμβαίνει αυτό το πράγμα.

ΕΡ: Σχετικά με τη στροφή αυτή που συντελείται είτε στον πολιτισμό είτε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, διακρίνεις άραγε μια διάθεση δημιουργίας από κάποιους ανθρώπους ή μία διάθεση κάτι να εξετάσουν;Τίθεται ξανά επιτακτικά το αίτημα και η αναγκαιότητα να ξεπεράσουμε τα πέτρινα χρόνια της ατομικότητας βρίσκοντας νέες συλλογικότητες ή ανακαλύπτοντας ενδεχομένως και παλιές, αναπαλαιώνοντας ή επαναθεμελιώνοντάς τες ;

ΑΠ: Έχω αυτή την εντύπωση.

ΕΡ: Αν δεχτούμε ότι υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα, πρακτικά στον τόπο μας παίρνει σάρκα και οστά και, αν ναι, πού;

ΑΠ: Η αναγκαιότητα σαφώς υπάρχει. Και τη δεκαετία του ’90 που σας είπα πριν, και τότε υπήρχε, απλώς δεν εκφραζόταν, ίσως ο κόσμος ήταν κουρασμένος. Και η αριστερά, που συγκεκριμένα τράβαγε τον κόσμο στον πολιτισμό πιο ζεστά, πιο ουσιαστικά κτλ., έδειχνε μία κόπωση, βίωνε μία ήττα. Η αναγκαιότητα υπήρχε και τότε και υφίσταται σαφώς και τώρα ακόμη περισσότερο, επειδή η πολιτιστική σήψη που περιγράψαμε και πιο πάνω είναι πολύ έντονη.

ΕΡ: Αυτό συμβαίνει με την τηλεόραση βασικά;

ΑΠ: Η τηλεόραση είναι αντανάκλαση του σκουπιδαριού που υπάρχει στην κοινωνία, με τη σειρά της όμως κι αυτή και με τον τρόπο της ανατροφοδοτεί περισσότερο αυτό το σκουπιδαριό.

ΕΡ: Δεχόμαστε πως η αναγκαιότητα για κάτι καινούργιο, για κάτι διαφορετικό, για μια επαναφορά της πολιτικής και της συλλογικότητας στο προσκήνιο της κοινωνικής μας και όχι μόνο ζωής, είναι υπαρκτή. Την ανάγκη όμως αυτή τη βλέπουμε να αποκτά σάρκα και οστά, να γίνεται πράξη ;

ΑΠ: Μόλις τώρα σκέφτηκα κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Το ότι καθόμαστε εδώ και κάνουμε αυτήν τη συζήτηση, το ότι εσείς εδώ, σε μια περιφέρεια αγνοημένη και φτυμένη, όταν 5 εκατομμύρια ζούνε στο λεκανοπέδιο της Αττικής και σχεδόν τα πάντα στον πολιτισμό συμβαίνουν εκεί, το ότι εσείς παρεμβαίνετε πολιτικά και πολιτιστικά και βγάζετε μία εφημερίδα, κάτι λέει. Δεν το κάνατε πριν από 10 χρόνια. Γνωρίζω πως ανάλογες κινήσεις υπάρχουν και σε άλλες περιοχές, ίσως όχι ακόμη έντονες, αλλά υπαρκτές.

ΕΡ: Υπάρχει ελπίδα, δηλαδή;

ΑΠ:Βεβαίως, βεβαίως. Είναι πολύ ενθαρρυντικό αυτό και δεν είναι καθόλου, ξέρεις, μόνο στο μυαλό μας. Ας αναφερθώ στον κοντινό μας χώρο. Εμένα μου κάνει εντύπωση το ότι ο κόσμος αποδέχτηκε αυτά τα παλιά τραγούδια. Σχετικά με την ερώτηση που έκανες πριν, για το ότι γυρίζουμε πίσω, σε παλιά υλικά, δεν είναι κακό αυτό, ξέρεις. Ξαναγυρίζουμε σε πράγματα που έχουνε αξία, σε εποχές που ήτανε πιο, πώς να τις πεις……

ΕΡ: Θες να πεις πιο έντονες, με μεγαλύτερες αντιφάσεις, με μεγαλύτερες αντιθέσεις;

ΑΠ: Υπήρχε μεγαλύτερη συλλογικότητα, είχαν βγει στο προσκήνιο άνθρωποι με τέτοια τραγούδια. Σήμερα βλέπουμε νέους ανθρώπους να τα προσεγγίζουν με ενδιαφέρον. Ένα άλλο που μπορώ να σου πω: πολλά ποιήματα από αυτά που διαβάζω τώρα, τα είχα βγάλει το ’94. Κοντινοί μου άνθρωποι, αρκετοί μάλιστα, όχι ένας και δύο, είχαν αντιδράσει θετικά. Κάποιοι άλλοι μου έλεγαν: “Έχει τελειώσει αυτό”, επειδή είχαν κοινωνικές αναφορές κτλ. Έχουν την ανάγκη αυτού που περιέγραψες. Να θέσουν κάποια πράγματα ή να θέσουν το αίτημα ότι μπορείς να αλλάξεις τα πράγματα. Άλλων πάλι δεν τους έκαναν καμιά εντύπωση. Οι ίδιοι άνθρωποι, το θυμάμαι καλά γιατί είναι δικά μου πράγματα, όταν τα ακούσανε, είπαν: “Ρε σύ, είναι καλά αυτά, κάτι μας λένε”. Και τους απάντησα ότι τα ποιήματα τα 'χω από τότε. Εμένα κάτι μου λέει αυτό σε σχέση με το σήμερα. Η αναγκαιότητα λοιπόν και η διάθεση έστω και ενός μειοψηφικού κομματιού του κόσμου, είναι κάτι να γίνει.

ΕΡ: Αυτό θέλω να σου πω. Σήμερα, εκτός από το να ανακαλύπτουμε τις παλιές καλές στιγμές, εν προκειμένω του ελληνικού τραγουδιού, γεννιούνται καινούργια, ενδιαφέροντα πράγματα; Πράγματα τα οποία θα τα ακούνε οι επόμενες γενιές όπως εμείς ακούσαμε τώρα Βαμβακάρη ;

ΑΠ: Υπάρχουν σ' αυτό το πρόγραμμα τρία τραγούδια που τα λέει ένα παιδί, ο Κωστής, και είναι δικά του, στίχοι κ.λπ., που έχουν τέτοιες αναφορές. Υπάρχουν επίσης τραγουδοποιοί και γενικά άνθρωποι που είναι και τώρα στην αγορά και στη δισκογραφία που όλο και κάτι έχουν να πουν. Αλλά, όπως είπες, αυτά τα ποταμάκια δεν έχουν συγκλίνει κάπου, ώστε να δημιουργήσουν κάτι δυνατό. Γι’ αυτό και είναι σημαντική η δική σας ύπαρξη εδώ, ένα δείγμα κάτι καινούργιου, με όλες τις αντιφάσεις και όλες τις αδυναμίες του…

ΕΡ: Κάτι άλλο. Πριν από μερικά χρόνια υπήρξες ηθοποιός του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί μία έντονη φημολογία για την αναγκαιότητα ύπαρξης ή μη των θεάτρων αυτών. Άλλοι θεωρούν ότι έκλεισε ο κύκλος τους και ότι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα πια… Θέλω τη γνώμη σου γι’ αυτό.

ΑΠ: Πρόκειται για τη συνολική επίθεση της κυβέρνησης προκειμένου να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα, από τον ΟΤΕ μέχρι τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Θέλουν να αφήσουν μόνο 4-5 ΔΗΠΕΘΕ στις μεγάλες πόλεις. Αυτό δηλαδή που είπαμε πριν, ότι είναι υδροκέφαλη η Αθήνα και συγκεντρώνει όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, καλές ή κακές, θέλουν να το κάνουν και σε 5 άλλες πόλεις, ας πούμε στην Πάτρα. Το Αγρίνιο έχει 100 χιλιάδες κόσμο, αλλά και 50 να είχε, και 30, είναι δυνατόν να μην φροντίζεις, ως έστω καπιταλιστικό κράτος, έστω και έτσι, να υπάρχουν αυτά τα θέατρα, με όλες τις αδυναμίες τους, με όλα όσα τούς προσάπτουν, ότι υπάρχει παραγοντισμός, ότι υπάρχουν οι τοπικοί παράγοντες και η αυτοδιοίκηση επεμβαίνει ακόμη και στα καλλιτεχνικά; Εγώ σου λέω ότι συμβαίνουν αυτά. Δεν είναι δυνατόν όμως ως λύση να τα κλείνεις, επειδή τάχα έχει ολοκληρωθεί ο ιστορικός τους κύκλος. Δεν έχει τελειώσει κανένας ιστορικός κύκλος τους, κατά τη γνώμη μου. Ίσα ίσα η περιφέρεια πρέπει να βοηθηθεί ακόμη περισσότερο, να χρηματοδοτηθεί κι άλλο. Δεν είναι δικαιολογία δηλαδή ότι δεν υπάρχουν λεφτά και ότι συμβαίνουν όλα τα άλλα που είπαμε, παραγοντισμοί και λοιπά. Γιατί το μόνο που θα γίνει θα είναι ο κόσμος να στερηθεί μια πολιτιστική προσφορά, ακόμη κι αν αυτή γίνεται με τρόπο στρεβλό. Θα υπάρξει επίσης ανεργία στον κλάδο των ηθοποιών. Αυτό είναι από τα παρεπόμενα, από τις παράπλευρες απώλειες. Η κυριότερη όμως συνέπεια θα είναι για τον κόσμο της επαρχίας, ειδικά το χειμώνα, που θα περιμένει να έρθει ο άλφα θίασος να κάνει μια αρπαχτή και να φύγει. Δεν είναι δυνατόν. Είναι απαράδεκτο αυτό το πράγμα.

ΕΡ: Θέλω να μου σχολιάσεις λίγο τη θεατρική ζωή στην Αθήνα, τα δρώμενα δηλαδή αυτήν τη στιγμή. Και θέλω να σταθώ σε δύο πράγματα που εμένα μου έχουν κάνει εντύπωση, παρότι αδυνατώ να παρακολουθήσω εξ αποστάσεως το τι συμβαίνει εκεί. Το πρώτο είναι ότι παίζεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ένα μονόπρακτο με τον Αντωνόπουλο. Θα 'λεγα όμως ότι την ίδια στιγμή κλείνει, γιατί δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα λειτουργικά του έξοδα, το Ανοιχτό Θέατρο του Μιχαηλίδη. Υπάρχει μία αντιφατικότητα σε αυτό. Δηλαδή από τη μία φαίνεται ότι υπάρχει ένας κόσμος που αναζητάει να βρει το καλό θέαμα, και από την άλλη βλέπουμε αυτά.

ΑΠ: Υπάρχουν 150 θέατρα, ξέρεις. Υπάρχει δηλαδή και μία υπερπροσφορά, κι αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό. Υπάρχουν πολλά παιδιά που θέλουν πραγματικά να δημιουργήσουν κάτι. Βέβαια αυτή η πληθώρα δείχνει και κάτι άλλο. Ότι με όλα αυτά τα “Fame story” ή τα ανάλογα θεατρικά προσπαθούν να πείσουν τα παιδιά ότι μπορείς να κάνεις καριέρα, να γίνεις σταρ, να βγάλεις πολλά λεφτά και να γίνεις και γνωστός. Πράγμα που όμως αφορά 10-15 άτομα μόνο. Στη βάση, οι εργασιακές συνθήκες είναι άγριες. Από την άλλη, υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να ξέρετε. Ότι υπάρχουν 6-7 θέατρα στα οποία πια έχουν μπει μέσα εταιρείες μεγάλες, οι οποίες κάνουν τηλεοπτικές παραγωγές και παράλληλα και θέατρο. Η ποιότητα είναι ανάλογη με τις κακές τηλεοπτικές παραγωγές. Αυτοί έχουν πακέτα ηθοποιών και συνεργατών που τα πάνε από τα σήριαλ στο θέατρο, με ανάλογο περιεχόμενο, και υπάρχει και ένα κοινό εκπαιδευμένο πια, με την κακή έννοια, που πάει και βλέπει αυτά. Το αμιγώς θεατρόφιλο και συνειδητοποιημένο θεατρικό κοινό, που ξέρει τι βλέπει και τι θέλει να δει, είναι 3-4 χιλιάδες. Σε 5 εκατομμύρια πληθυσμό, αυτοί που πάνε θέατρο μπορεί να είναι 100-200 χιλιάδες αλλά είναι άνθρωποι που πάνε για μια ή δυο φορές θέατρο και βλέπουν αηδίες. Στους τρεις χιλιάδες που σας προανέφερα, υπάρχει και ένας σκληρός πυρήνας που πάνε και βλέπουν 4-5 παραστάσεις. Είναι και ακριβό το εισιτήριο. Υπάρχουν 20-30 χιλιάδες άνθρωποι που θα δούνε μια-δυο παραστάσεις. Αλλά οι καλές παραστάσεις είναι πολύ λίγες. Δεν μιλάμε για κάτι βαρύγδουπο, “κουλτουριάρικο”, ελιτίστικο. Αυτό που εγώ κάνω ή αυτό που έχω στο μυαλό μου για την τέχνη, πρέπει να είναι -μπορεί να παρεξηγηθεί η λέξη που θα σου πω αλλά έχει νόημα- έντεχνο λαϊκό. Μπορεί να θυμίζει λίγο αυτά που έκαναν ο Χατζιδάκης, ο Θεοδωράκης. Ας το θυμίζει. Εγώ αυτό θέλω. Να μην είναι ούτε κάτι απογειωμένο και δήθεν, που ο άλλος να μην το καταλαβαίνει, ούτε κάτι αβανγκάρντ, δηλαδή περίεργο, ούτε κάτι που να είναι χυλός. Η έγνοια σου είναι να ανεβάσεις το μέσο όρο προς τα πάνω, να μεγαλώσεις τον κύκλο των μυημένων. Να μην κατεβάσεις τον πήχη δηλαδή.

ΕΡ: Αυτή την προσπάθεια τη βλέπεις και σε άλλους δημιουργούς; Γιατί η κατάσταση που περιγράφεις είναι ζοφερή. Μας δίνεις την εικόνα μιας θεατρικής Αθήνας η οποία πάει να πνιγεί, καταδυναστεύεται από εταιρείες οι οποίες παίρνουνε θέατρα και τα συνδέουν με τα τηλεοπτικά προγράμματα και ένα θεατρόφιλο κοινό το οποίο το περιέγραψες γύρω στους 10-12 χιλιάδες.

ΑΠ: Αυτοί δεν πνίγονται βέβαια. Ο κόσμος αυτός μπορεί να περνάει καλά εκείνη την ώρα. Δηλαδή επειδή μπορεί να ανοίγει την τηλεόραση και να βλέπει αυτήν τη σαχλαμάρα που υπάρχει από τα πρωινάδικα μέχρι τις βραδινές εκπομπές, που είναι το ίδιο στιλ ανακυκλωμένο, μπορεί εκείνη την ώρα……

ΕΡ: Νομίζει ότι περνάει καλά, ναι, αυτό δεν το αμφισβητώ

ΑΠ: Αλλά είναι πνιγηρό για έναν άνθρωπο που θέλει να πει ότι δεν είναι έτσι αυτή η ζωή. Εντάξει, υπάρχουν παρ’ όλα αυτά παραστάσεις και άνθρωποι που περιμένουν να συμβούν πράγματα να πάνε. Υπάρχουν 10-15 θέατρα που κρατάνε και ρεπερτόριο καλό κτλ.

ΕΡ: Τα κρατικά θέατρα κρατούν τον πήχη ψηλά; Το Εθνικό δηλαδή, εν προκειμένω.

ΑΠ: Έτσι κι έτσι. Δεν είναι και από τα χειρότερα.

ΕΡ: Ή μπαίνει κριτήριο επιβίωσης, ανταγωνιστικότητας για τα εισιτήρια….

ΑΠ: Έχουν και τέτοια στοιχεία, έχουν πάρει υπόψη τους και τέτοια στοιχεία. Κλείνουν το μάτι προς τα εκεί, αλληθωρίζουν προς τα κει.

ΕΡ: Ένας ανεξάρτητος δημιουργός πώς μπορεί να αντέξει αυτόν τον ανταγωνισμό ;

ΑΠ: Πολύ δύσκολα. Εδώ πολλοί λένε ότι πρέπει να καταργηθούν οι επιχορηγήσεις του κράτους. Έχει να κάνει και με τα ΔΗΠΕΘΕ. Υπάρχουν δηλαδή θέατρα που παίρνουν μεγάλη επιχορήγηση προκειμένου να αντέξουν να κάνουν ποιοτικό ρεπερτόριο και όχι σαχλαμάρες. Κι αυτές όμως τις επιχορηγήσεις θέλουν να τις μειώσουν και να τις κόψουν. Κάποιοι λένε ότι με αυτό τον τρόπο το κράτος ελέγχει τον δημιουργό. Ναι, αλλά δεν γίνεται με άλλον τρόπο όμως. Κάνε μεγαλύτερες επιτροπές, πολυπληθέστερες και αντιπροσωπευτικότερες.

ΕΡ: Στην εποχή της άφθονης επικοινωνίας, λόγω της ύπαρξης των ηλεκτρονικών κυρίως μέσων ενημέρωσης, είναι εύκολο να μάθει ο κόσμος πως υπάρχουν δημιουργοί που κάνουν κάτι διαφορετικό από το σύνηθες ;

ΑΠ: Είναι πολύ δύσκολο. Η κατάσταση είναι άγρια… Κατ’ αρχήν να σου πω μία φράση η οποία δεν είναι δική μου. Την είδα κάπου και μου άρεσε. Υπάρχει πληροφοριακή μόλυνση, δηλαδή ένας καταιγισμός πληροφοριών. Αυτό δεν είναι κι ό,τι καλύτερο. Αν μπορεί κανείς, θα πρέπει να ανακόπτει κάπως αυτή τη ροή. Αν μπορείς να κλείσεις την τηλεόραση δηλαδή λίγο περισσότερο, κάν’ το. Καλύτερα είναι. Μη σε πλακώνει αυτό το πράγμα. Θα ζήσεις και χωρίς αυτό. Υπάρχουν πράγματα που μπορείς να τα βρεις, αρκεί βέβαια να τα ψάξεις. Να, εσείς που βγάζετε μία εφημερίδα και θέλετε να παρέμβετε, πρέπει να ψάξετε αυτούς που ενδιαφέρονται, είτε είναι ένας είτε εκατό, και αυτοί με τη σειρά τους να βρουν κάποιους άλλους, να κάνουν κάτι συλλογικό, να επικοινωνήσουν, να δημιουργήσουν κάτι. Υπάρχει τρόπος δηλαδή μέσα σε αυτόν το χαμό που γίνεται, αυτό τον πολτό, να βρεθεί λύση.

ΕΡ: Υπάρχει σκέψη να δοθεί και σε άλλες πόλεις αυτή η παράσταση;

ΑΠ: Στην επαρχία είναι λίγο πιο δύσκολο να κάνουμε παραστάσεις απ' ό,τι στην Αθήνα, γιατί δουλεύουμε οι περισσότεροι και αλλού, και για να μπορέσουμε να πάμε οπουδήποτε πρέπει να συμπέσουν οι ημερομηνίες.

ΕΡ: Στις άλλες πόλεις οι συνθήκες ήταν παρόμοιες με τη δική μας;

ΑΠ: Ναι, βρεθήκαμε σε μαγαζιά τέτοιου είδους ή και διαφορετικά. Θέλω να πω και κάτι ακόμη. Οι καλλιτέχνες, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες, με την έννοια του εραστή της τέχνης, μπορούν και πρέπει να βρούνε τρόπο να δημιουργήσουν πράγματα πρωτότυπα, σε διάφορους τομείς της τέχνης. Αυτό κάνει καλό και στο σώμα και στην ψυχή, όχι μόνο του δημιουργού, αλλά και των θεατών και κοινωνών της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: