25 Ιανουαρίου 2007

Η αναθεώρηση του άρθρου 16 και η «εύθραυστη» νομιμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού

Η αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας, συνιστά μια καίριας σημασίας επιλογή από τις κυρίαρχες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις στο πλαίσιο της συνολικότερης αναδιάρθρωσης της ελληνικής εκπαίδευσης.

Αν η ως τώρα μορφή του άρθρου 16 αποτύπωνε μια προηγούμενη ιστορικο-πολιτική «συγκυρία», κατά την οποία κυριαρχούσε στην Ελλάδα μια ετεροχρονισμένη (σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα) κρατικο-προνοιακή αντίληψη σχετικά με τη σχέση κράτους- εκπαίδευσης - κοινωνίας, η επιχειρούμενη αναθεώρησή του επικυρώνει μια ακόμα επιθετική έκφανση από την πλευρά μιας νεο-φιλελεύθερης πολιτικής αντίληψης για την εκπαίδευση και την κοινωνία. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, το πανεπιστήμιο και η εκπαίδευση γενικότερα δεν μπορεί παρά να υπόκεινται στους νόμους της «ελεύθερης αγοράς», του «ανταγωνισμού» και της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Μ’ αυτόν τον τρόπο μόνον μπορεί ν’ αναβαθμίσουν την ποιότητα των σπουδών που παρέχουν, και την ίδια στιγμή ν’ ανταποκριθούν στις «σύγχρονες» απαιτήσεις της «οικονομίας της αγοράς» με όρους «ανταποδοτικότητας».

Αν παραβλέψει κανείς προς στιγμήν την όχι και τόσο σύγχρονη «μυθιστορία» του νεο-φιλελευθερισμού, μπορεί να δια-κρίνει πιο καθαρά ποια είναι τα όρια της «ρητορικής εκγύμνασης» στην οποία αυτός ασκείται και από ποιο σημείο κι έπειτα ξεκινά η προώθηση και η παραπειστική αναγόρευση (μέσω αυτού) των ειδικών συμφερόντων των κυρίαρχων ταξικών δυνάμεων σε δήθεν «γενικό κοινωνικό καλό».

Πιο συγκεκριμένα, εύκολα μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί πως οι «αδύναμοι κρίκοι» και τα λογικά «άλματα» του νεο-φιλελεύθερου λόγου υπερκαλύπτουν την όποια πειστική εκφορά του. Για παράδειγμα, είναι γνωστό (μέσα πλέον και από τον «παράδεισο» της ελληνικής «ιδιωτικής πρωτοβουλίας») ότι, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, η «μαγική» σχέση ανάμεσα στον «ανταγωνισμό» και την «ποιότητα» προϊόντων και υπηρεσιών δεν υφίσταται (τουλάχιστον σε μια μονοδρομική και ευθύγραμμη βάση), στο βαθμό που η σχέση αυτή διαμεσολαβείται από την αναμφισβήτητα καθοριστική παράμετρο της αναζήτησης κέρδους από την πλευρά του ιδιωτικού παράγοντα. Όπως, επίσης ότι η εφαρμογή της περιώνυμης αρχής της «ανταποδοτικότητας» δεν μπορεί να αφορά τον κάθε τομέα της πανεπιστημιακής εκπαιδευτικής διαδικασίας, μια και η παραγωγή γνώσης (ιδιαίτερα στις λεγόμενες κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες) ούτε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση κινείται ούτε, πολύ περισσότερο, μπορεί να υπόκειται στη συνήθη αξιολογική στάθμιση με βάση τις «ανάγκες της αγοράς». Στα πιο πάνω ζητήματα αν θέσει κανείς και το καίριας σημασίας ερώτημα «και, τότε, ποιος θα πληρώσει το “μάρμαρο” για την παραγωγή και αναπαραγωγή τέτοιου είδους γνώσης» ή γενικότερα «ποια τύχη επιφυλάσσεται στη σχέση κρατικής χρηματοδότησης και της δυνατότητας για γενίκευση της δωρεάν παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», γίνεται αντιληπτό ότι το νεο-φιλελεύθερο επιχείρημα, πέρα από εμφανώς παραπειστικό, διέπεται κι από μια ακραία τυχοδιωκτική θέση (με την έννοια δηλαδή της προώθησης ενός καθαρά ιδιοτελούς ταξικού συμφέροντος).

Έτσι γίνονται επίκαιρες μια σειρά από θεωρητικές αναλύσεις, τα τελευταία χρόνια, οι οποίες καταδεικνύουν το καίριας σημασίας εγχείρημα, από την πλευρά των κυρίαρχων (διεθνώς) κεφαλαιοκρατικών τάξεων, για την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης και της οικονομίας με κύριο «όχημα» το νεο-φιλελευθερισμό και βασικούς άξονες της αναδιάρθρωσης αυτής :

α. Την όλο και μεγαλύτερη απόσυρση, καταρχήν, του κράτους (και μαζί των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων εξουσίας που το διαχειρίζονται) τόσο από τη χρηματοδότηση προνοιακών δραστηριοτήτων και κοινωνικών τομέων (όπως η δημόσια εκπαίδευση) όσο και από τις παλιότερες μορφές «παρέμβασης» και ελέγχου της «οικονομίας της αγοράς».

β. Την πριμοδότηση της αγοράς μέσα από την αποδυνάμωση των όποιων προνοιακών θεσμών και την εκχώρηση όλο και μεγαλύτερου φάσματος κοινωνικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων στη δικαιοδοσία της ελεύθερης «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και κερδοφορίας.

γ. Τον ακόμα μεγαλύτερο πολυκερματισμό «μορφωτικών» και επαγγελματικών τίτλων και, συνακόλουθα, εργασιακών δικαιωμάτων (ως αποτέλεσμα και του προηγούμενου σημείου) και, κατ’ επέκταση, την ακόμα μεγαλύτερη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, με απώτερο στόχο την ευχερέστερη ένταση της εκμετάλλευσης της κάθε λογής εξειδικευμένης μισθωτής εργασίας.

Οι προηγούμενοι άξονες εντάσσονται σε μια πολιτική και οικονομική στρατηγική, η οποία χαρακτηρίζει τη σημερινή «συγκυρία» του διεθνούς καπιταλισμού και εγγράφονται σε μια συνολικότερη «απόπειρα» για «έξοδό του από την κρίση» στην οποία αυτός βρίσκεται.

Οι πιο πάνω επιλογές μολονότι φαίνεται να υπερισχύουν κοινωνικά και πολιτικά, υφίστανται και οι ίδιες μια κρίση νομιμοποίησης, εξαιτίας κυρίως των εγγενών αντιφάσεων που εμπεριέχουν και των αδιεξόδων που αυτές παράγουν στο κοινωνικό πεδίο. Ένα ενδεικτικό, άλλωστε, στοιχείο της κρίσης αυτής είναι και η αρκετά ανισοβαρής (σε σχέση με το βαθμό ανάπτυξης απειλητικών κοινωνικών κινημάτων) χρήση κρατικής βίας και η εκτενής ενεργοποίηση διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα των πολύμορφων κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.

Το γεγονός αυτό ενισχύει μια ορισμένη προβληματική, η οποία χωρίς να υιοθετεί μια «νομοτελειακή» οπτική του καπιταλιστικού συστήματος, υποστηρίζει ότι το νεο-φιλελεύθερο εγχείρημα διέρχεται μια φάση «εύθραυστης» ισορροπίας τόσο με όρους μη εξασφάλισης μιας συνειδητής κοινωνικής απήχησης και υποστήριξης όσο και μιας ανεπιτυχούς (ενδεχομένως) «εξόδου από την κρίση». Όροι και οι δυο που δημιουργούν ευοίωνες προϋποθέσεις για τη συσπείρωση των διευρυμένων κοινωνικών δυνάμεων της εργατικής τάξης και την ανάπτυξη ενός αντίπαλου κοινωνικού και πολιτικού κινήματος απέναντι συνολικότερα στη νεο-φιλελεύθερη καπιταλιστική αναδιάρθρωση.

Για την επίτευξη, βέβαια, μιας τέτοιας συσπείρωσης, καθοριστικής σημασίας θα είναι και η θέση που θα πάρουν οι διάφορες συνιστώσες του αριστερού χώρου τόσο στο επίπεδο κάθε κοινωνικού σχηματισμού ξεχωριστά όσο και διεθνώς.

Ένα κρίσιμο, λοιπόν ζήτημα είναι ο βαθμός ιδεολογικής συνειδητοποίησης, και κατ’ επέκταση, «ορθής» κατανόησης της σημερινής «συγκυρίας» απ’ την πλευρά των συγκροτημένων χώρων της Αριστεράς και η υιοθέτηση μιας βασικής μαρξικής θέσης σχετικά με την ανάγκη οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών, καταρχήν, «εντός των τειχών» της.

Η απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 16 του συντάγματος, στο πλαίσιο της υλοποίησης των νεο-φιλελεύθερων πολιτικών επιλογών στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποτελεί, μεταξύ πολλών άλλων νεο-φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, ένα ακόμη «προνομιακό» πεδίο για μια τέτοια «δοκιμή» διευρυμένης κοινωνικής και πολιτικής συσπείρωσης (…)

Αρκεί ο κοινωνικός και πολιτικός χώρος της Αριστεράς ν’ αντιληφθεί πραγματικά ότι οι νεο-φιλελεύθερες πολιτικές στην εκπαίδευση και όπου αλλού και πολυ-αντιφατικές και σκληρά ταξικές είναι και μπορούν (υπό προϋποθέσεις) να ηττηθούν.

Κώστας Διαμαντής

δάσκαλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: